Την περαιτέρω εμπορευματοποίηση της δημόσιας Παιδείας μέσω του πολυνομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας με τίτλο «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις» καταγγέλλει μεταξύ άλλων ο Πανελλήνιος Σύλλογος Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ads

Το Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου Ε.ΔΙ.Π. σημειώνει πως το σχέδιο νόμου «εναρμονίζεται πλήρως με όλες τις παραπάνω επιδιώξεις για λιγότερη δημοκρατία-περισσότερη επιχειρηματικότητα, προετοιμάζοντας το έδαφος για το νέο νόμο-πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ που αναμένεται –όχι βέβαια τυχαία-μέσα στο καλοκαίρι».

Με την παρακάτω ανακοίνωσή το Δ.Σ. τονίζει για ακόμα μία φορά ότι στις διατάξεις του νομοσχεδίου περιλαμβάνεται ο απαράδεκτος αποκλεισμός των κλάδων ΕΕΠ, ΕΔΙΠ ΕΤΕΠ από την εκλογή στην διοίκηση της πανεπιστημιακής κοινότητας.

«Προφανώς δεν χωράνε συλλογικές διαδικασίες και δημοκρατικές ευαισθησίες. Αυτό ακριβώς το σημείο έρχονται να στηρίξουν στο νέο Σ/Ν οι ρυθμίσεις στα άρθρα 68, 96, 97 και 98 αποκλείοντας μεγάλες ομάδες εργαζομένων από τις εκλογικές διαδικασίες σε όλα τα όργανα διοίκησης, στερώντας τους ακόμα και αυτή την αποδυναμωμένη ψήφο που είχαν μέχρι τώρα» καταλήγει το κείμενο.

Ads

Όλη η ανακοίνωση έχει εξής:

O tempora o mores, λιγότερη δημοκρατία – περισσότερος ελιτισμός, αυταρχισμός και εμπορευματοποίηση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση

Μέσα στον τελευταίο χρόνο, η κυβέρνηση έχει ξεδιπλώσει τις προθέσεις της για τον τρόπο που ασκεί την εκπαιδευτική της πολιτική για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η τακτική είναι προφανής. Σε περιόδους “νεκρές” για την εκπαιδευτική κοινότητα η κυβέρνηση νομοθετεί, εξασφαλίζοντας τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις και μηδενίζοντας την όποια δυνατότητα διαλόγου και διαπραγμάτευσης με την εκπαιδευτική κοινότητα. To βιώσαμε για πρώτη φορά με το νόμο 4623/2019 και το άρθρο περί ακαδημαϊκών ελευθεριών που καταργούσε ουσιαστικά κάθε έννοια πανεπιστημιακού ασύλου και ψηφίστηκε 9 Αυγούστου.

Το βιώνουμε τώρα για δεύτερη φορά, καθώς η Κυβέρνηση επέλεξε να κοινοποιήσει το Σ/Ν  “Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις” χωρίς ουσιαστικό διάλογο με τους εμπλεκόμενους φορείς,μέσα στην περίοδο της πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης και καραντίνας λόγω της πανδημίας του Covid19 όπου τα πάντα ακόμη και σήμερα λειτουργούν με εξαιρετική δυσκολία.Εξίσου προφανείς είναι και οι στρατηγικοί στόχοιτης κυβέρνησης. Αποδόμηση του δημόσιου χαρακτήρα, εμπορευματοποίηση και περισσότερος αυταρχισμός αποτελούν προτεραιότητες τόσο της νομοθετικής όσο και της επικοινωνιακής κυβερνητικής προσπάθειας για την Παιδεία.

Το Σ/Ν  “Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις” εναρμονίζεται πλήρως με όλες τις παραπάνω επιδιώξεις για λιγότερη δημοκρατία-περισσότερη επιχειρηματικότητα, προετοιμάζοντας το έδαφος για το νέο νόμο-πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ που αναμένεται –όχι βέβαια τυχαία-μέσα στο καλοκαίρι. Για πρώτη φορά μετά το 1982 –με μόνη εξαίρεση τη βραχυχρόνια ισχύ του Ν.4009/2011- γινόμαστε μάρτυρες του αποκλεισμού όλων των κατηγοριών προσωπικού-πλην των μελών ΔΕΠ- από τις διαδικασίες για την εκλογή διοικητικών οργάνων των ΑΕΙ,δηλαδή των ΕΕΠ (Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό), ΕΔΙΠ (Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό), ΕΤΕΠ (Ειδικό Τεχνικό Εργαστηριακό Προσωπικό) και Διοικητικών Υπάλληλων (ΔΥ). Ταυτόχρονα το Σ/Ν εισάγει το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο για την επιβολή διδάκτρων σενέου τύπου Προγράμματα Σπουδών προπτυχιακού επιπέδου προσβλέποντας στην«αποδέσμευση» του Υπουργείου από την συνταγματική του υποχρέωση να παρέχει πόρους χρηματοδότησης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Οι κλάδοι ΕΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ και ΔΥ αποτελούν βασικούς πυλώνες για τη διεξαγωγή της εκπαίδευσης,της έρευνας και την εν γένει ομαλή λειτουργία των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων κι έχουν διακριθεί για τη συνεισφορά τους στην εκπλήρωση του πολύπλευρου ρόλου του Δημόσιου Πανεπιστημίου, κάτω ακόμη κι από τις πιο αντίξοες συνθήκες όπως αυτές που ζήσαμε πρόσφατα με την πανδημία. Η εξαίρεσή τους από τα σώματα εκλεκτόρων Πρύτανη, Αντιπρυτάνεων, Κοσμητόρων, Προέδρων Τμημάτων και Διευθυντών Τομέων προσβάλλει ουσιαστικά και ανεπανόρθωτα τη συνοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας και δημιουργεί αίσθημα αποκλεισμού και περιθωριοποίησης με σίγουρα δυσμενείς επιπτώσεις στην απόδοση των εν λόγω κατηγοριών εργαζομένων.

Πέρα όμως από την ηθική απαξίωση και τις συνέπειές της, ο αποκλεισμός μελών μιας κοινότητας από το δικαίωμα ψήφου θίγει κυρίαρχα δημοκρατικά δικαιώματα τα οποία έχουν κατακτηθεί με ιστορικούς αγώνες,ανακαλώντας οδυνηρές μνήμες από ημέρες και έργα απολυταρχικών καθεστώτων. Η συμμετοχή στα όργανα διοίκησης –η οποία προς το παρόν δεν τίθεται σε αμφισβήτηση- για όλες αυτές τις κατηγορίες προσωπικού, με ταυτόχρονη όμως στέρηση του δικαιώματός τους να εκλέγουν τον φυσικό τους προϊστάμενο σε αυτά τα όργανα,καθίσταται ουσιαστικά αδύναμη και νομικά έωλη.

Η διεθνής πρακτική έρχεται να διαψεύσει τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς όσον αφορά το ποιοι έχουν το δικαίωμα του «εκλέγειν» όργανα διοίκησης. Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Οργάνωσης Πανεπιστημίων του 2017, με εξαίρεση λίγες περιπτώσεις όπου ο πρύτανης διορίζεται από την πολιτεία, παντού, άμεσα ή έμμεσα, στην εκλογή συμμετέχουν με κάποιο ποσοστό, αλλού ψηλότερο και αλλού χαμηλότερο όλες οι κατηγορίες προσωπικού και βέβαια οι φοιτητές.

Θλιβερή και πρόχειρη όμως ήταν και η επεξεργασία των επίμαχων άρθρων που αφορούν τη στέρηση συμμετοχής των θιγόμενων κλάδων στις εκλογικές διαδικασίες, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι αρχικά ο αποκλεισμός αφορούσε μόνο την εκλογή Πρύτανη και Αντιπρυτάνεων. Με μια σημαντική χρονοκαθυστέρηση τα κυβερνητικά στελέχη συνειδητοποίησαν τη νομική «ατέλεια» και έσπευσαν να γενικεύσουν τη ρύθμιση. Έτσι, στη μετάβαση του Σ/Ν από τη διαβούλευση στην ΕΜΥ έγινε αλλαγή σε 3 επιπλέον άρθρα (96, 97 και 98) ώστε να προβλέπεται ο αποκλεισμός ΕΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ και ΔΥαπό το εκλεκτορικό σώμα για το σύνολο των οργάνων διοίκησης.

Η αιτιολόγηση της παραπάνω επιλογής, ανύπαρκτη στην αρχική διαβούλευση, διανθίστηκε στην τελική αιτιολογική έκθεση με λογικά ανακόλουθα και νομικά αβάσιμα επιχειρήματα, π.χ. τα περί δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι του εκλεκτορικού σώματος δεν ισχύουν εξ’ίσου για λέκτορες, επίκουρους επί θητεία, καθηγητές που λόγω ορίου ηλικίας δε μπορούν να θέσουν υποψηφιότητα; οι κλάδοι ΕΕΠ, ΕΔΙΠ ΕΤΕΠ ως αμιγώς ακαδημαϊκό προσωπικό δε δικαιούνται όπως και τα μέλη ΔΕΠ να εκλέγουν τον ακαδημαϊκό τους προϊστάμενο; Τέλος διατυπώθηκαν ακόμη και παιδαριώδη επιχειρήματα όπως ότι η αδικία της συμμετοχής του εκλέκτορα με μειωμένη ισχύ ψήφου θεραπεύεται με την πλήρη αφαίρεση του δικαιώματος της ψήφου (!).

Το άλλο σκέλος του Σ/Ν που αφορά την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θεσμοθετεί τη δυνατότητα των ΑΕΙ να ιδρύουν δυο τύπους Προγραμμάτων Σπουδών με δίδακτρα διευρύνοντας έτσι πολυεπίπεδα την εμπορευματοποίησή τους. Συγκεκριμένα προβλέπεται η ίδρυση Ξενόγλωσσων Προγραμμάτων Σπουδών (ΞΠΣ) προπτυχιακού επιπέδου με καταβολή διδάκτρων για «αλλοδαπούς» πολίτες εντός ή εκτός Ε.Ε. αρκεί να έχουν παρακολουθήσει τις δύο τελευταίες τάξεις λυκείου εκτός Ελλάδας. Έργο θα παρέχουν σε αυτά, ως πρόσθετη απασχόληση, τα ήδη υπηρετούντα μέλη ΔΕΠ, ΕΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ΔΥ κι άλλοι έκτακτοι απασχολούμενοι. Επιπλέον, προβλέπεται η οργάνωση Θερινών Προγραμμάτων Σπουδών (ΘΠΣ) για φοιτητές Ελληνικών ή αλλοδαπών ΑΕΙ με δίδακτρα και με παροχή πιστωτικών μονάδων φοίτησης.

Αν και προβεβλημένη θετικά, η επικαλούμενη «εξωστρέφεια» ενέχει ωστόσο ορατούς κινδύνους περαιτέρω υποβάθμισης των Προπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών του Δημόσιου Πανεπιστημίου, καθώς τα χρόνια προβλήματα ανεπάρκειας υποδομών και υποστελέχωσης των ΑΕΙ θα οξυνθούν ακόμη περισσότερο λόγω της παράλληλης υποστήριξης των νέων Προγραμμάτων.

Αντίθετα με την αιτιολογία ότι τα έσοδα από τα ΞΠΣ θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην αυτοχρηματοδότηση του Πανεπιστημίου,η κυβέρνηση προσπαθεί να αποποιηθεί τη συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση του κράτους να χρηματοδοτεί την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Επιπρόσθετα η θέσπιση ΘΠΣ με δίδακτρα μπορεί να οδηγήσει μέσω της χορήγησης  πιστωτικών μονάδων σε μελλοντική εμπλοκή τους με τα ήδη υπάρχοντα Προπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών,καταστρατηγώντας το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα ΑΕΙ και θέτοντας ευθέως ζητήματα συνταγματικότητας του Σ/Ν.Η αντίληψη αυτή της εμπορευματοποίησης της γνώσης δεν περιορίζεται μόνο στην Εκπαίδευση αλλά επεκτείνεται και στην ‘Ερευνα όπως υποδεικνύεται από τη σχετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης να αποσχίσει το πεδίο “Έρευνας και Τεχνολογίας” από το Υπουργείο Παιδείας -τον κατεξοχήν φυσικό του χώρο- και να το ενσωματώσει στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων.

Συμπερασματικά, οι μέρες και τα έργα της Κυβέρνησης δείχνουν ξεκάθαρα τις προθέσεις της για  μετατροπή των ΑΕΙ σε επιχειρηματικούς οργανισμούς παροχής γνώσης ως εμπορική υπηρεσία και όχι ως δωρεάν αγαθό. Ως τέτοιου τύπου «επιχειρήσεις» τα ΑΕΙ επομένως οφείλουν να διοικούνται αναλόγως με όρους και χαρακτηριστικά επιχειρηματικού management. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον προφανώς δεν χωράνε συλλογικές διαδικασίες και δημοκρατικές ευαισθησίες. Αυτό ακριβώς το σημείο έρχονται να στηρίξουν στο νέο Σ/Ν οι ρυθμίσεις στα άρθρα 68, 96, 97 και 98 αποκλείοντας μεγάλες ομάδες εργαζομένων από τις εκλογικές διαδικασίες σε όλα τα όργανα διοίκησης, στερώντας τους ακόμα και αυτή την αποδυναμωμένη ψήφο που είχαν μέχρι τώρα.