Στα μέσα του περασμένου Μαΐου στο γραφείο του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Γιάννη Δραγασάκη, συγκαλείται ευρεία μυστική σύσκεψη στην οποία έχουν κληθεί να συμμετάσχουν εκπρόσωποι μιας σειράς υπουργείων. Σύμφωνα με την Καθημερινή της Κυριακής το αντικείμενο της σύσκεψης ήταν να διαπιστωθούν οι «αντοχές» της χώρας σε μια ενδεχόμενη οριστική ρήξη με τους δανειστές, που θα οδηγούσε σε διακοπή χρηματοδότησης και ενδεχομένως σε έξοδο από το ευρώ.

Ads

Ήδη η κυβέρνηση ετοιμαζόταν να καταθέσεις προς το ΔΝΤ αίτημα για ομαδοποίηση των πληρωμών του Ιουνίου και μετάθεσή τους προς το τέλος του μήνα. Στη σύσκεψη αξιολογήθηκε το βάθος της προετοιμασίας και οι αντοχές της κυβέρνησης σε τομείς-κλειδιά, όπως η επάρκεια σε ενέργεια, σε τρόφιμα, σε φάρμακα, αλλά και οι δυνατότητες για εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.

Σύμφωνα πάντα με την Καθημερινή της Κυριακής, η κυβέρνηση είχε στραφεί προς Ρωσία, Κίνα και Ιράν ώστε να διερευνήσει τις δυνατότητες συνδρομής. Η Αθήνα ζητούσε από τη Μόσχα περίπου 5 δισ. ευρώ, τα οποία θα παρέχονταν ως προκαταβολή μελλοντικών κερδών και ως τμήμα της επένδυσης για την προέκταση σε ελληνικό έδαφος του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου Turkish Stream. Ωστόσο η κατασκευή του αγωγού παραμένει μέχρι σήμερα θολή, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, ενώ προστίθεται πως «στην Αθήνα είχε διαμηνυθεί ότι η Μόσχα δεν ήταν διατεθειμένη να λειτουργήσει συγκρουσιακά σε σχέση με την Ε.Ε. αθροίζοντας ακόμα ένα “αγκάθι” στις μεταξύ τους σχέσεις».

Η προσέγγιση με την Κίνα αφορούσε τη διερεύνηση της πιθανότητας να αγοράσει το Πεκίνο μέρος του ελληνικού χρέους. Στις συζητήσεις που είχαν γίνει, ήδη από τον περασμένο Μάρτιο, η Αθήνα θέλησε να συνδέσει την ολοκλήρωση της πώλησης του λιμένος Πειραιώς και το άνοιγμα της κινεζικής πλευράς σε άλλες επενδύσεις στην Ελλάδα με την αγορά ελληνικού χρέους ύψους 7 δισ., που θα έδινε μια σημαντική ανάσα. Ωστόσο, ούτε και αυτές οι συζητήσεις τελεσφόρησαν.

Ads

Λιγότερο γνωστές είναι οι συζητήσεις που έγιναν με το Ιράν. Οπως αποκαλύπτουν πρόσωπα που ήταν εν γνώσει των κυβερνητικών σχεδιασμών, η Αθήνα προσέτρεξε στην Τεχεράνη με διττό στόχο: πρώτον, την προμήθεια ενέργειας σε καλή τιμή και με μετάθεση του χρόνου αποπληρωμής και, κατά δεύτερο λόγο, για δανεισμό κεφαλαίων ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ. Βεβαίως, μια συμφωνία για προμήθεια πετρελαίου από το Ιράν έξω από τους περιορισμούς που έθετε το εμπάργκο της Ε.Ε. ήταν δεδομένο ότι θα διαμόρφωνε συγκρουσιακές συνθήκες με τις Βρυξέλλες. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η επαφή με την Τεχεράνη δεν περιορίσθηκε σε συζητήσεις, αλλά ωρίμασε αρκετά, σε βαθμό τέτοιο ώστε άρχισε η σύνταξη κειμένου συμφωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ωστόσο, αναφέρουν οι ίδιες πηγές, η επιμονή μερίδας συνεργατών του κ. Τσίπρα ότι θα έπρεπε η συμφωνία να διέπεται από ευρωπαϊκό και όχι εθνικό δίκαιο οδήγησε σε ναυάγιο και αυτή την προσπάθεια.

Ενέργεια και Φάρμακα στο επίκεντρο

Η επάρκεια σε ενέργεια ήταν ένα από τα κεντρικά θέματα που συζητήθηκαν στη σύσκεψη υπό τον κ. Δραγασάκη. Σύμφωνα με την Καθημερινή της Κυριακή οι αρμόδιοι ενημέρωσαν πως η χώρα διαθέτει στρατηγικά αποθέματα ενέργειας που μπορούν να διαρκέσουν περί τους 9 μήνες. Για τη συνέχεια γράφει η εφημερίδα «υπήρχε η εκτίμηση ότι, εφόσον θα είχε προηγηθεί η σύγκρουση με τους εταίρους και ως εκ τούτου η αποδέσμευση από τους περιορισμούς που η εταιρική σχέση επιβάλλει, θα δέχονταν να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας για τα αμέσως επόμενα χρόνια η Ρωσία, το Ιράν, αλλά και η Βενεζουέλα, προς την οποία είχε γίνει σχετική κρούση».

Το δεύτερο κομβικό ζήτημα ήταν η κάλυψη των αναγκών σε φάρμακα. Το δημοσίευμα αναφέρει: «Αξιολογήθηκε ότι η εθνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί να καλύψει περίπου το 80% των αναγκών. Μάλιστα, στην «εθνική φαρμακοβιομηχανία» συμπεριελήφθη και η δυνατότητα του Στρατού που, όπως είχε αξιολογηθεί, θα μπορούσε να παραγάγει ένα σημαντικό αριθμό φαρμάκων πρώτης ανάγκης, έχοντας μάλιστα και αποθέματα των αναγκαίων πρώτων υλών, που θα μπορούσαν να επαρκέσουν για περίπου 10 μήνες. Το υπόλοιπο 20% των αναγκών σε φάρμακα θα καλυπτόταν από Βραζιλία και Αργεντινή».

Όσον αφορά τα τρόφιμα… «είχε διαπιστωθεί ότι η χώρα διαθέτει ικανοποιητική επάρκεια στη διατροφική αλυσίδα, καθώς θεωρείται ότι η παραγωγή μπορεί να καλύψει πλήρως τις ανάγκες σε ψάρι, λευκό κρέας και κρέας αιγοπροβάτων και κατά 70% σε χοιρινό. Η χαμηλότερη επάρκεια (περίπου στο 10%) αφορά το μοσχάρι, ενώ διαπιστώθηκε ότι θα προέκυπταν ελλείψεις σε άλευρα και όσπρια. Εκτιμήθηκε, ωστόσο, ότι αυτές θα μπορούσαν να καλυφθούν μέσα σε μερικούς μήνες, με σωστό προγραμματισμό της αγροτικής παραγωγής».

Το «σχέδιο Β» και το «Νομισματοκοπείο»

Το «σχέδιο Β», αναφέρει η Καθημερινή της Κυριακής, εκείνη την περίοδο ήταν ζωντανό, ωστόσο «στο εσωτερικό της κυβέρνησης  διατυπώνονταν από μέλη της σοβαρότατες ενστάσεις κατά πόσο μπορούσε πραγματικά να υπάρξει προετοιμασία και εκφράζονταν φόβοι για επικράτηση πλήρους χάους». Σημαντική συμβολή στην κατάρτιση του «σχεδίου Β» φέρεται να είχε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, ο οποίος, όπως γράφει η εφημερίδα, «σχεδίαζε μυστικά, μαζί με μικρό κύκλο στενών συνεργατών του, τη λειτουργία ενός παράλληλου τραπεζικού συστήματος που θα ενεργοποιούνταν σε ενδεχόμενο Grexit».

«Ο κ. Βαρουφάκης, όπως αναφέρουν σήμερα στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης, είχε παρουσιάσει σε συζητήσεις στο κυβερνητικό συμβούλιο το βασικό πλαίσιο του plαn B για τη λειτουργία διπλού νομίσματος, το οποίο, όπως οι ίδιες πηγές επισημαίνουν, βασίζεται σε πρόταση του Ινστιτούτου Levy, ενώ είχε προκαλέσει εντονότατες αντιδράσεις από τα άλλα στελέχη του οικονομικού επιτελείου και κυρίως από τους Γιάννη Δραγασάκη και Γιώργο Σταθάκη», αναφέρει η Καθημερινή της Κυριακής και προσθέτει:

«Η πρόταση του Ινστιτούτου Levy αφορούσε τη δημιουργία παράλληλου χρηματοπιστωτικού συστήματος και την έκδοση, αντί νέου νομίσματος, κρατικών ομολόγων μηδενικής απόδοσης τόκων, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για την αποπληρωμή υποχρεώσεων του Δημοσίου και για συναλλαγές ιδιωτών προς το Δημόσιο. Για την αποφυγή φαινομένων κερδοσκοπίας, θα ήταν ανταλλάξιμα μόνο προς μία κατεύθυνση, από ευρώ σε ομόλογα και όχι το αντίστροφο».

Η εφημερίδα αναφέρεται ακόμη και σε σενάριο «εισβολής στο νομισματοκοπείο» το οποίο «είχε εκπονηθεί από την Αριστερή Πλατφόρμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη αλλά είχε απορριφθεί εξαρχής από τον Αλέξη Τσίπρα σε κυβερνητικό συμβούλιο που του είχε παρουσιασθεί». Σύμφωνα με το δημοσίευμα το σχέδιο αφορούσε: «την αξιοποίηση χαρτονομισμάτων που βρίσκονται “αποθηκευμένα” στο Εθνικό Τυπογραφείο και αλλού, προκειμένου η χώρα να διέλθει ομαλά από μια μεταβατική περίοδο στην περίπτωση εξόδου από το ευρώ και μέχρι την εκτύπωση χρήματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με την καταγραφή που είχαν κάνει οι εισηγητές του σχεδίου, στο Εθνικό Τυπογραφείο υπήρχαν 1,5 δισ. ευρώ σε χαρτονομίσματα των 5 ευρώ, τα οποία είχαν τυπωθεί κατόπιν σχετικής άδειας από την ΕΚΤ και θα χρησιμοποιούνταν σταδιακά για αντικατάσταση φθαρμένων χαρτονομισμάτων.

Από την ΕΚΤ είχε δοθεί άδεια για την εκτύπωση επιπλέον 1 δισ. ευρώ σε χαρτονομίσματα των 20 ευρώ, κάτι το οποίο δεν είχε γίνει εξαιτίας έλλειψης χαρτιού. Αυτά ήταν τα λίγα χρήματα, διότι το σχέδιο αναφερόταν και σε 23 δισ. ευρώ, τα οποία είχαν φθάσει στην Ελλάδα πριν από τις δεύτερες εκλογές του 2012. Από αυτά, τα 17 δισ. βρίσκονται στην Αθήνα και τα υπόλοιπα αποθηκευμένα σε άλλα δύο σημεία στη χώρα. Για τα χαρτονομίσματα αυτά δεν έχει δοθεί η έγκριση της ΕΚΤ να δοθούν σε κυκλοφορία.

Το σχέδιο που παρουσιάσθηκε, υποστήριζε ότι σε περίπτωση ρήξης με τους εταίρους, η Αθήνα θα μπορούσε να ζητήσει την άδεια της ΕΚΤ να αξιοποιήσει τα χρήματα αυτά ως δανεισμό, προκειμένου να γίνει ομαλά η μετάβαση σε εθνικό νόμισμα. Είχε προεξοφληθεί, ωστόσο, ότι η απάντηση της άλλης πλευράς θα ήταν αρνητική. Σε αυτή την περίπτωση, το σχέδιο προέβλεπε τη λήψη απόφασης από το υπουργικό συμβούλιο να αναγνωρισθούν τα χαρτονομίσματα ως εθνικό νόμισμα και να χρησιμοποιηθούν για τις συναλλαγές στο εσωτερικό της χώρας μέχρι να τυπωθούν νέα χαρτονομίσματα. Τις άμεσες και ισχυρότερες ενστάσεις στο σχέδιο αυτό εμφανίζεται να εξέφρασε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, ο οποίος προέβαλε το επιχείρημα ότι η ΕΚΤ, γνωρίζοντας τους αριθμούς σειράς των χαρτονομισμάτων που είχε στείλει στην Ελλάδα, θα μπορούσε με απόφασή της να τα ακυρώσει και, πιθανόν, να ακυρώσει το σύνολο των ευρώ που κυκλοφορούσαν στην ελληνική επικράτεια, καθιστώντας τα επί της ουσίας άχρηστα.

Για να απαντήσει στις ενστάσεις αυτές, η ομάδα που παρουσίασε το εν λόγω σχέδιο προσπάθησε να πληροφορηθεί αν τα χαρτονομίσματα που βρίσκονταν αποθηκευμένα ήταν συγκεκριμένης σειράς, κάτι που θα καθιστούσε την ακύρωσή τους από την ΕΚΤ πολύ εύκολη διαδικασία ή αν προέρχονταν από διάφορες σειρές, που είχαν ήδη κυκλοφορήσει στην υπόλοιπη Ευρώπη, κάτι που, κατά την εκτίμησή τους, θα καθιστούσε την ακύρωσή τους πιο δύσκολη. Ωστόσο, την πληροφορία αυτή δεν κατάφεραν να την εξασφαλίσουν. Σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο στο τέλος απορρίφθηκε ως τελείως ανεδαφικό».