Πλησίαζε η 28η Οκτωβρίου 1999. Ως αριστούχος την προηγούμενη χρονιά, στη Β’ Γυμνασίου, ήμουν ένας εκ των δύο μαθητών που θα κρατούσαν τη σημαία στην παρέλαση. Η καλή μου συμμαθήτρια θα αναλάμβανε την 25η Μαρτίου. Οι δυο μας ήμασταν έξτρα «τυχεροί» καθώς τότε το κάθε σχολείο στο δήμο της Αθήνας παρέλαυνε στο κέντρο της πρωτεύουσας μόνο μία φορά στα τέσσερα χρόνια κι έτυχε το 1999 να είναι η χρονιά του δικού μου γυμνασίου.

Ads

«Θα τα κρατήσεις τα μαλλιά;» με είχαν ρωτήσει οι δικοί μου μόλις έμαθαν το νέο. «Ναι, εννοείται», είπα εγώ που τότε μάκραινα τα μαλλιά μου για να δηλώνουν την ροκ και street κουλτούρα που μου άρεσε. Οι γονείς δέχτηκαν σαν απόλυτα σεβαστή αυτή μου την πρόθεση και μάλιστα με υπερασπίστηκαν όταν η γιαγιά είπε ανάμεσα στα δόντια της ότι «αυτά δεν είναι σωστά πράγματα. Πού ακούστηκε; Αγόρι σημαιοφόρος με μακριά μαλλιά;»

Δύο εβδομάδες περίπου πριν την παρέλαση και ενώ είχαμε ξεκινήσει πρόβες στο στάδιο του Εθνικού κάτω από το Ζάππειο, με καλεί στο γραφείο της η υποδιευθύντρια. Καθηγήτρια γαλλικών και σινεφίλ, με προσεγμένο στυλ στο ντύσιμο, σαν μία από τις αστές που είχαν ξεχάσει να φύγουν από την Κυψέλη για τα βόρεια προάστια. «Παναγιωτόπουλε, πότε πας για κούρεμα;» με ρώτησε σαν να ήταν θέμα χρόνου.

«Εεε, ξέρετε…», ψάρωσα εγώ 14 χρονών παιδάκι. «Σκέφτομαι… δηλαδή το συζήτησα και με τους γονείς μου, να μην κουρευτώ. Θέλω να έχω μακριά μαλλιά». «Τί είναι αυτά που λες; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Εκπροσωπείς όλο το το σχολείο. Εδώ μπορείς να έχεις μαλλιά και σκουλαρίκια. Εκεί θα είναι όλοι. Θα χαιρετήσετε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Δήμαρχο, τους επισήμους. Θα σε δουν και θα ρωτήσουν ‘ποιό είναι αυτό το σχολείο με τον κοτσίδα;’ Όχι, αποκλείεται. Αποφάσισε, ή κουρεύεσαι ή παίρνει άλλος τη σημαία».

Ads

Πείσμωσα. «Κυρία, υπάρχει κάποιος γραπτός κανόνας που λέει ότι ο σημαιοφόρος δεν μπορεί να έχει μακριά μαλλιά;» ρώτησα. «Δεν υπάρχει γραπτός κανόνας, υπάρχουν όμως κάποιοι άγραφοι που πρέπει να τους τηρούμε», απάντησε εκείνη. «Συγγνώμη κυρία, αλλά εγώ θέλω να κρατήσω τα μαλλιά μου. Γνωρίζω την ιστορία της 28ης Οκτωβρίου, έβγαλα πολύ καλό βαθμό πέρυσι και νομίζω ότι αξίζω να είμαι σημαιοφόρος», αντέδρασα. «Φύγε, θα το συζητήσω με τον σύλλογο των καθηγητών και θα σε ξαναφωνάξω», είπε κατεβάζοντας τον τόνο της φωνής της.

Επί δύο ημέρες οι τρίχες μου ήταν το θέμα συζήτησης στους διαδρόμους του σχολείου. Ύστερα με κάλεσαν πάλι στο γραφείο και μου ανακοίνωσαν ότι μπορώ να κρατήσω τα μαλλιά μου, αρκεί να τα έχω προσεκτικά πιασμένα και όλη η υπόλοιπη εμφάνιση να είναι στην εντέλεια. Ευχαρίστησα κι έφυγα.

Στην παρέλαση πήγαν όλα καλά. Ξεκινήσαμε από την Αμαλίας, περάσαμε μπροστά από την εξέδρα των επισήμων, οι μαθητές έκλιναν την κεφαλή δεξιά για να χαιρετήσουν τον συγχωρεμένο τον Στεφανόπουλο, τον Αβραμόπουλο και τους λοιπούς αξιωματούχους της εποχής. Η μητέρα μου δάκρυσε από συγκίνηση, ο πατέρας και ο παππούς μου είπαν μπράβο, η γιαγιά είπε κάτι σαν «μπράβο, πολύ σοβαρός. Αυτά τα μαλλιά να είχες κόψει…».

Θυμήθηκα αυτή την ιστορία τώρα που έφτασε πάλι η ημέρα και ξανανοίγει – για να ξανακλείσει (;) – η συζήτηση σχετικά με το αν πρέπει οι μαθητές να παρελαύνουν στις εθνικές επετείους. Αν κρίνω από τον εαυτό μου και πολλά άλλα αγόρια και κορίτσια που παρελάσαμε, η εμπειρία αυτή ελάχιστα επηρέασε την άποψη που τελικά σχηματίσαμε για τη σημασία του έθνους και σε καμία περίπτωση δε μας ώθησε να γίνουμε εθνικιστές ή να αγαπάμε τα όπλα. Εξάλλου η πίεση που ασκείται σε ιδεολογικό επίπεδο στους φαντάρους κατά την στρατιωτική θητεία είναι υπερπολλαπλάσια αλλά δεν γίνεται ο ίδιος «ντόρος» για την κατάργηση της υποχρεωτικής στράτευσης ή έστω την δραστική μείωση της θητείας.

Αυτό που με ενόχλησε λοιπόν τότε και σκέφτομαι ότι πραγματικά καταπιέζει και σήμερα τους μαθητές είναι ότι η μαθητική παρέλαση γίνεται μια λουστραρισμένη συνθήκη, κατά την οποία ιθύνοντες ενήλικοι νιώθουν ότι μπορούν, ή ακόμα ότι επιβάλλεται, να εκδηλώσουν τον μικροαστισμό και τον καθωσπρεπισμό τους. Έναν καθωσπρεπισμό που ενδεχομένως παραμερίζουν στην σχολική καθημερινότητα για να αποφύγουν τη μόνιμη κόντρα με τα παιδιά. Καθηγητές και γονείς, αρκετοί από τους οποίους ακόμα μπερδεύουν τον Μουσολίνι με τον Ιμπραήμ ή δεν έχουν καταλάβει ότι τα πολιτικά τέκνα του Χίτλερ ήταν μέχρι πρόσφατα στη Βουλή, βλέπουν στην παρέλαση μια σύντομη δικαίωση των συντηρητικών αντανακλαστικών τους.

Αυτές τις σκληρές ενοχλητικές χορδές δεν θέλησε να αγγίξει καμία κυβέρνηση, παρά την υπαρκτή πρόθεση στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για ενίσχυση του λαϊκού χαρακτήρα των μαθητικών παρελάσεων, σε βάρος του στρατιωτικού. Και μπορεί οι κυβερνώντες να γνωρίζουν ότι ελάχιστα καθοριστική για τη μετέπειτα πολιτική στάση των παιδιών είναι η συμμετοχή σε μια παρέλαση, όμως μια χαρά φαίνεται να απολαμβάνουν την ικανοποίηση των ψηφοφόρων που έστω για μία ημέρα κατάφεραν να βγάλουν τα πολλά σκουλαρίκια από τα παιδιά τους και να κοντύνουν δυο πόντους τις φράντζες.

Φυσικά εμπεριέχει ένα παράδοξο το γεγονός ότι οι πολιτικές δυνάμεις και προσωπικότητες που αποκλείουν κάθε συζήτηση για κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων, θεωρούν ως μόνη ηθική επιλογή το να μείνει η Ελλάδα στην «σωστή πλευρά της ιστορίας». Όμως οι υπόλοιπες χώρες όπου γίνονται μαθητικές παρελάσεις με ομοιόμορφη στολή είναι η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία, η Βόρεια Κορέα, το Καζακστάν, η Μαλαισία και φυσικά η Τουρκία. Στην αμερικανική ήπειρο, παιδιά παρελαύνουν μόνο στο Περού και την Κόστα Ρίκα. Από το δυτικό κόσμο, μόνο στην Αυστραλία και την Νορβηγία μαθητές συμμετέχουν σε παρελάσεις αλλά χωρίς ομοιόμορφη αμφίεση. Εμείς εδώ «Εν δυο, εν δυο»…