Με αφορμή τις πρόσφατες αυτοκτονίες σε νοσοκομεία της χώρας, αναζητήσαμε τη γνώμη των ειδικών πάνω στην ψυχική υγεία τόσο των νοσηλευομένων ασθενών, όσο και των εργαζομένων γιατρών και νοσηλευτών μέσα στην πολύ δύσκολη συνθήκη της πανδημίας.

Ads

Οι άνθρωποι της Εταιρίας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ) μιλούν στο tvxs.gr για την εξάντληση της ψυχικής ανθεκτικότητας, τη δυσκολία των υγειονομικών να αναζητήσουν ψυχολογική υποστήριξη, τουλάχιστον όχι κατά μόνας, το τραύμα της διάγνωσης μιας δυνητικά θανατηφόρου ασθένειας και τη μοναξιά των νοσηλευομένων που μπορεί να έχει ομοιότητες με τα λεπροκομεία.

Από τις αρχές του 2021 έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 7 αυτοκτονίες σε νοσοκομεία, ενώ μόνο τις τελευταίες δύο εβδομάδες στη χώρα μετράμε τουλάχιστον τέσσερις αυτοκτονίες σε δημόσια νοσοκομεία. Στις 21 Μαρτίου ένας 41χρονος γιατρός πήδηξε από το μπαλκόνι του 3ου ορόφου του Θριασίου. Την Κυριακή 4 Απριλίου ένας 80χρονος έβαλε τέλος στη ζωή του στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Λάρισας και ένας 62χρονος αυτοκτόνησε στο νοσοκομείο του Βόλου. Το πρωί της Δευτέρας μια 67χρονη έπεσε στο κενό από τον τρίτο όροφο στο νοσοκομείο του Ρίου.  

«Κάθε περίπτωση αυτοκτονίας είναι ένα φαινόμενο πολύ ιδιοσυγκρασιακό. Η ψυχική ανθεκτικότητα και η ανταπόκριση σε ψυχοπιεστικές συνθήκες είναι η συνολική συνισταμένη πάρα πολλών παραγόντων που έχουν να κάνουν με τον ψυχισμό του κάθε ατόμου αλλά και το πλαίσιο από το οποίο στηρίζεται. Σίγουρα πάντως όταν έχουμε συσσώρευση μεγάλου αριθμού αυτοκτονιών σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, πρέπει αυτο να μας θορυβήσει» λέει στο tvxs.gr ο ψυχίατρος και πρόεδρος της ΕΠΑΨΥ Γιώργος Τζεφεράκος.

Ads

«Η πανδημία είναι μια φυσική καταστροφή. Όσο περισσότερο διαρκεί αυτή, τόσο εξαντλούνται οι φυσικοί και οι κοινωνικοοικονομικοί πόροι και αυξάνεται ο κίνδυνος διολίσθησης σε μείζονες ψυχοπαθολογίες. Οι αντοχές τους εξαντλούνται, η ψυχική ανθεκτικότητα μειώνεται και φαινόμενα σαν κι αυτά υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να γίνουν πιο συχνα», συμπληρώνει.

Πώς νιώθουν οι ασθενείς και οι συγγενείς τους

Πώς μπορεί να νιώθουν οι νοσηλευόμενοι ασθενείς με covid-19; «Από μόνη της η διάγνωση μιας δυνητικά θανατηφόρου άγνωστης αρρώστιας είναι ένα εξαιρετικά τραυματικό γεγονός. Αν σε αυτό προσθέσουμε την αγωνία και την ενοχή για το ενδεχόμενο να έχεις μεταδώσει την ασθένεια σε ανθρώπους που αγαπάς, το άτομο νιώθει ακόμα χειρότερα. Επίσης, η πρώτη αντίδραση του ανθρώπου όταν νιώθει ότι κινδυνεύει είναι να αναζητήσει τους δικούς του ανθρώπους και να έρθει κοντά, πράγμα που στη συγκεκριμένη ασθένεια δεν μπορεί να κάνει», σημειώνει ο γιατρός.

«Η συνθήκη απομόνωσης στην οποία νοσηλεύονται οι ασθενείς με covid παρουσιάζει αναλογίες με τα λεπροκομεία που υπήρχαν μέχρι τον περασμένο αιώνα. Άτομα διαγνωσμένα με επικίνδυνη μολυσματική ασθένεια είναι απομονωμένα από τον υπόλοιπο κόσμο. Στην περίπτωση των ασθενών με ovid, η μόνη τους διά ζώσης επαφή είναι με ανθρώπους ντυμένους με στολές που δε θυμίζουν ανθρώπινες φιγούρες. Ευτυχώς υπάρχουν τα τηλέφωνα και τα τελευταία χρόνια οι βιντεοκλήσεις για να επικοινωνούν με τους δικούς τους ανθρώπους», παρατηρεί ο Δημήτρης Γαλάνης, κοινωνικός λειτουργός και επικεφαλής του προγράμματος Ψ-Υποστηρίζω που υλοποιείται από την ΕΠΑΨΥ σε τέσσερα νοσοκομεία των βορείων προαστίων της Αθήνας: Σισμανόγλειο, ΚΑΤ, Αμαλία Φλέμινγκ και Άγιοι Ανάργυροι.

Το πρόγραμμα αφορά στην ψυχοκοινωνική στήριξη των νοσούντων ασθενών από covid-19, των συγγενών και των εργαζομένων στα νοσοκομεία. Έχει ξεκινήσει από τα τέλη Φεβρουαρίου με συντονισμό από την Ομοσπονδία Φορέων Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης & Ψυχικής Υγείας “ΑΡΓΩ” και χρηματοδότηση από το Υπουργείο Υγείας.

«Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πόνο των συγγενών. Ειδικά στην Ελλάδα όπου οι οικογένειες είναι δεμένες ή δένονται εκ νέου όταν κάποιος αρρωσταίνει, στην περίπτωση της covid-19 αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Δεν μπορούν να σταθούν στους ασθενείς, δεν μπορούν να αποχαιρετήσουν τους ασθενείς που χάνουν τη μάχη. Δεν μπορούν να μπουν ούτε στην πύλη. Αφήνουν πράγματα στην πύλη και φεύγουν. Δεν υπάρχει μετάβαση προς το τέλος ούτε δυνατότητα υποστήριξης για να αποφευχθεί το τέλος», μας λέει ο κ. Γαλάνης.

Όμως η συνθήκη στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία είναι ακόμα πιο δύσκολη. Πολλοί άνθρωποι λαμβάνουν μειωμένης ποιότητας περίθαλψη εξαιτίας της έλλειψης κλινών ΜΕΘ ή αρκετού και εξειδικευμένου προσωπικού. «Ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον στο οποίο η πίεση είναι τρομακτική, όπως μαθαίνουμε ότι συμβαίνει αυτή την περίοδο στα νοσοκομεία, ο φόβος ότι η ζωή σου μπορεί να εξαρτάται από ένα μηχάνημα, τον αναπνευστήρα που να μην είναι άμεσα διαθέσιμος ή μια κλίνη ΜΕΘ που να μην είναι άμεσα διαθέσιμη, όλο αυτό συνιστά ένα τρομακτικό ψυχικό βάρος», τονίζει ο κ. Τζεφεράκος.

«Ήρωες» στη δουλειά, τους αποφεύγουν στη ζωή

Ο κ. Τζεφεράκος μας μεταφέρει πως έχει καταγραφεί διεθνώς μια δυσκολία των υγειονομικών να ζητήσουν ψυχολογική βοήθεια. «Ίσως γιατί έχουν συνηθίσει να δείχνουν δυνατοί, γιατί νιώθουν ότι ένας φροντιστής δεν είναι δυνατό να χρειάζεται φροντίδα», μας λέει. «Όμως όπως είπαμε και με αναφορά στις αυτοκτονίες, όσο η συνθήκη πίεσης, εν προκειμένω η πανδημία, παρατείνεται, τόσο οι αντιρροπιστικοί μηχανισμοί και οι ψυχικές εφεδρείες εξαντλούνται. Οι μαχητές της πρώτης γραμμής κινδυνεύουν με επαγγελματικό burnout, με φυσική κατάρρευση δηλαδή».

Ρωτάμε τον κο. Γαλάνη αν οι υγειονομικοί ανταποκρίνονται στην προσφορά ψυχοκοινωνικής υποστήριξης. «Έχουμε δει ότι οι υγειονομικοί έχουν ανάγκη να είναι όλοι μαζί και να αλληλοϋποστηρίζονται. Κάθε μορφής ψυχοκοινωνική στήριξη την αναζητούν σε ομαδική βάση και μάλιστα διά ζώσης στο χώρο τους, όχι διαδικτυακά. Σε αυτό το πλαίσιο έχει γίνει ένα focus group υγειονομικών που στόχο έχει την ανάδειξη και καταγραφή αναγκών που θα κατευθύνουν ενδεχομένως και εμάς ως προς τη φύση των θεραπευτικών παρεμβάσεων που μπορούμε να επιχειρήσουμε», απαντά.

«Στους υγειονομικούς κυριαρχεί το άγχος. Άγχος για το αν θα ανταποκριθούν σε αυτή την πολύ δύσκολη και με μεγάλη διάρκεια στο χρόνο αποστολή που έχουν αναλάβει αλλά ταυτόχρονα άγχος για τη δική τους υγεία και των οικείων τους. Αυτό το άγχος δείχνει να έχει εγκατασταθεί μέσα τους. Ενίοτε εκφράζουν ένα παράπονο ότι οι υπόλοιποι δεν τους καταλαβαίνουν ή θυμό επειδή το δικό μας χειροκρότημα δεν αρκεί, έχουν άλλες ανάγκες. Επίσης υπάρχουν πολλά νέα παιδιά που έχουν κληθεί να εργαστούν μέσα σε αυτή την σχεδόν πολεμική κατάσταση χωρίς πρότερη ανάλογη εμπειρία και αυτο δημιουργεί επιπλέον άγχος», σημειώνει ο κ. Γαλάνης.

«Αντιμετωπίζουν και αυτοί με τη σειρά τους έναν κοινωνικό στιγματισμό που μοιάζει παράδοξος. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι πλέον απαραίτητοι ως εργαζόμενοι μέσα στη συνθήκη της πανδημίας αλλά στην προσωπική τους ζωή πολλές φορές αντιμετωπίζονται ως πιθανοί φορείς της νόσου και ο περίγυρός τους συχνά αποφεύγει να τους συναναστραφεί γι’ αυτό ακριβώς το λόγο», καταλήγει.

Οι νοσηλευόμενοι ασθενείς με covid-19, οι συγγενείς καθώς και οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία με κλινικές covid-19 μπορούν να απευθύνονται στο πρόγραμμα Ψ-Υποστηρίζω με τρόπους που αναφέρονται εδώ.