Ιδιαίτερο ενδιαφέρουν παρουσιάζει η έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ αναφορικά με την τρέχουσα εικόνα της αγοράς εργασίας και της δομής της απασχόλησης στην Ελλάδα. 

Ads

Βασικό συμπέρασμα της  έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ με τίτλο «Απασχόληση και ανεργία των νέων στην Ελλάδα: υφιστάμενη κατάσταση και προοπτικές» είναι πως η εικόνα της αγοράς εργασίας και της δομής της απασχόλησης δεν είναι ενθαρρυντική για τους νέους και τις νέες.

Ενώ τα ποσοστά ανεργίας τους μειώθηκαν κατά τα 4 τελευταία έτη, η μείωση δεν οφείλεται στην αύξηση των θέσεων εργασίας αλλά κυρίως στη μείωση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και εν μέρει στη μείωση του πληθυσμού. Λιγότεροι νέοι άνθρωποι εργάζονται στη χώρα μας το 2021 σε σχέση με το 2018, παρότι το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί. Η εξέλιξη αυτή, όπως επισημαίνεται, δεν είναι ενθαρρυντική ούτε για τις νέες και τους νέους ούτε και για την ελληνική οικονομία συνολικά. Και επίσης, ως προς τα ποσοστά ανεργίας, η θέση των νέων μεταξύ των ετών 2018 και 2021 έχει επιδεινωθεί συγκριτικά με τις μεγαλύτερες ηλικίες.

Έτσι, ενώ η εντύπωση που προκύπτει από την πτώση του ποσοστού ανεργίας είναι θετική, η πραγματικότητα έχει αρνητικό πρόσημο. 

Ads

Η γενική κατάσταση της αγοράς εργασίας

Η απασχόληση αυξήθηκε κατά το έτος 2019 σε σχέση με το προηγούμενο, ενώ μειώθηκε το 2020 για να αυξηθεί ξανά το 2021 και να φτάσει σε επίπεδο περίπου 2,6% (100.000 άτομα) μεγαλύτερη από αυτήν του 2018. Η αύξηση της απασχόλησης είναι σχετικά μικρή για μία περίοδο τριών ετών.

Θα πρέπει να μην ξεχνάμε βέβαια ότι μεσολάβησε η πανδημία με τις αρνητικές της επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα και να συνυπολογιστεί επίσης το γεγονός ότι τα εξεταζόμενα έτη είναι αυτά που ακολούθησαν την έξοδο από το μνημόνιο και τα σχετικά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, με ότι αυτό συνεπάγεται ή θα έπρεπε να συνεπάγεται για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

image

Σε αντίθεση με τη μικρή αύξηση της απασχόλησης, η μείωση του ποσοστού ανεργίας ήταν σημαντική κατά τα τρία αυτά έτη. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε κατά 4,6% από το 2018 έως το 2021. Η διαφοροποίηση που προκύπτει μεταξύ της σημαντικής μείωσης του ποσοστού ανεργίας και της μη σημαντικής αύξησης της απασχόλησης οφείλεται στη μείωση τόσο του πληθυσμού όσο και του ποσοστού συμμετοχής του στο εργατικό δυναμικό, που συντέλεσαν στη σημαντική μείωση του εργατικού δυναμικού στη διάρκεια των τριών ετών.

Εάν το εργατικό δυναμικό δεν είχε μειωθεί αλλά είχε παραμείνει στο μέγεθος του 2018, το ποσοστό ανεργίας θα ήταν ίσο με 17,2% το 2021, σύμφωνα με την έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΒΕΕ.

Επομένως μόνο το 2,1% της μείωσης της ανεργίας μεταξύ του 2018 και του 2021 οφείλεται στην αύξηση της απασχόλησης και το υπόλοιπο 2,5% οφείλεται στη μείωση του εργατικού δυναμικού. Η δε μείωση του εργατικού δυναμικού οφείλεται στη μείωση του πληθυσμού αλλά και στη μείωση της συμμετοχής των πολιτών στο εργατικό δυναμικό.

Η μείωση της συμμετοχής συνήθως είναι αποτέλεσμα της αποθάρρυνσης που δημιουργείται σε μεγάλο τμήμα των εργαζομένων από τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, έτσι ώστε να μην αναζητούν πλέον εργασία και να μην εντάσσονται για το λόγο αυτό στο εργατικό δυναμικό και στους ανέργους. Η δε μείωση του πληθυσμού επιβαρύνεται και από τη μαζική μετανάστευση ιδίως νέων ανθρώπων προς το εξωτερικό κατά τα χρόνια της οξείας κρίσης. Υπό αυτές τις συνθήκες η μικρή αύξηση της απασχόλησης είναι μάλλον παράγοντας ανησυχίας παρά ικανοποίησης.

Το παραπάνω συμπέρασμα αναδεικνύει επίσης την ανάγκη για τη χρήση πρόσθετων δεικτών για την εξέταση της πορείας της οικονομίας πέρα από τη χρήση του ποσοστού ανεργίας. Ένας τέτοιος δείκτης είναι το ποσοστό απασχόλησης, το οποίο επίσης παρουσιάζεται στον Πίνακα 2. Το ποσοστό αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι δεν επηρεάζεται από την αποθάρρυνση ή όχι των εργαζομένων και περιγράφει τις θέσεις εργασίας σαν μέρος του συνολικού πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας κάθε χώρας.

Σαν πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας συνήθως χρησιμοποιείται όλος ο πληθυσμός άνω των 15 ετών της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, περιλαμβάνει δηλαδή και τους συνταξιούχους, για λόγους συγκρισιμότητας, επειδή τα όρια συνταξιοδότησης και αποχώρησης από την αγορά εργασίας δεν είναι τα ίδια για κάθε χώρα.

Όπως παρατηρείται, υπάρχει αύξηση του ποσοστού απασχόλησης κατά μιάμιση ποσοστιαία μονάδα μεταξύ του 2018 και του 2021. Η αύξηση αυτή, αν και συνέβη εν μέσω  πανδημίας, είναι μικρή λαμβάνοντας υπόψη το δεδομένο της εξόδου της χώρας από το μνημόνιο και δείχνει μη ικανή να επαναφέρει την οικονομία και την αγορά εργασίας στην προ κρίσης κατάσταση.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα άτομα που ήταν σε αναστολή εργασίας λόγω της πανδημίας για χρονικό διάστημα που επρόκειτο να διαρκέσει λιγότερο από τρεις μήνες, ή αν αναμενόταν να διαρκέσει περισσότερο από τρεις μήνες ωστόσο εκτιμούσαν ότι θα επιστρέψουν στην ίδια εργασία ή λάμβαναν ένα μέρος του μισθού τους κατά την περίοδο της αναστολής της εργασίας τους από τον εργοδότη ή και το κράτος, θεωρούνταν απασχολούμενοι σύμφωνα με τις οδηγίες του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (I.L.O., International Labour Organization) (ILO, 2020).

Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μέρος των ατόμων που βρέθηκαν σε αναστολή εργασίας για ένα χρονικό διάστημα (ακόμη και μεγαλύτερο των τριών μηνών) λόγω των περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας του κορονοϊού δεν θεωρήθηκαν άνεργοι κατά τις στατιστικές μετρήσεις.
Ως προς την βασική εργασιακή σχέση (η οποία συχνά αναφέρεται σαν «επαγγελματική κατάσταση» στις στατιστικές μετρήσεις) υπό την οποία εργάζεται το ελληνικό εργατικό δυναμικό, εμφανίζεται τα τελευταία έτη μία μάλλον αμετάβλητη κατάσταση

image

Παρατηρείται μία μικρή αύξηση του μεριδίου της μισθωτής απασχόλησης σε σχέση με την αυτοαπασχόληση, η οποία παρά ταύτα καταλαμβάνει ένα σημαντικό μερίδιο του εργατικού δυναμικού (28% περίπου). Ένας λόγος για το σημαντικό αυτό μερίδιο είναι η ιδιαιτερότητα της ελληνικής γεωργικής παραγωγής με το μεγάλο αριθμό των αυτοαπασχολούμενων αγροτών (δες Πίνακα 5 στη συνέχεια). Ένας άλλος λόγος είναι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και η έλλειψη μεγάλων επιχειρήσεων σε πολλούς τομείς της οικονομίας που καθιστούν την αυτοαπασχόληση μονόδρομο για μεγάλα τμήματα του εργατικού δυναμικού.

Ωστόσο, πολλές φορές η μορφή αυτή είναι αποτέλεσμα ανάγκης και όχι επιλογής και για το λόγο αυτό εμπεριέχει υποαπασχόληση, δηλαδή αποκρύπτει ένα μέρος της πραγματικής ανεργίας και υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού.