Για την υποψηφιότητα και τη νίκη του Στέφανου Κασσελάκη στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τους παράγοντες που οδήγησαν εκεί, τις αναφορές περί «μεταπολιτικής» αλλά και την πολιτική επικοινωνία γενικότερα μίλησε στο Tvxs.gr ο Κώστας Ελευθερίου, επίκουρος καθηγητής πολιτικής και ιστορικής κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκριτείου πανεπιστημίου Θράκης.

Ads

Ο ίδιος υποστηρίζει πως η νίκη του Στέφανου Κασσελάκη δεν ήταν μια αναπόφευκτη εξέλιξη, αλλά από τη στιγμή που προέκυψε η υποψηφιότητά του «κατέστη αναπότρεπτη», ενώ εντοπίζει και αδυναμία της κομματικής ελίτ του ΣΥΡΙΖΑ να αντιληφθεί πραγματικά τα δεδομένα που ίσχυαν για την εκλογική του βάση.

Αναφέρεται επίσης στο σύνδρομο του «μετά», ενώ θεωρεί πως η υποψηφιότητα Κασσελάκη μπορεί να ενταχθεί και στη γενικότερη κρίση εκπροσώπησης που παρατηρείται, η οποία φυσικά δεν εμφανίστηκε σήμερα.

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:

Πώς αξιολογείτε την νίκη του Στέφανου Κασσελάκη στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ; Ποιοι παράγοντες οδήγησαν σε αυτή;

Ads

Είναι σαφές ότι αυτή η υποψηφιότητα, που κατήλθε στον εσωκομματικό αγώνα και τελικά βγήκε νικηφόρα, κατέστη εφικτή λόγω της οργανωτικής λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ και της μετάλλαξης που επήλθε σε αυτήν τα τελευταία χρόνια. Εάν δεν υπήρχε η ανοιχτή διαδικασία επιλογής ηγεσίας με τον τρόπο που αυτή ρυθμίστηκε – δηλαδή χωρίς να υπάρχουν κριτήρια για το ποιος ή ποια μπορεί να διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος ή ακόμα και το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία επέτρεπε να ψηφίσουν άνθρωποι που εγγράφονταν μέλη στο κόμμα την ημέρα των εκλογών – δεν νομίζω ότι θα είχε τη δυνατότητα κάποιος, ο οποίος δεν είχε μέχρι πρότινος κάποια ουσιαστική σχέση με το κόμμα ή και με την ελληνική πολιτική σκηνή, να κατέλθει σε μια τέτοια αναμέτρηση και πολλώ δε μάλλον να την κερδίσει.

Δεδομένης και της απουσίας σαφών αναφορών στον ρόλο του Προέδρου και στα κριτήρια επιλεξιμότητάς του στο καταστατικό του κόμματος, καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για εσωκομματικές αποφάσεις που λήφθηκαν το 2022 και οι οποίες έπαιρναν ως δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει ισόβιο Πρόεδρο – κάτι που διαψεύστηκε οδυνηρά με τις βουλευτικές εκλογές του 2023.

Θα ήθελα, βέβαια, να επισημάνω ότι η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία αρκετοί θεωρούν ως αναπόφευκτη συνέπεια της ανάδειξης Κασσελάκη στην ηγεσία στου κόμματος, είναι στην πραγματικότητα ­μια διαδικασία στοιχεία της οποίας έχουν αρχίσει να εμφανίζονται από πιο πριν. Προτού εμφανιστεί ο συγκεκριμένος υποψήφιος, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ακριβώς ένα πρότυπο εσωκομματικής και συλλογικής λειτουργίας. Ήταν ένα επί της ουσίας ένα προεδροποιημένο «αρχηγικό» κόμμα, στο οποίο σχεδόν όλα τα στελέχη και οι «τάσεις» είτε είχαν παραδώσει τα ηνία στον Πρόεδρο είτε ανέχονταν διατυπώνοντας συγκεκαλυμμένη κριτική το αδιαμφισβήτητο πρωτείο του σε κρίσιμες κομματικές αποφάσεις. Ο οποίος, με τη σειρά του, ανεχόταν -αν δεν υπέθαλπε- την ύπαρξή τους σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη ή την ανοχή τους.

Επιπρόσθετα, η αντίληψη περί αδιαμεσολάβητης σχέσης με τα μέλη και τη βάση του κόμματος, ήταν μια αντίληψη που πρώτος εξέφρασε ο Αλέξης Τσίπρας επιβάλλοντας επί της ουσίας τη θέσπιση της ανοικτής διαδικασίας επιλογής ηγέτη. Κατ’ αντιστοιχία, σε σχέση με τις εκφορές του πολιτικού λόγου, ειδικά στις εκλογές του 2023, ήταν ξεκάθαρη η μετατόπιση σε έναν κεντρώο, μετριοπαθή λόγο που έδινε έμφαση στην κατηγορία «προοδευτικός» παρά στην κατηγορία «αριστερός», ενώ και στις ταξικές αναφορές το μερίδιο του λέοντος ήταν υπέρ της «μεσαίας τάξης». Και περισσότερο απ’ όλα ειδικά στην περίοδο πριν από τις εκλογές του Μάιου, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, η μάχη παρουσιαζόταν περισσότερο ως αντιπαράθεση Τσίπρα-Μητσοτάκη παρά ως ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ.

Συνεπώς, εκείνα τα στοιχεία τα οποία, όπως συζητιέται, προσδιορίζουν το «καινοφανές» της υποψηφιότητας Κασσελάκη προϋπήρχαν στο ΣΥΡΙΖΑ και στην πολιτική του παρέμβαση και πρακτική. Γι’ αυτόν τον λόγο μια τέτοια υποψηφιότητα κατέστη εφικτή. Υπήρχε το μέσο, δηλαδή η ανοιχτή διαδικασία, μαζί με μια κομματική ελίτ που αφενός δε φρόντισε να διαμορφώσει κριτήρια επιλογής αρχηγού και αφετέρου επέδειξε δυσκολία να αντιληφθεί τι επρόκειτο να συμβεί αφότου δήλωσε την υποψηφιότητά του ο Κασσελάκης. Και υπήρχε και η εξοικείωση ενός μέρους της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ με το πολιτικό σκεπτικό στο οποίο βασίστηκε η υποψηφιότητα Κασσελάκη. Με άλλα λόγια γαλουχήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και την τέως ηγεσία του ο ανθρωπότυπος του εκλογέα στον οποίο θα μπορούσε να φανεί θελκτική η υποψηφιότητα Κασσελάκη.

Ενδεχομένως το μόνο καινοφανές ήταν το γεγονός πως κάποιος, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα λιγότερο του ενός μήνα, ο οποίος ήταν άγνωστος σε μια εθνική πολιτική σκηνή, κέρδισε την ηγεσία του δεύτερου κόμματος στο κοινοβούλιο. Και αυτό ήταν κάτι που το επέτρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ και δε θα μπορούσε να συμβεί ένα κόμμα όπως η ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Δεν ήταν μια αναπόφευκτη εξέλιξη, αλλά από τη στιγμή που προέκυψε κατέστη αναπότρεπτη.

Τι δείχνει το «φαινόμενο» Κασσελάκη για τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ίδιο το κόμμα;

Τα σώματα που καλούνται να επιλέξουν κομματική ηγεσία (selectorates), πρέπει να τα εξετάζουμε πάντα σε συνάφεια με την ευρεία εκλογική βάση. Δεν είναι αυτονόητο ότι αυτοί οι 150 χιλιάδες που πήγαν να ψηφίσουν, είναι αντιπροσωπευτικοί των επιμέρους ομαδοποιήσεων της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό θα απαιτούσε μια μελέτη του 17,8% που ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές.

Πάντα, όμως, εμφανιζόταν αναντιστοιχία ανάμεσα στην κομματική ελίτ του ΣΥΡΙΖΑ η οποία στελεχωνόταν κυρίως από πολιτικό προσωπικό της προ του 2012 περιόδου και στην υπό διαρκή διεύρυνση εκλογική βάση. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε μεν να έχει ένα ποσοστό άνω του 30%, αλλά η εικόνα που έβγαινε ήταν ότι το 4,5% καθοδηγούσε το 27% ή το 32%.

Κι εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι καλλιεργούνταν κάποιος μύθος περί «πασοκοποίησης», ο οποίος ενίοτε προβαλλόταν ως κίνδυνος για το κόμμα, ο οποίος δεν επαληθεύεται ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη σύνθεση της κομματικής ελίτ, ιδίως στην περίοδο της κυβέρνησης, αφού με τις εξαιρέσεις Κοτσακά, Κουρουμπλή και Σπίρτζη, τα πιο προβεβλημένα πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήρθαν στον ΣΥΡΙΖΑ (Ξενογιαννακοπούλου, Ραγκούσης, Μωραΐτης, Τζουμάκας κοκ.) εμφανίστηκαν το 2019. Με άλλα λόγια, η διεύρυνση της εκλογικής βάσης δεν είχε αντίστοιχη εκπροσώπηση στα ανώτερα και μεσαία κλιμάκια του κόμματος. Αλλά δεν υπήρξε επίδραση της εκλογικής διεύρυνσης ούτε στη μαζικότητα του κόμματος, ούτε υπήρξε μέριμνα του πώς οι νέοι ψηφοφόροι θα ενταχθούν και θα πολιτικοποιηθούν μέσα από την κομματική ζωή.

Αυτή η αναντιστοιχία, λοιπόν, παρήγαγε μία κατηγορία ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ η οποία ήταν ευθυγραμμισμένη απόλυτα με τον Τσίπρα ως πρόσωπο και λιγότερο με το κόμμα ως συλλογικότητα, το οποίο αδυνατούσε να καταλάβει και από την οργάνωση του οποίου ένιωθε αποστασιοποιημένη. Με την αποχώρηση Τσίπρα παρέμεινε αποπροσανατολισμένο, ιδίως όταν οι υποψηφιότητες που εμφανίστηκαν αρχικά, αν εξαιρέσουμε τον Στέφανο Τζουμάκα, ήταν υποψηφιότητες που προέρχονταν από την παλαιά κομματική ελίτ του ΣΥΡΙΖΑ (Τσακαλώτος, Παππάς), ή είχαν σχέση με την παράδοση της κομματικής οργάνωσης και ιδιαίτερα της κυβερνητικής εμπειρίας (Αχτσιόγλου).

Αυτή η κατηγορία ψηφοφόρων ένιωσε πως βρήκε μια διέξοδο με την υποψηφιότητα του Στέφανου Κασσελάκη. Εξαντλημένοι από τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες και από την απόλυτη κυριαρχία του Μητσοτάκη αναζήτησαν επί της ουσίας έναν outsider για να «ανανεώσει» εκ βάθρων ένα κόμμα το οποίο δεν θεωρούσαν δικό τους και υπό μία έννοια ούτε αυτό το ίδιο τούς θεωρούσε δικούς του. Αυτή ήταν η λογική του 45% στον πρώτο γύρο. Στον δεύτερο γύρο ο Κασσελάκης συμμάχησε με ένα κομμάτι της κομματικής ελίτ (Παππάς) που ανήκε στους προεδρικούς για να εδραιώσει το προβάδισμά του, έχοντας να αντιμετωπίσει μια ετερόκλητη συμμαχία «κομματικών» που καλούσαν σε σωτηρία του κόμματος και που απευθυνόταν στον σκληρό πυρήνα στης παραδοσιακής συνασπισμικής και συριζαϊκής επιρροής. Και το 27% πήρε τη ρεβάνς από το 4,5%.

Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι από το 2012 έως το 2023, η κομματική ελίτ του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως δεν είχε σαφή εικόνα των χαρακτηριστικών αλλά και των διακυμάνσεων της κομματικής του βάσης – αλλά και της κοινωνίας εν γένει – κυρίως λόγω του αρχηγισμού και της οργανωτικής καχεξίας. Στις εκλογές του Μαΐου για παράδειγμα θεωρούσε ότι έχει οριακή διαφορά με τη ΝΔ, χάνοντας εν τέλει με 20 μονάδες. Όλες οι «τάσεις» του ΣΥΡΙΖΑ διατύπωναν θεωρίες για την εκλογική βάση του κόμματος κάνοντας κυρίως προβολή σε αυτήν των δικών τους προκαταλήψεων ή υποθέσεων χωρίς να διαθέτουν ή να αναζητούν δεδομένα για την κοινωνική μορφολογία, αλλά και τις αξίες και αντιλήψεις της βάσης του κόμματος.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με την ανοικτή εκλογή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν οι εθνικές εκλογές αποτέλεσαν την αποτυχία του Αλέξη Τσίπρα, του στιλ ηγεσίας και της στρατηγικής του, η ανοικτή εκλογή Κασσελάκη ήταν αποτυχία της κομματικής ελίτ του ΣΥΡΙΖΑ. Ας σκεφτούμε ότι στον πρώτο γύρο ο Κασσελάκης έλαβε το ποσοστό που έλαβε έχοντας στήριξη από ουσιαστικά ένα κεντρικό στέλεχος του κόμματος (Πολάκη) και τέσσερις βουλευτές (συμπεριλαμβανομένου του Πολάκη). Και η δυναμική νίκης που παρουσίασε ήταν αυτή που άρχισε να φέρνει στελέχη της κομματικής ελίτ προς τη δική του πλευρά στον δεύτερο γύρο.

Παρότι είναι νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα, πώς βλέπετε την επόμενη μέρα στον ΣΥΡΙΖΑ;

Προς το παρόν παραμένει άγνωστη, γιατί ουσιαστικά δεν γνωρίζουμε τον νέο πρόεδρο. Ξέρουμε κάποιες απόψεις που διατύπωσε κάπως πιο συνθηματολογικά στην προεκλογική καμπάνια, χρησιμοποιώντας γενικόλογες και λίγο απολίτικες αναφορές. Επίσης, δεν γνωρίζουμε ακόμη τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο ίδιος τη διαχείριση ενός πολιτικού κόμματος, καθώς η όποια εμπειρία έχει προέρχεται από επιχειρήσεις και ένα κόμμα δεν είναι επιχείρηση. Ενδεχομένως να δούμε ένα άλλο κόμμα, με ένα λόγο κοινωνικά φιλελεύθερο, ο οποίος όμως δεν θα έχει ταξικές αναφορές και θα είναι περισσότερο αντιπαραθετικός σε προσωπικό επίπεδο προς τον Κυρ. Μητσοτάκη.

Εάν θεωρήσουμε ότι θα επηρεαστεί από τον περίγυρό του, δηλαδή από ένα κομμάτι της παλιάς «προεδρικής» τάσης, που προώθησε μια λογική αδιαμεσολάβητης σχέσης της ηγεσίας με την κομματική βάση και που θεωρούσε ότι το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η αδυναμία διείσδυσης στο κέντρο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι και ο ίδιος ο Κασσελάκης ενδεχομένως θα ακολουθήσει αυτή την κατεύθυνση. Ακόμη όμως δεν έχουμε δει μια συγκροτημένη πλατφόρμα από τον ίδιο ούτε ένα σαφές σχέδιο του πως θα επιχειρήσει να ανασυγκροτήσει το κόμμα – εάν τελικά το ανασυγκροτήσει. Δεν ξέρουμε, επιπλέον, πώς θα χειριστεί την εσωκομματική ένταση που θα συνεχίσει να υπάρχει, εάν θα κινηθεί συμπεριληπτικά ή αν αξιοποιήσει την πόλωση για να απομονώσει διαφωνούντες.

Το σίγουρο είναι ότι επελέγη ως ο περισσότερο εκλόγιμος υποψήφιος ηγέτης και ως εκ τούτου η βελτίωση της δημοσκοπικής εικόνας του κόμματος σε διάφορους δείκτες πέραν της πρόθεσης ψήφου, αλλά και η άνοδος του ποσοστού του στις προσεχείς ευρωεκλογές θα είναι σίγουρα βασικά κριτήρια της αξιολόγησης της ηγεσίας του.

Εντάσσεται η περίπτωση του Στέφανου Κασσελάκη σε αυτό που αποκαλείται «μεταπολιτική»; Τι ορίζουμε τελικά ως «μεταπολιτική»;

Συνήθως η μεταπολιτική εννοιολογείται, μεταξύ άλλων, με δύο τρόπους. Αρχικά, για μεταπολιτική μιλούσαν πολλοί μετά τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων, με αναφορά λίγο έως πολύ στο «τέλος της ιστορίας», την αντίληψη, δηλαδή, που είχε εκφράσει ο Φρ. Φουκουγιάμα, ότι τελείωσαν οι μεγάλες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις κι ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία, η οικονομία της αγοράς, είναι τα μόνα πεδία πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, εισερχόμαστε σε μια κατάσταση μεταπολιτικής, που η πολιτική της νεωτερικής περιόδου, η οποία αφορούσε το δίπολο Αριστερά-Δεξιά, χάνει το νόημά της. Με βάση αυτή τη λογική, το πρόβλημα δεν είναι πλέον η αντιπαράθεση αντίπαλων ιδεολογικοπολιτικών σχεδίων, αλλά το ποιος μπορεί με καλύτερο τρόπο να διαχειριστεί το υπάρχον.

Η άλλη προσέγγιση της μεταπολιτικής, υποστηρίζει πως τη διαχείριση των κεντρικών ζητημάτων της πολιτικής (κυρίως των οικονομικών) δεν πρέπει να την αναλαμβάνουν επαγγελματίες πολιτικοί, αλλά ειδικοί τεχνοκράτες που αντλούν νομιμοποίηση όχι από τη λαϊκή κυριαρχία αλλά από την ειδημοσύνη τους και μόνο. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πλέον ζητήματα που να προκαλούν πολιτικές αντιπαραθέσεις, αλλά ζητήματα τα οποία έχουν μόνο μια απάντηση, αυτή που διατυπώνει και μπορεί να εφαρμόσει ο ειδικός τεχνοκράτης. Εάν θεωρήσουμε πως βασικός ορισμός της πολιτικής είναι ότι αποτελεί έναν αγώνα ανάμεσα σε ομάδες που εκφράζουν αντιτιθέμενες κοσμοθεωρίες ή συλλογικά συμφέροντα και οι οποίες θέλουν όλες να επικρατήσουν και να ασκήσουν εξουσία, τότε η μεταπολιτική υπερβαίνει τη λογική του ανταγωνισμού και του πολιτικού αγώνα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αλήθεια είναι ότι ο Κασσελάκης εντάσσεται αντιφατικά στο πλαίσιο της μεταπολιτικής. Εξακολουθεί να έχει έστω και σε συμβολικό επίπεδο μια αναφορά σε αυτό που ονομάζει «σύγχρονη Αριστερά», χωρίς όμως να δίνει περιεχόμενο σε αυτήν την έννοια χρησιμοποιώντας παράλληλα συνθήματα από διαφορετικά ιδεολογικά σχήματα. Μπορεί να εμφανίζεται συγκρουσιακός απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη και την Νέα Δημοκρατία, αλλά προς το παρόν το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιεί είναι ότι διαθέτει υπέρτερες διαχειριστικές αρετές απέναντι στον πρωθυπουργό και όχι ιδέες που να ανταποκρίνονται στα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Το θέμα όμως είναι ότι και ο Τσίπρας, όπως είπαμε, προσπάθησε να παίξει και να κερδίσει σε αυτό το γήπεδο, ενώ ο ίδιος Μητσοτάκης πάνω από όλα εμφανιζόταν και εμφανίζεται ως εκφραστής του τέλους των ιδεολογιών και φορέας μιας διαχειριστικής ανωτερότητας. Ακόμα και ο λόγος της Αχτσιόγλου, μέχρι τουλάχιστον να εμφανιστεί ως συνυποψήφιος της ο Κασσελάκης, χαρακτηριζόταν από μια παλινδρόμηση μεταξύ κέντρου και αριστεράς, ενώ ένα βασικό επιχείρημα που χρησιμοποίησε υπέρ της ψήφισής της ήταν η επιτυχημένη υπουργική της θητεία. Υπ’ αυτήν την έννοια, η μεταπολιτική θα λέγαμε ότι είναι ένα κάπως εγγενές στοιχείο στην ελληνική πολιτική και όχι κάτι που εμφανίστηκε τώρα.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, στον δημόσιο διάλογο εμφανίζεται ενίοτε και το σύνδρομο του «μετά». Εάν δεν μπορούμε να εξηγήσουμε ένα φαινόμενο, ενίοτε το παρουσιάζουμε ως το «μετά» ενός παλαιότερου φαινομένου και δημιουργούμε έτσι έναν ατελή και ευκαιριακό όρο που όμως θα αντικατασταθεί εύκολα από έναν επόμενο και πιο εντυπωσιακό όρο. Επί της ουσίας, μεταμορφώσεις της πολιτικής είναι όλες αυτές που συζητάμε σε συνάφεια πάντα με τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες.

Μπορούμε να εξάγουμε κάποιο συμπέρασμα γενικότερα για την ελληνική κοινωνία, με αφορμή την περίπτωση Κασσελάκη;

Ξέρουμε ότι από τη δεκαετία του 1970 τα κόμματα βρίσκονται σε κρίση. Από τη δεκαετία του 1980 και του 1990, έχει δημιουργηθεί στα κομματικά συστήματα το λεγόμενο «καρτέλ», με συγκλίνουσες πολιτικές δυνάμεις οι οποίες εξαρτώνται από το κράτος για την επιβίωσή τους. Αυτή η σύγκλιση ανάμεσα στα κόμματα, για να μπορεί να συντηρεί τον κομματικό ανταγωνισμό, δεν δίνει έμφαση πια σε αντίθεση προγραμματικών θέσεων, αλλά σε αντίθεση διαχειριστικών προτάσεων.

Ξέρουμε επίσης ότι τα ηλεκτρονικά μέσα, ήδη από τη δεκαετία του 1950 με την τηλεόραση και τη δεκαετία του 1990 με το διαδίκτυο, παίζουν σημαντικό ρόλο στο πώς διαμεσολαβείται το πολιτικό μήνυμα στην κοινωνία δίνοντας έμφαση στην επαγγελματοποιημένη πολιτική επικοινωνία και στην προώθηση της πολιτικής εικόνας έναντί των θέσεων και των προγραμμάτων. Επιπλέον, μετά την κρίση του 2009, βλέπουμε πως έχει εδραιωθεί ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ μεγάλων κομματιών της κοινωνίας και των πολιτικών ελίτ, το οποίο γεννά στάσεις δυσπιστίας απέναντι στην πολιτική διαδικασία, ελλείμματα εμπιστοσύνης, ακόμα και ανοιχτή απόρριψη των δημοκρατικών θεσμών. Από αυτή την κατάσταση τις περισσότερες φορές επωφελούνται κόμματα της άκρας δεξιάς που στρέφουν την κοινωνία σε αντιδημοκρατικές διεξόδους και σε ορισμένες περιπτώσεις κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς που αντιθέτως εξέφρασαν τις δημοκρατικές εξόδους από την κρίση.

Αυτό το χάσμα συνιστά μια κρίσης εκπροσώπησης η οποία τροφοδοτεί μια διαρκή αμφισβήτηση του πολιτικού mainstream και την ανάδυση νέων παικτών στην πολιτική διαδικασία που επαγγέλλονται την ανανέωση, την επιστροφή της πολιτικής στην κοινωνία, την αδιαμεσολάβητη επικοινωνία ηγετών και πολιτών, την πάταξη της πολιτικής διαφθοράς και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην πολιτικής, την καλή διακυβέρνηση στη βάση της τεχνοκρατικής διαχείρισης της πολιτικής.

Πέραν των μεταλλαγμένων εκδοχών της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς ή της ανερχόμενης άκρας δεξιάς, σκεφτείτε κόμματα όπως το M5S στην Ιταλία ή «κεντρώα» κόμματα όπως του Μακρόν στη Γαλλία, τους «Πολίτες» στην Ισπανία ή το «Ποτάμι» στα καθ’ ημάς. Στο πλαίσιο της κρίσης εκπροσώπησης, επομένως, μπορεί να εμφανιστούν πολιτικά φαινόμενα όπως η υποψηφιότητα Κασσελάκη. Να αναδειχθούν, δηλαδή, νέοι παίκτες στο πολιτικό παιχνίδι και να διεκδικήσουν την ψήφο των πολιτών, σε μια λογική ότι έρχονται να δώσουν απάντηση σε αυτή την κρίση και στην αίσθηση που υπάρχει σε τμήματα της κοινωνίας ότι δεν εκπροσωπούνται από τις πολιτικές ελίτ. Και αυτό παρουσιάζοντας μια αντι-mainstream λογική, η οποία μπορεί και να είναι συγκεκαλυμμένο mainstream.

Ποιος είναι σήμερα ο ρόλος της πολιτικής επικοινωνίας;

Τα πολιτικά κόμματα διαχρονικά αξιοποιούσαν τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους για να μεταδώσουν τον μήνυμά τους στην κοινωνία. Κάθε φορά που εμφανιζόταν ένα νέο μέσο επικοινωνίας (ραδιόφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο), αυτό σήμαινε και μια επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζαν οι πολιτικοί την κοινωνία, αλλά και το πως κατανοούσε η κοινωνία την πολιτική.

Δεδομένης και της πολιτικής οικονομίας των ΜΜΕ, όσο περισσότερο διαμεσολαβείται και εν τέλει ελέγχεται από ένα μέσο το μήνυμα ενός πολιτικού, τόσο περισσότερο οι πολίτες είναι ευάλωτοι σε διάφορων τύπων χειραγωγήσεις. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, οι πολίτες από τη δεκαετία του 1970 στο πλαίσιο μιας διαδικασίας γνωστικής κινητοποίησης καθίστανται περισσότερο απαιτητικοί από την πολιτική σε σχέση με παλαιότερες εποχές και περισσότεροι δύσπιστοι απέναντι σε αυτά που ακούν από τους πολιτικούς.

Πέρα, επομένως, από απόψεις που αντιλαμβάνονται αρκετούς πολίτες ότι ψηφίζουν προσερχόμενοι αγεληδόν στις κάλπες και παρασυρμένοι από παντός είδους δημαγωγούς, θα λέγαμε ότι πολλές φορές οι πολίτες ψηφίζουν με βάση κριτήρια που έχουν διαμορφωθεί στον πολιτικό διάλογο και τους φαίνονται σημαντικότερα.

Φερ’ ειπείν στην ανοικτή εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ τα επιχειρήματα «μπορώ να κερδίσω τον Μητσοτάκη» και «θέλω να φέρω σαρωτικές αλλαγές στο κόμμα» ενδεχομένως να μέτρησαν περισσότερο από τα επιχειρήματα «θέλω και πρέπει να διατηρήσω το κόμμα σε μια αριστερή τριχία» ή «θα είμαι πιο υπεύθυνος και σοβαρός αρχηγός». Δεν σημαίνει αυτό βέβαια ότι οι προσδοκίες που δημιουργούνται δε μπορεί να διαψευστούν ή να οδηγήσουν σε αντίθετα αποτελέσματα. Αλλά δεν σημαίνει επίσης ότι αυτές οι επιλογές έλαβαν χώρα υπό καθεστώς πίεσης ή ανορθολογισμού.

Μέρος της κριτικής απέναντι στον Στέφανο Κασσελάκη υποστηρίζει πως ο ίδιος έδωσε έμφαση κυρίως στην εικόνα, ενώ απουσίαζαν αναλυτικές θέσεις του για μια σειρά από ζητήματα. Πώς κρίνετε εσείς αυτές τις αναφορές;

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Στέφανος Κασσελάκης δεν κατέβηκε για πρωθυπουργός, αλλά για πρόεδρος ενός κόμματος. Προσπάθησε να κινητοποιήσει μία πλειοψηφία για να πετύχει τον σκοπό του, αξιοποιώντας όλα τα εργαλεία στα οποία έδειχνε να έχει πλεονέκτημα. Οι πλατφόρμες, άλλωστε, διαμορφώνονται συλλογικά σε συνεδριακές διαδικασίες. Η φύση των ανοικτών διαδικασιών αυτού του τύπου είναι προσωποκεντρική και αποσκοπεί στην καλλιέργεια θετικών εντυπώσεων και μιας εικόνας υψηλής εκλογιμότητας στα μέλη του σώματος επιλογής.

Ο Κασσελάκης έθεσε δύο προτάγματα, τα οποία όπως φάνηκε, είχαν νόημα για ένα κομμάτι των μελών του ΣΥΡΙΖΑ: ότι έχει την ικανότητα και τη βούληση να τα βάλει με τον Μητσοτάκη και να τον κερδίσει, αλλά και ότι θα βάλει τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ στο παιχνίδι της κομματικής λειτουργίας, ανανεώνοντας εκ βάθρων το κόμμα. Το εάν θα συμβούν αυτά, βέβαια, μένει να το δούμε. Δεν θεωρώ, πάντως, πως ο Κασσελάκης κέρδισε μόνο με βάση την εικόνα. Έδωσε κάποιες, σίγουρα ασχηματοποίητες και ασαφείς, απαντήσεις σε ερωτήματα που υπήρχαν σε τμήματα της κομματικής βάσης.

Εάν ένα κόμμα και ιδίως ένα κόμμα της Αριστεράς θέλει να επιλέξει αρχηγό στη βάση μιας οργανωμένης προγραμματικής συζήτησης – πράγμα απόλυτα θεμιτό και επιβεβλημένο σε μια εποχή αποϊδεολογικοποίησης και κρίσης των κομμάτων – τότε δεν το κάνει μέσω ανοιχτής διαδικασίας, η οποία αποσυλλογικοποιεί και ρηχαίνει τον πολιτικό διάλογο, αλλά μέσω συνέδριου, όπου οι υποψήφιοι υποχρεούνται να παρουσιάσουν μια συγκροτημένη πλατφόρμα σε ένα αντιπροσωπευτικό σώμα ανθρώπων που έχει εκείνον τον βαθμό πολιτικής εμπλοκής για να εκτιμήσει και να κρίνει μια τέτοιου είδους συζήτηση. Αλλά αυτή δεν ήταν η άποψη της κομματικής ελίτ του ΣΥΡΙΖΑ.