Διαβάζοντας το Deepfake (εκδόσεις Αντίποδες) αναρωτήθηκα ξανά τι μου αρέσει περισσότερο στη γραφή του Μάκη Μαλαφέκα. Η τόσο σύγχρονη γλώσσα του; Η πλοκή και το ύφος που πρόσφεραν μια ανακούφιση στους λάτρεις του ελληνικού νουάρ, πως το είδος είναι εδώ ακόμα κι ανασαίνει; Η χαρτογράφηση του πολιτικού και πολιτισμικού τοπίου της ελληνικής κοινωνίας και πραγματικότητας που αποσυντίθεται μέσα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις και εμφανίζει όλο και πιο εμφατικά την deepfake εικόνα της;

Ads

Ή τελικά το σύμπαν του Κρόκου; Αυτού του νωχελικού συγγραφέα που παρασύρεται αναζητώντας την έμπνευση και οδηγείται χωρίς αυτοέλεγχο στα άδυτα κυκλωμάτων εξουσίας, με την ίδια άγνοια κίνδυνου με την οποία περιφερόμαστε κι εμείς στη σύγχρονη δυστοπία; Ίσως είναι όλα τα παραπάνω όμως που έσπρωξαν το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα στην κορυφή με τα ευπώλητα.

Το Deepfake, (το τρίτο μυθιστόρημα του Μαλαφέκα μετά τη «Μεσακτή» και το «Δε λες κουβέντα») πέρα από ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, είναι επίσης η δύσκολη αποδοχή της επικράτησης της Alt Right, της νέας ακροδεξιάς που είναι τρομακτικά οργανωμένη, ελκυστική κι έχει επίγνωση της επικράτησης της, αφού προσπαθεί να την μετριάσει στα μάτια του κόσμου όπως παραδέχεται ένα από τα παιδιά της ΟΝΕΤ, της ακροδεξιάς οργάνωσης στην οποία παρυσφρύει ο Κρόκος.

Το Deepfake είναι ένα «προσκύνημα» του συγγραφέα στα τοπόσημα της Αθήνας, στα Εξάρχεια που μεταμορφώνονται αλλά φέρουν ακόμα στα κύτταρα τους μια καταγωγή, σαν ζωντανός οργανισμός. Είναι ολόκληρο ένας παραλογισμός ή απλά η σύγχρονη πραγματικότητα που ξεπερνάει κάθε φαντασία. Από τον καύσωνα μες στο Μάιο, έως τις μεθόδους και τις συνήθειες της ακροδεξιάς οργάνωσης και το ίδιο το βλέμμα του Κρόκου που μένει έκπληκτο κάθε που σπάει κάθε ανάγνωση που είχε για τον κόσμο.

Ads

Το Deepfake είναι όμως κι εμείς, η νεολαία της δεκαετίας του ’90. «Η τελευταία γενιά […], που ήταν εικόνα η ίδια πριν γίνει θέαμα» όπως γράφει ο Μαλαφέκας. Που προλάβαμε την τελευταία ελεύθερη κι ωραία εποχή στο παραπέντε. Μαυροτισερτάδες, εακίτες, κάγκουρες, η γενιά που πρόλαβε «…κυκλάδες με εισιτήριο 1.500 δραχμές και-μη-σε-νοιάζει-τίποτα, κάποια σοβαρά ακούσματα και διαβάσματα και σημειώσεις με μολύβι και φλούο». Μια γενιά που απέτυχε κατά τον Μαλαφέκα, κι ίσως το αποτύπωμα αυτής της αποτυχίας να είναι η στοχοπροσήλωση του Κρόκου στη δίκη Άμπερ Χερντ – Τζόντι Ντεπ. Μια γενιά που τη βρήκε η μέση ηλικία σε μια κοινωνία χωρίς ίχνος ζωντάνιας όπως λέει ο συγγραφέας στη συνέντευξη που ακολουθεί.

Πως διαμορφώθηκε ο Κρόκος, αυτός ο συγγραφέας που φαίνεται σαν να τον επιλέγει η ζωή και τα γεγονότα κι όχι το αντίθετο, και ξαφνικά την πιο κρίσιμη στιγμή παίρνει τα πιο παράλογα ρίσκα;

Δεν ξέρω ακριβώς πώς διαμορφώθηκε. Είναι σε πολλά σημεία το δικό μου σύμπαν, και σε άλλα πάλι όχι. Όλα προκύπτουν μέσα απ’ το γράψιμο. Κατά πόσο στέκουν στο χαρτί. Κατά πόσο «λειτουργούν». Αυτό είναι το μόνο κριτήριο. Τώρα, πόσο έτοιμος είναι κάποιος για να υπάρξει μέσα στην εποχή του; Ο Κρόκος ίσως και να προκύπτει ως μια απάντηση εδώ – κανείς δεν είναι έτοιμος για την εποχή του, αλλά δεν πειράζει. Η εποχή σου είναι εκεί για να σε διαμορφώσει, να σε στρώσει, να σε τοποθετήσει κάπου ως προς αυτήν. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να είσαι συγκεκριμένος. Να μη μιλάς μια οποιαδήποτε γλώσσα αλλά τη δική σου γλώσσα, να μην έχεις μια οποιαδήποτε αντίδραση α

πέναντι στα πράγματα, αλλά μια συγκεκριμένη αντίδραση. Να είσαι κάποιος. Σε αυτήν την ανάγκη απαντά ο ήρωας, νομίζω. Του να είναι κανείς ένας συγκεκριμένος άνθρωπος.

Ο Κρόκος ενώ δείχνει να ξέρει σε ποιον κόσμο ζει, ανακαλύπτει σε κάθε ιστορία ένα άγνωστο σύμπαν με την έκπληξη ενός εφήβου που ξαφνικά ξυπνάει σε μια παράλληλη πραγματικότητα και αναρωτιέται πού ήταν κρυμμένοι όλοι αυτοί…

Του συμβαίνει κάποιες φορές. Ας πούμε ότι ταυτόχρονα ξέρει και δεν θέλει να ξέρει.

Εκφράζει με έναν τρόπο τη δική σου προσέγγιση σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό μωσαϊκό της εποχής; Ποια είναι τα κοινά σας;

Είναι αναπόφευκτο αυτό, νομίζω. Ό,τι σου συμβαίνει, κι ό,τι συμβαίνει γύρω σου, μπαίνει μέσα στο κείμενο, αναγκαστικά… Ο Κρόκος είναι λίγο πιο μεγάλος ηλικιακά, δυο τρία χρόνια, είναι λίγο πιο σκληρός, πιο κυνικός… Αλλά όχι πολύ. Μοιραζόμαστε σίγουρα τη θέληση για γράψιμο αφού είναι κι αυτός συγγραφέας, την ανάγκη για γράψιμο δηλαδή, και μια γενική άποψη για τη ζωή και τα πράγματα. Κι έχει και μια ιδιαίτερη «απόσταση» απ’ την κοινωνία, αλλά αυτή ίσως να υποδηλώνει κι ότι με έναν περίεργο τρόπο είναι για τα καλά μέσα της. Και με κάτι μου μοιάζει «με τους δικούς του όρους».

Στο Deepfake ανακαλύπτει τον κόσμο της ελληνικής alt right. Μια λούμπεν μεγαλοαστική τάξη clean και οργανωμένη με μαφιόζικο τρόπο και όχι μόνο. Έκανες έρευνα προηγουμένως; Πόσο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα είναι αυτό που περιγράφεις και τι σε εξέπληξε περισσότερο;

Ναι, έκανα έρευνα. Αυτό είναι που με καθυστέρησε, μεταξύ άλλων. Μου πήρε περίπου τρία χρόνια αυτό το μυθιστόρημα, ενώ τα δύο πρώτα της τριλογίας μού έπαιρναν λιγότερο από χρόνο. Έπρεπε να περιγράψω πράγματα που δεν ήξερα στ’ αλήθεια. Τα υποψιαζόμουν μόνο. Και κάποιες υποψίες ήταν πολύ βάσιμες. Αλλά με υποψίες μόνο δεν γίνεται. Πρέπει να πας κάπου, να αλλάξεις τη δική σου συνθήκη. Δεν ξέρω αν με εξέπληξε κάτι, αλλά υπάρχει μια σαφής προσέγγιση, μια νοοτροπία ας πούμε, που μου πάγωσε το αίμα. Τη συνοψίζω και την αναφέρω στο βιβλίο μέσα από έναν χαρακτήρα: «Μια μέρα που μιλούσαμε για το θρίαμβό μας παντού σε όλα τα επίπεδα, για την ιδεολογική επικράτηση», συνέχισε ο Λουκάς, «μου είπε: “δεν είμαστε πια εκεί, καλέ μου Λουκάˮ, έτσι μίλαγε. “Αυτήν τη στιγμή προσπαθούμε να περιορίσουμε την έκταση της νίκης μαςˮ. Τον ρωτάω γιατί, και μου λέει “ούτως ώστε ο αντίπαλος να μη μάθει τίποτα για μαςˮ. Τέτοια πράγματα». Αυτή είναι μια ιδέα που υπάρχει, εκεί έξω, ξεκάθαρα.

Έχεις σχέση με τη Γαλλία, όπου πρόσφατα παρακολουθήσαμε το εκλογικό θρίλερ όταν παραλίγο να γίνει κυβέρνηση η ακροδεξιά. Μάλιστα ο επικεφαλής του ακροδεξιού κόμματος έχει πολλά κοινά σημεία με τους ακροδεξιούς του Deepfake. Πως βλέπεις να εξελίσσεται η Ευρώπη κι ο κόσμος, και γιατί είναι ελκυστική η alt right σε ένα μεγάλο πλήθος νέων κυρίως;

Είναι ελκυστική εδώ και καιρό. Γιατί δίνει απλές απαντήσεις, κατανοητές. Φτιάχνει εχθρούς, και φτιάχνει ρητορική. Και πάντοτε, πάντοτε αυτό συνδέεται με μια παταγώδη αποτυχία των πολιτικών παραδόσεων που θεωρητικά εκπροσωπούν τον λαό, τους ανίσχυρους. Αποτυχία, ή προδοσία. Η alt right έχει έναν φοβερό τρόπο να σε κάνει ακροδεξιό χωρίς να το καταλαβαίνεις. Είναι ένα πράγμα που φαντάζει πολιτικό, ουσιαστικά πολιτικό, όταν όλα τα άλλα δεν βγάζουν νόημα. Ο Τζορντάν Μπαρντελά, ναι, θα μπορούσε να είναι ένα από τα παιδιά στον ουρανοξύστη της ΟΝΕΤ. Είναι τέτοιας δυναμικής και τέτοιας φιλοδοξίας.

Στο Deepfake η ακροδεξιά οργάνωση είναι μια παρέα με στόχους, χρήματα και project. Από την άλλη ο Κρόκος είναι ένας μοναχικός λύκος αλλά και το περιβάλλον του δεν πάει πίσω. Σκόρπιες μονάδες, φίλοι που μπορεί να είναι απλά γνωστοί… Και συχνά συναισθηματική ένδεια. Περιγράφεις κάπως την «από εδώ μεριά» σε απορρύθμιση, σε ψυχοσυναισθηματικό χάος, με δουλειές και σχέσεις σε απόλυτη αστάθεια. Είναι το κοινωνικό σου σχόλιο αυτό ή ο τρόπος να μιλήσεις για τη γενιά σου;

Ναι η Aριστερά, αν αυτό εννοείς, είναι σε μια απόλυτη δυσκινησία, σε κάτι που μοιάζει με τέλμα. Αλλά η έλλειψη ζωντάνιας διαπνέει όλη την ελληνική κοινωνία και τις κοινωνικές σχέσεις. Δηλαδή, σχεδόν δεν αντιδρά καθόλου σε ζητήματα πολύ βασικά που την αφορούν άμεσα, που αφορούν το συλλογικό συμφέρον και τη ζωή. Βλέπω έντονα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας ζόμπι γύρω μου. Και πάνω στην αποσύνθεση ανθίζουν αυτά τα φαινόμενα που λέμε. Σαν άνθη του έλους. Η δυναμική, ο ιδεαλισμός τους, φαίνονται όμορφα σε πολύ κόσμο ακριβώς γιατί έτσι λειτουργεί η φαντασμαγορία του θανάτου.

Είπες στη παρουσίαση του βιβλίου πως η γενιά μας απέτυχε. Έχεις μάλιστα και ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα στο βιβλίο σχετικό με τη δεκαετία του 1990. Γιατί απέτυχε και κατά πόσο μπορούμε να μιλήσουμε για μια γενιά όταν υπάρχουν τόσες διαφορετικές χωροταξικές αποχρώσεις; Για παράδειγμα εσύ περιγράφεις τα παιδιά γύρω από το κέντρο της Αθήνας κι όχι των δυτικών προαστίων ή των φτωχογειτονιών του Πειραιά. Γιατί αποτύχαμε και τι θα σήμαινε επιτυχία για μια γενιά;

Περιγράφονται πολλά διαφορετικά πράγματα, κι εδώ και στα άλλα δύο βιβλία. Σκέψου τα παιδιά απ’ την Καλλιθέα, τη Ρεβέκκα, ακόμα και τους χρυσαυγίτες στο αμάξι. Τον χαρακτήρα του Πλασκοβίτη τον είχα αρχικά να μένει στη Ριζούπολη, μόνο που η Ριζούπολη δεν έχει ημιυπόγεια που εγώ τα ήθελα. Αλλά δεν υπάρχει καμία υποχρέωση ένα μυθιστόρημα να δείχνει διαρκώς ένα πανόραμα της κοινωνίας, αυτό θα ήταν τεχνητό και ίσως και φαιδρό. Δείχνεις αυτό για το οποίο μιλάς, γι’ αυτό που ξέρεις, και αναπτύσσεις τα θέματά σου σε λειτουργία αυτοσχεδιασμού εντός αυτού του πλαισίου που έφτιαξες.

Τώρα, η γενιά μου που λες… Η αποτυχία δεν προσμετράται εδώ με όρους σύγκρισης με άλλες προηγούμενες ή επόμενες γενιές, δεν πάει έτσι. Αλλά σε σύγκριση με την ιδέα που είχε αυτή η γενιά για τον εαυτό της, σε σχέση με την αυτοεικόνα της. Και η αυτοεικόνα της γενιάς του ’90 είναι κατά βάση μια ελευθεριακή συνθήκη, η τελευταία γενιά όπου μπορούσες να πεις «όχι» σε κάτι και να συνεχίσεις να υπάρχεις. Αυτό τέλειωσε. Και το τέλειωσε, μεταξύ άλλων και η ίδια η γενιά αυτή, συνειδητά.

Γέλασα πολύ με το Deepfake. Ήταν στις προθέσεις σου;

Βέβαια. Ας πούμε ότι υπάρχει το στοιχείο της χαράς ήδη μέσα στη δημιουργική διαδικασία. Αυτό με παρακινεί. Να γράψω κάτι που θα αρέσει σε μένα και θα με κάνει να χαίρομαι.

Είπες πως κλείνεις την τριλογία με το Deepfake. Αν για τον αναγνώστη είναι δύσκολο να αποχωριστεί έναν αγαπημένο ήρωα, πώς είναι για τον συγγραφέα; Με άλλα λόγια, θα αφήσεις τον Κρόκο ή δεν έφτασε η ώρα, και τι ετοιμάζεις;

Τον ήρωα τον αποχωρίζεσαι δύσκολα. Και τον αποχωρίζεσαι νωρίς. Βασικά, είσαι μαζί του μόνο όσο γράφεις, μετά αυτός πηγαίνει στο καλό, αμέσως με το που βάζεις την τελευταία τελεία. Αλλά έτσι πρέπει. Πρέπει να τον αφήνεις ήσυχο. Κι έτσι εδώ, ναι, κλείνει μια τριλογία. Τώρα θα ασχοληθώ με ένα άλλο συγγραφικό σχέδιο, αρκετά διαφορετικό, με προεκτάσεις φανταστικού. Κι ο Μιχάλης Κρόκος θα είναι κάπου αλλού, κάνοντας τα δικά του.