Η εξαγγελία του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, περί επικείμενης νομοθετικής ρύθμισης για τον αποκλεισμό του κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη αιφνιδίασε τον νομικό κόσμο λόγω χρονικής επιλογής μιας τέτοιας βαρύνουσας πρωτοβουλίας και μεταρρύθμισης.

Ads

Μετά την ιστορική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για τη Χρυσή Αυγή τον Οκτώβριο του 2020, έγκριτοι συνταγματολόγοι έθεσαν το ζήτημα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι πρωτίστως για την ηγεσία αλλά και τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης στον δημόσιο διάλογο.

Ο προβληματισμός ωστόσο είχε ξεκινήσει αρκετούς μήνες πριν, λόγω της νομοθετικής κατάργησης της στέρησης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι ως παρεπόμενης ποινής με τον Νέο Ποινικό Κώδικα που ψηφίστηκε στις αρχές Ιουλίου του 2019 και αντικαταστάθηκε από την «αποστέρηση της δημόσιας θέσης ή του δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος που κατέχει» ο δράστης.

Η απόφαση-ορόσημο για το κράτους δικαίου στη χώρα έκρινε ότι η Χρυσή Αυγή υπήρξε εγκληματική οργάνωση, η οποία εκκολάφθηκε και στους κόλπους του πολιτικού σχηματισμού και μετέπειτα πολιτικού κόμματος, έχοντας ως πυρήνα τη νεοναζιστική ιδεολογία.

Ads

Έκτοτε ο νομικός κόσμος φώτισε τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει το σύγχρονο εκλογικό δίκαιο. Μπορεί ο εκάστοτε από το διευθυντήριο της Χρυσής Αυγής  (Νίκος Μιχαλολιάκος, Ηλίας Κασιδιάρης, Χρήστος Παππάς, Ιωάννης Λαγός, Γιώργος Γερμενής, Ηλίας Παναγιώταρος και Αρτέμης Ματθαιόπουλος) να κατέλθει στις εκλογές, μετέχοντας στην ηγεσία και στους συνδυασμούς άλλων παρεμφερών κομμάτων;

Όπως είναι γνωστό, το άρθρο 29 του Συντάγματος δηλώνει ρητά ότι «η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος».

Επίσης, βάσει του άρθρου 51, προβλέπεται στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων εκλέγειν και εκλέγεσθαι ως «συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα». Συνεπώς το κατά πόσο αρκεί η πρωτόδικη καταδίκη ως λόγος μη ανακήρυξης ενός πολιτικού κόμματος στις βουλευτικές εκλογές δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με προεκλογικούς επικοινωνιακούς ή ψηφοθηρικούς λόγους.

Τέλος η οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία που επί του παρόντος εστιάζεται στον καταδικασθέντα Ηλία Κασιδιάρη, χωρίς επαρκή διαβούλευση ενέχει τον κίνδυνο να καθιερώσει μια πρακτική που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε βάρος άλλων πολιτικών προσώπων και φορέων, υπό άλλες συγκυρίες.