Την υπαγωγή της χώρας στον ευρωπαϊκό Μόνιμο Μηχανισμό Στήριξης (EFSF) το 2013 επιδιώκει «με κάθε κόστος» η ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με τον αναπλ. καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Λευτέρη Τσουλφίδη. Όπως εκτιμά στο tvxs.gr, τότε θα εφαρμοστούν λύσεις που θα περιλαμβάνουν ακόμη και το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, «μόνο που πλέον το βάρος θα πέφτει στους φορολογούμενους των χωρών της ΕΕ και η ελληνική κοινωνία θα έχει οδηγηθεί σε αποσύνθεση».

Ads

Ο κ. Τσουλφίδης κάνει λόγο για σύγκρουση του χρηματοπιστωτικού με το παραγωγικό κεφάλαιο, αξιώνει λιγότερες «μη παραγωγικές δραστηριότητες» τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα της χώρας, εξηγεί ότι το μονομερές «κούρεμα» του ελληνικού χρέους θα σήμαινε περικοπή των δημόσιων δαπανών, και προκρίνει την ανάγκη να επιδιωχθούν συμμαχίες εντός της Ευρωζώνης.

Αναφερόμενος ειδικότερα στα ελληνικά ομόλογα, συμπεραίνει πως «δεν υπάρχει κανένας λόγος να πληρώσουμε την τιμή τους ομολόγων στο ακέραιο τη στιγμή που η ίδια η αγορά τα κατατάσσει στην κατηγορία των ‘σκουπιδιών’», υπενθυμίζοντας ότι τα περισσότερα από αυτά «εκδόθηκαν σε ένα κλίμα διεθνούς ευφορίας και πιστωτικής επέκτασης, με μια Ελλάδα που οι πιστωτές της την θεωρούσαν χώρα με άριστη πιστοληπτική ικανότητα και, άρα, τη δάνεισαν με ευνοϊκούς γι’ αυτήν όρους».

Ακολουθεί η συνέντευξη του κ. Tσουλφίδη στο tvxs.gr:

Ads

-Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι βασικές αδυναμίες της πολιτικής η οποία ασκείται σήμερα για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση;

Γνωρίζουμε σήμερα ότι η κυβέρνηση ήταν ενήμερη για το πρόβλημα του δημοσίου χρέους, εντούτοις άργησε να το κατανοήσει στο απαιτούμενο βάθος. Ως εκ τούτου, οι αντιδράσεις της κυβέρνησης υπήρξαν σπασμωδικές, δεν παρουσίασε ούτε σχέδιο πλεύσης ούτε και μέθοδο αντιμετώπισης του προβλήματος. Η αναποφασιστικότητα, αλλά το χειρότερο, τα λαθεμένα μέτρα που ελήφθησαν έβλαψαν εμφανώς την επιχειρηματική δραστηριότητα αυξάνοντας την ανεργία σε πρωτοφανή ύψη. Την ίδια στιγμή, η ανταγωνιστικότητα, το κύριο αίτιο των δεινών της ελληνικής ιδιωτικής οικονομίας, ουδόλως έχει βελτιωθεί. Θεωρώ, ότι η κυβέρνηση, αντί να επιλέξει τη φαινομενικά εύκολη «λύση», δηλαδή τις οριζόντιες μειώσεις μισθών και συντάξεων και την αύξηση της φορολογίας (αδιάκριτα), θα έπρεπε να στραφεί στα χρόνια προβλήματα της ελληνικής οικονομίας που είναι η διόγκωση των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, τόσο των δημόσιων όσο και των ποικιλώνυμων ιδιωτικών συμφερόντων που απομυζούν τους δημόσιους πόρους και φέρουν την κύρια ευθύνη για την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών.

Αν η κυβέρνηση ενάμισι χρόνο νωρίτερα είχε επιλέξει μια πολιτική συρρίκνωσης των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων (δημόσιων και ιδιωτικών) και ενθάρρυνσης της παραγωγικής δραστηριότητας παρέχοντας τα αναγκαία κίνητρα, τότε η χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους θα τύγχανε πολύ διαφορετικής αντιμετώπισης και έτσι πιθανώς δεν θα χρειαζόταν ούτε η μείωση μισθών ούτε και η τόσο μεγάλη αύξηση της ανεργίας και αυτό γιατί το διαμορφούμενο επιχειρηματικό κλίμα θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Ως εκ τούτου, διαπιστώνουμε μια συνολική αποτυχία στόχων απομακρύνοντας έτσι κάθε σκέψη χρηματοδότησης του ελλειμματικού προϋπολογισμού μέσω των αγορών για το 2011 και, κατά πάσα πιθανότητα, το 2012.

-Δεν είναι λίγοι όσοι εκφέρουν την άποψη πως «τα νούμερα δεν βγαίνουν». Θεωρείτε και ο ίδιος πως δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πλην της αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους με τη μορφή του «κουρέματος»;

Προφανώς, «τα νούμερα δεν βγαίνουν», αλλά δεν θα υποστήριζα μονομερή αναδιάρθρωση χρέους. Όσοι υποστηρίζουν τη μονομερή αναδιάρθρωση, δεν θα πρέπει να υπολογίζουν σε περαιτέρω δανεισμό πράγμα που σημαίνει ότι άθελά τους υποστηρίζουν την πολιτική ισοσκελισμένων προϋπολογισμών που ο μόνος τρόπος για να επιτευχθούν άμεσα είναι η τεράστια περικοπή των δημοσίων δαπανών. Ταυτόχρονα, η άποψη αυτή οδηγεί στην αποδοχή της ιδέας της ισοσκέλισης του ισοζυγίου πληρωμών, διότι τις εισαγωγές μας θα πρέπει να τις πληρώνουμε με συνάλλαγμα, που ελλείψει δανειστών, μόνο οι εξαγωγές μας θα το εξασφαλίζουν.

Προφανώς, η αναδιάρθρωση χρέους θα πρέπει να επιδιωχθεί να γίνει σε συνεργασία με τις χώρες της ΕΖ, όπου εκεί η Ελλάδα θα πρέπει να εκμεταλλευτεί αντιθέσεις, να επιδιώξει συμμαχίες και εν τέλει να ενισχύσει με κάθε μέσο την άποψή της.

Η αναδιάρθρωση του χρέους (με «κούρεμα») αφενός είναι μια δίκαιη πολιτική, αφετέρου μας γλυτώνει από το διαρκές κυνηγητό στόχων που υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορούν να επιτευχθούν. Γράφω δίκαιη πολιτική, διότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να πληρώσουμε την τιμή των ομολόγων στο ακέραιο τη στιγμή που η ίδια η αγορά τα κατατάσσει στην κατηγορία των «σκουπιδιών». Βεβαίως υπάρχουν και δανειστές (όπως τα ασφαλιστικά ταμεία) που έχουν στην κατοχή τους ομόλογα όχι για κερδοσκοπία, αλλά για τις αποδόσεις τους στην ημερομηνία λήξης τους. Δυστυχώς, οι ασφαλισμένοι αυτών των ταμείων θα υποστούν απώλειες, όπως και οι Έλληνες εργαζόμενοι οι οποίοι τα τελευταία χρόνια βιώνουν μια χωρίς προηγούμενο κρίση με μειώσεις μισθών και βασικών κοινωνικών παροχών.

Θεωρώ ότι πολλοί ιδιώτες δανειστές θα έσπευδαν να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, θα ήταν και απελευθερωτικό για τους ίδιους. Αν πάλι υπάρχουν ιδιώτες (ή θεσμικοί παράγοντες) οι οποίοι θέλουν τα ομόλογά τους στο ακέραιο θα μπορούσαν να τα διεκδικήσουν στα ελληνικά δικαστήρια. Υπενθυμίζουμε ότι τα περισσότερα ομόλογα εκδόθηκαν σε ένα κλίμα διεθνούς ευφορίας και πιστωτικής επέκτασης, με μια Ελλάδα που οι πιστωτές της την θεωρούσαν χώρα με άριστη πιστοληπτική ικανότητα και, άρα, τη δάνεισαν με ευνοϊκούς γι’ αυτήν όρους.

-Έχετε αναφερθεί στις πτωχεύσεις του 1893 και του 1932. Μπορεί να αξιοποιηθεί σήμερα η εμπειρία του ελληνικού κράτους από το παρελθόν; Προς ποια κατεύθυνση;

Η εμπειρία και των δύο πτωχεύσεων ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστη. Η πτώχευση του 1893 είχε ως αποτέλεσμα την εχθρότητα των κρατών των δανειστών μας, ιδίως της Γερμανίας. Λέγεται ότι ο Πόλεμος του 1897 ενθαρρύνθηκε, αν όχι μεθοδεύτηκε από τα εν λόγω κράτη. Η προέλαση του τουρκικού στρατού από τη Λάρισα προς την Λαμία ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει βοήθεια, η οποία δόθηκε άμεσα. Οι ξένες δυνάμεις αποκατέστησαν πλήρως τα σύνορα της χώρας υπό τον όρο ότι θα επιστρέφονταν όλα τα δανεικά. Θεωρώ ότι αν δεν υπήρχαν τα δάνεια, τότε η τύχη της χώρας θα ήταν πολύ διαφορετική. Στη συνέχεια, η ευνοϊκή διεθνής οικονομική συγκυρία και η τακτοποίηση των δημοσιονομικών καταστάσεων οδήγησαν την Ελλάδα σε θεαματικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, όπως άλλωστε αυτό διαπιστώνεται από τους βαλκανικούς πολέμους και την εμπλοκή της στη Μ. Ασία.

Όσον αφορά την πτώχευση του 1932 αυτή φέρει εκπληκτικές ομοιότητες με την σημερινή. Η χώρα δεν είχε νομισματική πολιτική δεδομένου ότι η δραχμή (προσδεδεμένη με σταθερή ισοτιμία ως προς τη λίρα) τότε ήταν όπως το ευρώ σήμερα, ενώ ταυτόχρονα εκπονήθηκε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων έργων βασιζόμενο στον εξωτερικό δανεισμό. Το χρέος ως ποσοστό στο ΑΕΠ αυξήθηκε στα επίπεδο του 150% περίπου, ενώ τα υπόλοιπα δημοσιονομικά μεγέθη ήταν συγκρίσιμα με τα σημερινά. Η οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε ήδη από το 1929 και η αδυναμία των ξένων τραπεζών να μας χορηγήσουν νέα δάνεια οδήγησαν πολλούς στην ιδέα της υποτίμησης και της αναδιάρθρωσης τού χρέους. Ο Βενιζέλος μάταια εφάρμοσε την πολιτική της «σκληρής δραχμής» διατηρώντας την ισοτιμία της αρχικά με την λίρα και στη συνέχεια με το δολάριο θεωρώντας ότι αυτό θα τον βοηθήσει στην σύναψη νέου δανείου και στην (πενταετή) αναστολή πληρωμών των χρεολυσίων.

Ακολούθησε η πτώχευση, η μεγάλη υποτίμηση της δραχμής, ο προστατευτισμός, οι κατά ανάγκην (σχεδόν) ισοσκελισμένοι και ενίοτε πλεονασματικοί προϋπολογισμοί, οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης σε μια περίοδο που εκτραχύνθηκε η πολιτική ζωή (δεν ήταν οι κομμουνιστές μόνο υπό διωγμό αλλά ακόμη και οι φιλελεύθεροι), η επαναφορά της μοναρχίας και η επιβολή της δικτατορίας. Στη συνέχεια, ο υπερπληθωρισμός της Κατοχής που μηδένισε το εσωτερικό χρέος και βεβαίως τις όποιες αποταμιεύσεις. Οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης (6%) μεταπολεμικά σε συνδυασμό με τους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς εξάλειψαν το εξωτερικό δημόσιο χρέος το έτος 1968.

Το συμπέρασμα που συνάγεται από τα ανωτέρω είναι ότι σε όλες τις περιπτώσεις η θεραπεία ήταν επώδυνη και πάντα στο τέλος οι φορολογούμενοι πλήρωναν τον λογαριασμό και με το παραπάνω. Εκ των υστέρων, στην περίπτωση του Βενιζέλου η έγκαιρη υποτίμηση της δραχμής και η αναδιάρθρωση του χρέους με το «κούρεμα» των πιστωτών θα προλάβαινε πολλά από τα δεινά που ακολούθησαν.

-Συνεπώς;

Θεωρώ ότι σήμερα όπως και στην κρίση του 1930 δύο είναι οι μεγάλες (διεθνώς) συγκρουόμενες οικονομικές πολιτικές. Η πολιτική του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που υποστηρίζει το νέο δανεισμό παρεχόμενο από τα κράτη, δηλαδή από τα χρήματα των φορολογουμένων προς τις προβληματικές χώρες (όπως η Ελλάδα) προκειμένου να πληρώνουν τις δόσεις τους στο διηνεκές. Με αυτήν την πολιτική τάσσονται πρώτα και κύρια η τράπεζα των τραπεζών, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στη συνέχεια οι χώρες των οποίων οι τράπεζες έχουν δανείσει τα περισσότερα (π.χ. η Γαλλία).

Η αντίπαλη πολιτική είναι αυτή του παραγωγικού κεφαλαίου που επιδιώκει να ελαφρύνει το βάρος τού δανεισμού από τα κράτη και το μεγαλύτερο μέρος του να το φορτώσει στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Η ιδέα είναι ότι οι τράπεζες δεν παράγουν, αλλά υποστηρίζονται από το παραγόμενο προϊόν (εισόδημα) της πραγματικής οικονομίας. Η πολιτική αυτή είναι υπέρ της αναδιάρθρωσης του χρέους ακόμη και με βαθύ «κούρεμα» και ότι όσο γρηγορότερα τόσο καλύτερα. Την άποψη αυτή την εκφράζει (παρά τις επιφυλάξεις) κυρίως η Γερμανία, η οποία έτσι και αλλιώς είναι η χώρα που έχει δανείσει τα περισσότερα.

Η ελληνική κυβέρνηση (αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση) έχουν «επιλέξει» τον μέσο όρο των δύο αυτών πολιτικών. Που πιο συγκεκριμένα, σημαίνει ότι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει με οποιοδήποτε κόστος να φτάσουμε το 2013, οπότε θα έχουμε μπει στον Μόνιμο Μηχανισμό Στήριξης που θα συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την αναδιάρθρωση ακόμη και με «κούρεμα», μόνο που τότε το βάρος πέφτει στους φορολογούμενους των χωρών της ΕΕ (δεδομένου ότι το ιδιωτικό χρέος θα έχει μετασχηματιστεί σε δημόσιο) και η ελληνική κοινωνία στο μεταξύ θα έχει οδηγηθεί σε αποσύνθεση.

Για μια ακόμη φορά διαπιστώνουμε ότι έχουν ήδη μοιραστεί οι ρόλοι σε μια τραγωδία εν εξελίξει με τους θεατές να ζητούν την κάθαρση με ή χωρίς τον από μηχανής θεό.