Ερωτήματα που περιμένουν απάντηση από το υπουργείο Πολιτισμού σχετικά με την ανυπολόγιστη απώλεια που υπέστη η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας, από την πυρκαγιά στις 22 Μαρτίου του 2017, η οποία κατέκαψε το τζαμί Βαγιαζήτ στο Διδυμότειχο, ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Οθωμανικής περιόδου (πρώτο μισό του 15ου αιώνα) σε ευρωπαϊκό έδαφος, θέτει το Ελληνικό Τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών – ICOMOS, με αφορμή την συμπλήρωση τεσσάρων ετών από την καταστροφή.

Ads

Να σημειωθεί ότι η Πυροσβεστική απέδωσε τις αιτίες της πυρκαγιάς σε αµέλεια του εργολαβικού συνεργείου που εκτελούσε εργασίες εντός του τεμένους, αναφέροντας ότι η φωτιά προκλήθηκε από σπινθήρες ηλεκτροσυγκόλλησης που είχαν πέσει στα ξύλινα δοκάρια στήριξης της στέγης.

Παράλληλα, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού διέταξε την επόμενη αμέσως μέρα της πυρκαγιάς τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (ΕΔΕ), προκειμένου να διερευνηθούν τυχόν ευθύνες υπηρεσιακών παραγόντων για το συμβάν.

Όπως αναφέρει το thepressproject.gr, η ΕΔΕ ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2018 με την υποβολή της σχετικής Πορισματικής Έκθεσης που αποτελεί κόλαφο για σειρά υπηρεσιακών στελεχών του Υπουργείου Πολιτισμού, τα οποία φέρεται να υπέπεσαν στα πειθαρχικά παραπτώματα της παράβασης υπαλληλικού καθήκοντος, της φθοράς λόγω ασυνήθιστης χρήσης ή εγκατάλειψης ή παράνομης χρήσης πράγματος που ανήκει στην υπηρεσία (του μνημείου εν προκειμένω) και της αμελούς ή ατελούς εκπλήρωσης του υπηρεσιακού τους καθήκοντος.

Ads

Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΔΕ, επιβεβαιώνεται  η έναρξη της πυρκαγιάς από τις εργασίες ηλεκτροσυγκόλλησης, σε απόσταση μόλις 10 εκατοστών από την αρχαία ξύλινη δοκό.

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι δεν είχαν ληφθεί κανενός είδους μέτρα για την επικάλυψη των εύφλεκτων υλικών στην περιοχή των ηλεκτροσυγκολλήσεων, μάλιστα δεν είχαν καν μεταφερθεί οι πυροσβεστήρες από το ισόγειο στο επίπεδο εργασίας και δεν είχε εκδοθεί η απαιτούμενη 24ωρης ισχύος άδεια για εκτέλεση εργασιών ηλεκτροσυγκόλλησης, δηλαδή δεν είχαν τηρηθεί τα προβλεπόμενα από την Πυροσβεστική Διάταξη 7/1996.

Όπως σημειώνει το ICOMOS, μεταξύ άλλων,  «καταστράφηκε ολοσχερώς η μνημειώδης πυραμιδοειδής ξύλινη στέγη του, μοναδική ως προς το μέγεθος, το σχεδιασμό και τις κατασκευαστικές μεθόδους εφαρμογής, στοιχεία, που την ενέτασσαν μεταξύ των πλέον αξιόλογων μνημείων από ξύλο στον κόσμο».

image

Τα ερωτήματα

Είχαν προηγθεί πολύχρονες απόπειρες  αποκατάστασης και ανάδειξης του τζαμιού. «Το 2011, σε μια προσπάθεια επίτευξης “ολιστικής αποκατάστασης”, το μνημείο, εντάχθηκε σε προγράμματα του ΕΣΠΑ, με σκοπό να ανακτήσει την “προσβληθείσα” μνημειακότητα του και να αποδοθεί ξανά στο κοινό.

»Το 2013, ως φορέας υλοποίησης των εργασιών αποκατάστασης, ανέλαβε η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών  Αρχαιοτήτων, με σκοπό τη διενέργεια εργασιών προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης του τζαμιού, που διήρκησαν μέχρι το 2015 και κόστισαν 450.000 ευρώ

»Την ίδια περίοδο, η Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, με σκοπό την προστασία της στέγης του μνημείου και τη διενέργεια εργασιών αποκατάστασης, προέκρινε την κατασκευή ενός τεραστίων διαστάσεων εξωτερικού στεγάστρου, καθώς και τη συμπλήρωση των μεταλλικών ικριωμάτων, που ήδη υπήρχαν στο εσωτερικό του τζαμιού (…)».

Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά από την καταστροφή της 22ας Μαρτίου του 2017, το ICOMOS λέει ότι «παραμένουν αναπάντητα τα ερωτήματα, όχι μόνον ως προς το τι συνέβη, αλλά και ως προς το αν οι αποφάσεις των αρμόδιων υπηρεσιών για την αποκατάσταση του μνημείου κινήθηκαν προς τη σωστή κατεύθυνση. Διότι άσχετα από το ποιος ευθύνεται για το “μοιραίο” σπινθήρα, προκύπτουν διάφορα ερωτήματα, ως προς τα αίτια της καταστροφής, που οι απαντήσεις θα πρέπει να αναζητηθούν σε αποφάσεις και πρακτικές του ΥΠΠΟΑ κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρονικών περιόδων.».

Ειδικότερα, το ICOMOS θεωρεί ότι πρέπει να διερευνηθεί:

«1. Γιατί μετά την ένταξή του κτηρίου στο ΕΣΠΑ και τη διάθεση σημαντικότατων κονδυλίων από το κράτος, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι υπάλληλοι του ΥΠΠΟΑ, αποφάσισαν όχι την ενίσχυση του ήδη συντελούμενου έργου ήπιων επεμβάσεων αποκατάστασης, αλλά την αλλαγή της μεθοδολογίας, μέσω εργολάβου, που ανέλαβε να υλοποιήσει τις δικές του μελέτες;

2. Αν οι προτεινόμενες μελέτες παρέμβασης, καθώς και η μεθοδολογία, που ακολουθήθηκε (π.χ. οι γιγαντιαίων διαστάσεων επεμβάσεις «προστασίας», με «σκληρά» μη συμβατά με το μνημείο υλικά, οι οξυγονοκολλήσεις, τα μπετά) ήταν οι δέουσες και κατά πόσο το μνημείο τελικά κινδύνευε ανά πάσα χρονική στιγμή από αυτές τις ίδιες.

3. Αν οι εργασίες αποκατάστασης του μνημείου με το σύστημα μελέτη-κατασκευή, αποτελούσε τη βέλτιστη πρακτική.

4. Με ποιο τρόπο η αναθέτουσα αρχή, δηλαδή το ΥΠΠΟΑ, μέσω των υπάλληλών του, δηλαδή μέλη της διορισμένης αρμόδιας Επιτροπής Αποκατάστασης του τζαμιού και άλλων υπεύθυνων, ήταν παρούσα και επέβλεπε τις εργασίες του εργολάβου;».

Προσθέτει, ότι λίγες μέρες μετά την πυρκαγιά, «εντύπωση προκάλεσαν οι δηλώσεις λειτουργών του ΥΠΠΟΑ, που ανακοίνωσαν, χωρίς κανένα ίχνος ευθύνης και ενοχής, ότι θα το “ξαναφτιάξουν”(!), χωρίς προφανώς να συνειδητοποιούν το μέγεθος και το μη αντιστρέψιμο του ολέθριου συμβάντος. Ενώ σε άλλες περιπτώσεις, απομακρύνονται όσοι χειρίστηκαν ατυχώς υποθέσεις, γιατί δεν συνέβη το αυτό στην περίπτωση του τζαμιού Βαγιαζήτ, με αποτέλεσμα να υπάρχουν άτομα που συνεχίζουν να εμπλέκονται και σήμερα στο θέμα;».

Το ICOMOS σημειώνει ότι «μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της μοναδικής αυτής στέγης, δεν είναι δυνατόν πλέον να χρησιμοποιείται ο όρος “αποκατάσταση” (διότι δεν έχει διασωθεί τίποτα από το ιστορικό υλικό για να αποκατασταθεί), παρά μόνο ο όρος “ανακατασκευή”(…)».

Δεδομένου ότι «η προστασία, διάσωση και ανάδειξη του μνημείου αυτού, αποτελεί αναμφίβολα ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, που πρέπει να αντιμετωπίσει η επιστημονική κοινότητα», «το θέμα της ανακατασκευής θα πρέπει να τεθεί σε δημόσιο διάλογο, ώστε να μην επαναληφθεί το φαινόμενο της λήψης αποφάσεων και εξεύρεσης λύσεων μόνο από διοικητικούς παράγοντες του ΥΠΠΟΑ, διότι αντίστοιχες εκτιμήσεις στο πρόσφατο παρελθόν, οδήγησαν στην καταστροφή του μνημείου.».

Το ICOMOS θεωρεί ότι  πρέπει να προκηρυχθεί διεθνές συνέδριο στο Διδυμότειχο, υπό την αιγίδα της UNESCO και του διεθνούς ICOMOS, με πρόσκληση εξειδικευμένων Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, «ώστε να δοθεί η δυνατότητα ανταλλαγής απόψεων περί της αποκατάστασης του συνόλου του μνημείου, πράγμα που θα συμβάλει ποικιλοτρόπως στην ανάπτυξη του διαλόγου και του προβληματισμού για τη σύγχρονη μεθοδολογία και τις απόψεις που διέπουν τις επεμβάσεις προστασίας και ανάδειξης μνημείων». Στη συνέχεια πρέπει να προκηρυχθεί διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, με θέμα την ανακατασκευή της στέγης του μνημείου.