Δύο περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης εντός του στρατεύματος, απόπειρα εκφοβισμού με απειλές και τελικά τιμωρητική απόλυση καταγγέλλει στο tvxs.gr η Μύρια Παπασωκράτους, πρώην υπαξιωματικός στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου. Υποστηρίζει πως ενώ έχει γνωστοποιήσει το θέμα σε κάθε αρμόδιο φορέα της Κύπρου, για τη δικαίωσή θα απευθυνθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Ads

Τη μαρτυρία της 47χρονης αμφισβητεί στα περισσότερα σημεία της το υπουργείο Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσα από τις απαντήσεις που έδωσε στα ερωτήματα του tvxs.gr. Επισημαίνει ωστόσο ότι σε δύο περιπτώσεις είχε υποβληθεί τιμωρία στην πρώην υπαξιωματικό, ακριβώς επειδή επειδή είχε καταγγείλει περιστατικά τα οποία στη συνέχεια είχαν κριθεί ψευδή και ανυπόστατα, από τον εσωτερικό έλεγχο.

Χωρίς να υιοθετεί απόλυτα τις καταγγελίες της κας. Παπασωκράτους, η πρώην Επίτροπος Διοίκησης – θεσμός ανάλογος με το Συνήγορο του Πολίτη – με έκθεσή της το 2016 άφηνε σοβαρές αιχμές για τον τρόπο με τον οποίο η Εθνική Φρουρά είχε χειριστεί το θέμα. Η ερμηνεία που είχε δώσει η Επίτροπος δίνει κάποιες πιθανές απαντήσεις στα ερωτήματα που ενδεχομένως προκύπτουν από την ιστορία και ίσως εξηγούν την ολιγοήμερη εξαφάνισή της γυναίκας το καλοκαίρι του 2013, που είχε απασχολήσει τον κυπριακό Τύπο.

Το tvxs.gr δημοσιεύει τη μαρτυρία της κας. Παπασωκράτους, μια σύντομη δήλωση της δικηγόρου της, τις απαντήσεις που έδωσε το υπουργείο Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας και το απόσπασμα από την έκθεση της Επιτρόπου Διοίκησης όπου διατυπώνονται οι αιχμές. Ο αναγνώστης μπορεί να αξιολογήσει τα λεγόμενα όλων των δύο πλευρών και να βγάλει τα συμπεράσματά του.

Ads

Η μαρτυρία της καταγγέλλουσας, κας Μύριας Παπασωκράτους

«Ονομάζομαι Μύρια Παπασωκράτους και είμαι 47 ετών. Μπήκα στις Ένοπλες Δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1997, ήδη διαζευμένη και μητέρα τριών παιδιών. Η πρώτη φορά που δέχτηκα σεξουαλική παρενόχληση ήταν το 1999. Ήταν ένας αξιωματικός τότε που μου είχε ζητήσει να κάνω σχέση μαζί του, λέγοντάς μου ότι αν δε συμφωνήσω, δε θα περνούσα καλά. Κατήγγειλα το περιστατικό στο διοικητή μου ο οποίος όμως τύχαινε να είναι κουμπάρος του εν λόγω αξιωματικού. Με ρώτησε αν είχα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δυστυχώς δεν είχα και εκεί το θέμα έκλεισε για εκείνους. 

Στη συνέχεια άρχισα να δέχομαι εκφοβισμό σε διάφορες μορφές, με αποτέλεσμα να εξωθούμαι σε μεταθέσεις. Δεχόμουν ψυχολογικό πόλεμο τόσο εντός του γραφείου όσο και εκτός, στον οποίο είχαν εμπλέξει και την οικογένειά μου.

Το 2010 συνέβη το δεύτερο και πιο σοβαρό περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης. Στις 15 Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, ο προϊστάμενός μου, ταγματάρχης στο βαθμό τότε, μου επιτέθηκε. Με άρπαξε, έσκυψε από πάνω μου, μου έτριβε την κοιλιά κι άρχισε να με φιλάει. Εγώ αντέδρασα.

Σε κατάσταση πανικού ανέφερα το περιστατικό στον υποδιοικητή μου. Τον κάλεσε στο γραφείο, εκείνος παραδέχτηκε την πράξη του και ζήτησε συγγνώμη. Μου είπαν πως θα ήταν καλύτερα να σωπάσω. Ο ταγματάρχης μου ζήτησε να συνεχίσω να εργάζομαι μαζί του αλλά εγώ ζήτησα την άμεση μετακίνησή μου. «Τί ζητάς για να σωπάσεις;» με είχαν ρωτήσει. «Δε θέλω τίποτα άλλο πέρα από τη μετακίνησή μου», απάντησα. Από την επόμενη κιόλας ημέρα ξεκίνησε πόλεμος εναντίον μου.

Απευθύνθηκα στην τότε Επίτροπο Διοίκησης (σσ. θεσμός ανάλογος με το Συνήγορο του Πολίτη), την κα. Σαββίδου. Εκείνη με δημόσια παρέμβασή της είχε ζητήσει από το υπουργείο Άμυνας τη θέσπιση κώδικα συμπεριφοράς για την αποτροπή πράξεων σεξουαλικής συμπεριφοράς στον εργασιακό χώρο*.

Λίγες εβδομάδες αργότερα υπήρχε κανονισμένη συνάντησή μου με τον Αρχηγό. Λίγο πριν τον συναντήσω, τέσσερα άτομα, ένας εκ των οποίων γιατρός, με οδήγησαν σε ένα γραφείο, με κλείδωσαν εκεί και μου φώναζαν για να υπογράψω ένα έγγραφο που έφεραν μπροστά μου. Τρομοκρατημένη όπως ήμουν, υπέγραψα το έγγραφο χωρίς να το διαβάσω. Ύστερα με οδήγησαν τα ίδια άτομα στο γραφείο του Αρχηγού όπου κι εκείνος μου φώναζε να σιωπήσω και με απείλησε με απόλυση.

Πολλές φορές δέχτηκα απειλές προκειμένου να σωπάσω. Ύστερα έβαζαν συναδέλφους μου να λένε ότι ήμουν «του δρόμου». Έλεγαν ότι είμαι τρελή. Αυτά μου τα μετέφεραν αξιωματικοί που είχαν δεχθεί συμβουλές να μην έχουν καμία επαφή μαζί μου. Χρησιμοποιώντας στρατιώτες ενοχλούσαν την οικογένειά μου. Προσπάθησαν να πάρουν έγγραφα από το γραφείο μου για να με ενοχοποιήσουν. Προσπάθησαν να με ενοχοποιήσουν βάζοντάς μου φυσίγγια 7,62 μέσα στην τσάντα. Μου έλεγαν να σωπάσω γιατί αλλιώς θα χάσω τη δουλειά μου.

Το 2012 με πήραν σε μια μονάδα καταδρομών στο Σταυροβούνι, με κλείδωσαν στο γραφείο τρία άτομα και με απειλούσαν ότι αν δε σωπάσω θα με τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί.

Αυτά τα έχω καταγγείλει στο γενικό εισαγγελέα, είναι γνώστης της κατάστασης. Έχω απευθυνθεί και στην αστυνομία. Πουθενά δεν εισακούστηκα. Παράλληλα με όλα αυτά και έχοντας τρία παιδιά, σημαντικό μέρος του μισθού μου πήγαινε σε δικηγόρους και παρόμοια έξοδα.

Το Μάιο του 2019 με συνόδευσαν στο γραφείο του τότε Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς, χωρίς να έχουν κάποια επίσημη επιστολή ή πρόσκληση. Ο Αρχηγός μαζί με τον τότε προϊστάμενο του 8ου Συντάγματος Πεζικού με απείλησαν με απόλυση αν δεν σταματούσα να μιλάω.

Από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας ξεκίνησε μια σειρά αρνητικών αξιολογήσεων από την Υπηρεσία στις οποίες μου καταλόγιζαν ότι δεν εργαζόμουν σε ικανοποιητικό βαθμό και πως δεν είμαι ικανή να ανταπεξέλθω στα καθήκοντά μου. Ισχυρίστηκαν αυτά ενώ πολλές φορές εγώ έκανα υπερωρίες για να ολοκληρώσω δουλειές άλλων. Κι ενώ ήμουν στο στράτευμα από το 1997. Κι ενώ το 2009, πριν τη δεύτερη επίθεση, είχα μονιμοποιηθεί. Είχα κριθεί δηλαδή ότι ασκούσα επαρκώς τα καθήκοντά μου. Τον Ιούνιο του 2020, επικαλούμενοι αυτές τις αρνητικές αξιολογήσεις με απέπεμψαν από την Εθνική Φρουρά.

Μου χορήγησαν μια σύνταξη των 125 ευρώ μηνιαίως. Θα πάρω το εφάπαξ σε τέσσερις δόσεις, μέχρι το 2030. Δεν μπορώ να βοηθήσω τα παιδιά μου. Με έχουν καθηλώσει. Με έχουν καταντήσει πρόσφυγα εδώ στην Ελλάδα και με συντηρεί μια άλλη οικογένεια. Μου έχουν καταστρέψει τη ζωή. Επαγγελματικά γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω να εργάζομαι στο επάγγελμά μου, που τόσο αγαπούσα και στο οποίο ήθελα να εξελιχθώ. Αλλά και προσωπικά αφού έχω αναγκαστεί να αφήσω την οικογένειά μου στην Κύπρο.

Έχω ενημερώσει τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον υπουργό Δικαιοσύνης. Έχω γνωστοποιήσει το θέμα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία στην απάντησή της δήλωσε αναρμόδια. Τώρα, μαζί με τη δικηγόρο μου κα. Βασιλική-Μαρία Νικολάου, προετοιμάζουμε την προσφυγή μου προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. 

Γνωρίζω ότι και άλλες συνάδελφοι έχουν βρεθεί σε παρόμοιες καταστάσεις κι έχουν σωπάσει. Κάποιες αναγκάστηκαν να παραιτηθούν. Το «όχι» που είπα σε αυτόν τον κύριο ήταν η αιτία να απολυθώ. Μιλάω για να βγουν όλα στην επιφάνεια, να μάθει ο κόσμος τί συμβαίνει».

Ακολουθεί η δήλωση της δικηγόρου της κας. Παπασωκράτους, κας. Βασιλικής-Μαρίας Νικολάου

«Είναι μια υπόθεση η οποία αφορά την παρενόχληση και το μπούλινγκ που έχει υποστεί τόσο η κυρία Παπασωκράτους όσο και άλλα θύματα σε στενούς εργασιακούς κύκλους και χώρους όπως είναι το στρατιωτικό σώμα, όπου προτεραιότητα έχει η ιεραρχική δομή και δυστυχώς οποιαδήποτε παρενόχληση δεν μπορεί να καταγγελθεί ευθέως και να λάβει τη δημοσιότητα που πρέπει, προκειμένου να προστατευθεί το θύμα και να αξιώσει τα δικαιώματα που ορίζει ο νόμος.

Παρά το γεγονός ότι η κα. Παπασωκράτους έχει απευθυνθεί στις αρμόδιες δικαιϊκές αρχές αλλά και στην υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είναι αρμόδια για την ισότητα, δυστυχώς δεν έλαβε τη δέουσα σημασία. Γι’ αυτό το λόγο θα προσφύγουμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Θα αναφέρουμε την υπόθεση από την αρχή της και το πώς έφτασε στο σημείο να καταστραφεί στην ουσία η επαγγελματική της καριέρα, η ανέλιξή της στα στρατιωτικά αξιώματα αλλά και κατά κύριο λόγο η οικογενειακή της ηρεμία. Είναι μια μητέρα τριών παιδιών που έχει αναγκαστεί να μεταναστεύσει, κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες».

Οι απαντήσεις του υπουργείου Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας στα ερωτήματα του tvxs.gr

Για το 1999, δεν υπάρχει καμία καταγγελία σχετικά με το περιστατικό που αναφέρει η κα. Παπασωκράτους.

Στις 22 Δεκεμβρίου 2010 η κα. Παπασωκράτους υπέβαλε αναφορά για σεξουαλική παρενόχληση από συγκεκριμένο αξιωματικό. Το υπουργείο διέταξε άμεσα ανάκριση με επικεφαλής αξιωματικό με το βαθμό του συνταγματάρχη, προκειμένου να ελεγχθεί η καταγγελία. Όταν κλήθηκε η κα. Παπασωκράτους να θέσει το θέμα στον ανακριτή, την 20η Ιανουαρίου 2011, ζήτησε συγγνώμη για τη συμπεριφορά της, επικαλούμενη άσχημη ψυχολογική κατάσταση λόγω οικογενειακών, προσωπικών προβλημάτων. Δήλωσε ότι δεν ευσταθεί η καταγγελία και ζήτησε την απόσυρσή της. Κατόπιν σχετικού ερωτήματος απαντούμε ότι η δήλωση αυτή κατατέθηκε, όπως όλες οι αναφορές της, ως δακτυλογραφημένη επιστολή, υπογεγραμμένη από εκείνη.

Στη συνέχεια ο τότε Αρχηγός διέταξε έρευνα για αναξιοπρεπή και ανοίκειο συμπεριφορά από την εν λόγω υπαξιωματικό επειδή εξέθεσε συνάδελφο κατηγορώντας τον για σεξουαλική παρενόχληση ενώ δεν υπήρχε τέτοιο θέμα. Ως αποτέλεσμα η κα. Παπασωκράτους τιμωρήθηκε  από το διοικητή της με τετραήμερη κράτηση.

Ύστερα η κα. Παπασωκράτους ζήτησε από τη Δικαιοσύνη, με γραπτή επιστολή που απέστειλε με δικηγόρο, να αρθεί η ποινή της και υποστήριξε πως ήταν λάθος της η απόσυρση της καταγγελίας διότι το καταγγελλόμενο γεγονός συνέβη.

Το υπουργείο όρισε εκ νέου άλλο συνταγματάρχη, καθώς ο πρώτος εμπλεκόταν στην υπόθεση, προκειμένου να διενεργήσει ανάκριση πάνω στο θέμα.
Καθώς ο συνταγματάρχης αυτός ήταν διοικητής των Καταδρομών, η κα. Παπασωκράτους το 2012 κλήθηκε στο γραφείο του. Μεταφέρθηκε εκεί με υπηρεσιακό όχημα. Δεν ήρθε σε επαφή με άνδρες των Καταδρομών, δεν απειλήθηκε, ούτε υπηρέτησε στις Καταδρομές. Είναι σύνηθες οι ανακρίσεις να λαμβάνουν χώρα στο χώρο του εκάστοτε ανακριτή. Από τη διερεύνηση που έγινε τότε διαπιστώθηκε ότι οι καταγγελίες δεν ευσταθούσαν.

Για το λόγο αυτό η κα. Παπασωκράτους κλήθηκε εκ νέου από τον κο. Αρχηγό και τιμωρήθηκε για το συμβάν με οκτώ ημέρες φυλακή.

Τα λεγόμενα της κας. Παπασωκράτους περί στρατιωτών που δήθεν ενοχλούσαν την οικογένειά της, περί απόσπασης εγγράφων από το γραφείο της και περί τοποθέτησης φυσιγγίων στην τσάντα της, είναι παντελώς ανυπόστατα.

Στις 5 Νοεμβρίου 2018, με αναφορά της, η κα. Παπασωκράτους ζήτησε ακρόαση από τον κο. Αρχηγό. Εκείνος λόγω φόρτου εργασίας τη δέχτηκε στις 5 Απριλίου 2019. Κατά την ακρόαση παρουσίασε έγγραφα και αναφορές που αφορούσαν διάφορα θέματα. Υποστήριξε ότι είχε προβλήματα. Ο Αρχηγός έδωσε εντολή να διερευνηθούν όλα τα έγγραφα που είχε καταθέσει η κα. Παπασωκράτους. Από την έρευνα προέκυψε ότι όλα όσα κατήγγειλε η κα. Παπασωκράτους ήταν ψευδή και ατεκμηρίωτα.

Στις 16 Μαΐου 2019 ο Αρχηγός την κάλεσε εκ νέου και εκείνη προσήλθε στο γραφείο του. Συνεπώς η κα. Παπασωκράτους βρέθηκε δύο φορές στο γραφείο του Αρχηγού κατά το έτος 2019.

1η Ιουλίου 2020, κατόπιν εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του κανονισμού της Εθνικής Φρουράς, ο υπουργός Άμυνας αποφάσισε τον τερματισμό της υπηρεσίας της κυρίας Παπασωκράτους καθώς είχε κριθεί τρεις φορές ως παραμένουσα στο βαθμό της. Το περιεχόμενο των αξιολογήσεων εμπίπτει στη νομοθεσία περί προσωπικών δεδομένων και φυσικά η κα. Παπασωκράτους έχει στην κατοχή της τις αξιολογήσεις. Κατόπιν σχετικής ερώτησης σημειώνουμε ότι η αποπομπή στελεχών από το στράτευμα με αυτή τη διαδικασία δε συνιστά σπάνιο συμβάν για την Εθνική Φρουρά.

Σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, η κα. Παπασωκράτους προς το παρόν δε δικαιούται κανένα χρηματικό ποσό ως σύνταξη. Όταν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας της θα λάβει σύνταξη ύψους κατά προσέγγιση 424 ευρώ. Όταν συμπληρώσει το 57ο έτος της ηλικίας της, έτος που προκύπτει από το βαθμό της, το ποσό αυτό θα αυξηθεί κατά περίπου 100 ευρώ. Όποιο ποσό λαμβάνει τώρα η κα. Παπασωκράτους ενδεχομένως αντιστοιχεί σε κάποιο επίδομα από το Κράτος.

Ωστόσο η κα. Παπασωκράτους δικαιούται φιλοδώρημα εξόδου (εφάπαξ). Το ποσό αυτό ήταν 23.500 ευρώ, όμως κατόπιν συμψηφισμών με οφειλές της προς το Δημόσιο, η κα. Παπασωκράτους έλαβε τελικά ως φιλοδώρημα εξόδου 4.800 ευρώ.

Η έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως

Το 2016 η πρώην Επίτροπος Διοικήσεως της Κύπρου, κα. Ελίζα Σαββίδου, αφού συναντήθηκε με την κα. Παπασωκράτους, προχώρησε στη σύνταξη έκθεσης στην οποία ανέφερε βασικά σημεία των καταγγελιών της 47χρονης, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο η απόσυρση της καταγγελίας να μη σήμαινε τη διάψευση του περιεχομένου της και πρότεινε τη θέσπιση κώδικα συμπεριφοράς για την αποτροπή πράξεων σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο καθώς και διαδικασίας διερεύνησης σχετικών καταγγελιών. Ένας τέτοιος κώδικας δημοσιεύτηκε από το θεσμό του Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Φορέα Ισότητας και Καταπολέμησης των Διακρίσεων τον Ιούνιο του 2018.

Εδώ η παράγραφος από την έκθεση της κας. Σαββίδου που αφήνει αιχμές για το χειρισμό του υπουργείου Άμυνας:

«Περαιτέρω, η ίδια όχι μόνο δεν φαίνεται να ενθαρρύνθηκε και να υποστηρίχθηκε ψυχολογικά στο να τις στηρίξει (σ.σ. τις καταγγελίες), αλλά, αντίθετα, της ζητείτο να τις αποσύρει (σύμφωνα με την ίδια, μάλιστα, δεχόμενη και απειλές), ενώ όταν τις απέσυρε όχι για μία φορά, τιμωρήθηκε πειθαρχικά, γιατί θεωρήθηκε ότι προσέβαλε το ήθος και την αξιοπρέπεια στελεχών της Εθνικής Φρουράς. Στο μεταξύ μάλιστα, μετατέθηκε (κατ’ επίκληση υπηρεσιακών αναγκών). Η επανειλημμένη υποβολή και απόσυρση των ίδιων καταγγελιών κανένα εμπλεκόμενο δεν προβλημάτισε και δεν έβαλε στη διαδικασία σκέψης ότι, πιθανόν, η ίδια να έδινε έναν απεγνωσμένο αγώνα για την αποκατάσταση του δικαιώματός της στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η οποία αισθανόταν ότι επλήγη από τη συμπεριφορά που κατάγγελλε, ο αγώνας αυτός, όμως, επίσης πιθανόν να προσέκρουε σε σκοπέλους, φόβο, απειλές, γι’ αυτό και κάθε φορά αναγκαζόταν να τον διακόψει».