Να σβήσει τα χνάρια των υποκλοπών πετώντας στη λήθη τα στοιχεία, αποτρέποντας στην ουσία τους εμπλεκόμενους να έχουν πρόσβαση στην πληροφορία, επιχειρεί η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο που έφερε προς διαβούλευση αναφορικά με τις παρακολουθήσεις.

Ads

Η κυβέρνηση εν μέσω καταιγιστικών αποκαλύψεων και ενώ πληθαίνουν τα ερωτήματα σχετικά με το ποιοι και για ποιο λόγο παρακολουθούνταν, αλλάζει το νόμο βάζοντας χρονικό περιορισμό τα 3 χρόνια προκειμένου να μπορεί ο θιγόμενος πολίτης να υποβάλει αίτημα γνωστοποίησης.

Τα εμπόδια όμως, επικαλούμενη η κυβέρνηση παντα λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν εξαντλούνται μόνο στον χρονικό περιορισμό, αλλά εισάγει  προϋποθέσεις και αιρεσιμότητες προκειμένου να το δυσκολέψει. Στην ουσία το νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνεται καμία ουσιαστική ρύθμιση για την ενημέρωση των θυμάτων παρακολούθησης και τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή, ενώ θωρακίζει την κυβέρνηση προκειμένου να μην κληθεί να δώσει απαντήσεις σε κανένα από τα ερωτήματα που θέτει η δημοσιογραφική έρευνα για τις παρακολουθήσεις.

Τεράστιο κενό αφήνει ο νόμος και στην απαγόρευση χρήσης και εμπορίας λογισμικών κατασκοπείας. Το νομοσχέδιο μετατρέπει σε κακούργημα την παραβίαση με κακόβουλα λογισμικά που ούτως ή άλλως ήταν παράνομα,  αλλά βάζει προϋποθέσεις για τη δίωξη της εμπορίας των λογισμικών, όπως να περιλαμβάνονται στη λίστα των «απαγορευμένων» της ΕΥΠ, την οποία θα καταρτίζει ο εκάστοτε διοικητης της.

Ads

Ακόμα και αν κάποιες από τις προβλέψεις του νόμου είναι προς θετική κατεύθυνση, δεν εισάγεται καμία αναδρομική ισχύ κι έτσι τυχόν ψήφισή του στην παρούσα εκδοχή δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει εάν όντως και γιατί παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ και το Predator τα ονόματα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.

Επιπλέον εγγυήσεις με αμφίβολο αντίκρυσμα

Πιο αναλυτικά, οι αλλαγές που φέρνει το σχέδιο της κυβέρνησης σε σχέση με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών ατόμου για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι οι εξής:

Για την έναρξη της άρσης του απορρήτου γίνεται απαραίτητη η έγκριση ενός δεύτερου εισαγγελέα, και συγκεκριμένα αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ορίζεται με απόφαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Ταυτόχρονα σε κάθε σχετική διάταξη θα αναγράφεται η αρχή που ζητά την άρση και ο λόγος της άρσης. Αυτές είναι αναμφίβολα παρεμβάσεις σε θετική κατεύθυνση, καθώς έως τώρα μόνο η εγκατεστημένη μέσα στην ΕΥΠ εισαγγελέας γνωρίζει, χωρίς να το αποτυπώνει πουθενά γραπτώς, τον λόγο για τον οποίο εγκρίνει κάθε μία από τις άρσεις απορρήτου. Και όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΑΔΑΕ, αυτές αυξήθηκαν κατακόρυφα επί κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Ειδικά για την άρση του απορρήτου πολιτικών προσώπων, στο εξής θα απαιτείται έγκριση του εκάστοτε Προέδρου της Βουλής και θα πρέπει να αιτιολογείται με σαφήνεια γιατί ο/η προς παρακολούθηση πολιτικός ενδέχεται να συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια. Βεβαίως αν ο Πρόεδρος της Βουλής λειτουργήσει με παραταξιακή λογική και όχι με αίσθημα καθήκοντος, η πρόβλεψη αυτή ελάχιστα μπορεί να συνεισφέρει προς την υπέρ του δημοσίου συμφέροντος χρήση της δυνατότητας άρσης του απορρήτου.

Αίτημα τρία χρόνια μετά και βλέπουμε…

Επανέρχεται η δυνατότητα κάθε ατόμου να αιτηθεί να μάθει εάν παρακολουθούνταν, όμως το αίτημα μπορεί να εξεταστεί μόνο αφού περάσουν τρία ολόκληρα χρόνια από την παύση της άρσης του απορρήτου. Το αίτημα θα εξετάζεται από τριμελές όργανο που θα αποτελείται από τον Διοικητή της ΕΥΠ, τον «εσωτερικό» σε αυτή εισαγγελέα και τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Η απόφαση θα λαμβάνεται με πλειοψηφία, χωρίς όμως να καταγράφεται τυχόν μειοψηφούσα άποψη και χωρίς να τηρούνται πρακτικά. Πρακτικά, εάν ο Διοικητής της ΕΥΠ και ο εκάστοτε εσωτερικός εισαγγελέας κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος, κάθε αίτημα μπορεί να απορριφθεί και δε θα μάθουμε ποτέ γιατί.

Στην περίπτωση μάλιστα που το αίτημα απορριφθεί, μπορεί να υποβληθεί εκ νέου μόνο εφόσον περάσει ένας ακόμη χρόνος. Σε περίπτωση που διαδοχικά αιτήματά του απορρίπτονται,
το νομοσχέδιο δεν προβλέπει με ποιον τρόπο το θιγόμενο άτομο μπορεί να υπερασπιστεί το δικαίωμά του στο απόρρητο των επικοινωνιών.

Ακόμα και στην περίπτωση που το αίτημα γίνει δεκτό, το άτομο και ευρύτερα η κοινή γνώμη δε θα έχουν ποτέ πρόσβαση στο περιεχόμενο των νόμιμων παρακολουθήσεων, αφού το υλικό θα καταστρέφεται αυτοδίκαια εντός έξι μηνών από την λήξη της άρσης του απορρήτου, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι διατήρησής του σε άλλο αρχείο.

Παράνομα λογισμικά με λίστα ΕΥΠ

Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι η παρακολούθηση των επικοινωνιών με παράνομα λογισμικά θα διώκεται στο εξής ως κακούργημα και ποινικοποιεί την απλή κατοχή αλλά το ποια λογισμικά θα θεωρούνται παράνομα θα ορίζεται με σχετική λίστα που θα καταρτίζει ο διοικητής της ΕΥΠ και θα ανανεώνεται κάθε έξι μήνες. Θεωρητικά, αν ένα λογισμικό κάνει update και αλλάξει όνομα μετά την σύνταξη της λίστας, θα μπορεί να «κερδίσει» μερικούς μήνες κατά τους οποίους δε θα θεωρείται παράνομο.

Την συγκεκριμένη διάταξη σχολίασε με ανάρτησή του στο twitter ένα εκ των θυμάτων του σκανδάλου των υποκλοπών, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης.

Όλα μέσα στην «εθνική ασφάλεια»

Αυτό που σίγουρα δεν φέρνει το νομοσχέδιο είναι ένας σαφέστερος ορισμός της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας». Ορίζεται ως «οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και περιλαμβάνουν την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να επιφέρουν πλήγμα στις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα και ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος».

Το σχέδιο νόμου έχει ήδη κοινοποιηθεί στους ευρωβουλευτές-μέλη της PEGA και σύμφωνα με πληροφορίες του tvxs.gr έχουν ήδη διατυπωθεί επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσο αλλάζει δραστικά το νομικό πλαίσιο της Ελλάδας προς την κατεύθυνση της διαφάνειας.

Ολόκληρο το νομοσχέδιο