Εδώ και καιρό κυκλοφορούσε στα πολιτικομιντιακά παρασκήνια ότι ο διευθυντής της εφημερίδας “Βήμα της Κυριακής” Αντώνης Καρακούσης είναι υπό αποδρομή. Οταν, πρόσφατα, έκανε ανάρτηση με την οποία διαφοροποιήθηκε από τη “γραμμή” της εφημερίδας “ΤΑ ΝΕΑ” που ανήκει επίσης στον όμιλο Μαρινάκη σχετικά με τη “βίλα Τσίπρα”, οι φήμες ότι είναι θέμα λίγου χρόνου η αποχώρησή του εντάθηκαν διαμορφώνοντας μια ισχυρή αίσθηση.

Ads

Και μετά ήρθε η δημοσιοποίηση της αναγκαστικής παραίτησης της Δήμητρας Κρουστάλλη λόγω πιέσεων του Μεγάρου Μαξίμου, όπως η ίδια δήλωσε, για το ρεπορτάζ της σχετικά με τα διπλά βιβλία του ΕΟΔΥ.

Επειδή Καρακούσης και Κρουστάλλη, εκτός από συνεργάτες, ήταν και στενοί προσωπικοί φίλοι, αυτό που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα ήταν ότι τελείωσε ο χρόνος του στη διεύθυνση της εφημερίδας και μάλιστα αναπτυσσόταν και ονοματολογία για τη διαδοχή του.

Δημοσιογράφοι του “Βήματος” μιλούν για επιστολή παραίτησης την οποία ο Καρακούσης είχε έτοιμη για να την υποβάλει. Αντί γι αυτό, υπέβαλε στο φύλλο της Κυριακής, δημόσια, τα σέβη του στον εκδότη του με ένα άρθρο το οποίο έχει τον προκλητικό τίτλο “Μέρες καλής δημοσιογραφίας” και στο οποίο προσπερνά την εξώθηση σε παραίτηση της πρώην διευθύντριας σύνταξης της εφημερίδας εντάσσοντάς της σε “εντάσεις” και “απώλειες” που δεν έχουν και μεγάλη σημασία μπροστά στο πριν και το μετά της δημοσιογραφικής του προσπάθειας.

Ads

Μάλιστα, ο Αντώνης Καρακούσης αναφέρεται σε συζήτησή του με τον Βαγγέλη Μαρινάκη παρουσιάζοντάς τον σαν εκδότη που βάζει πάνω απ όλα την κοινωνική ευθύνη της ενημέρωσης.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΡΑΚΟΥΣΗ

«Μέρες καλής δημοσιογραφίας

Θα ήταν 1986 ή 1987 όταν ο Θεόδωρος Καρατζάς από τη θέση του υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας, με υπουργό τον Κώστα Σημίτη, προετοίμαζε την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και της Κεφαλαιαγοράς. Νεαρός οικονομικός συντάκτης τότε στην «Ελευθεροτυπία», έτυχε να βρω ένα δημόσιο έγγραφο που κατέγραφε τις αιτήσεις εισαγωγής επενδυτικών κεφαλαίων για επιχειρηματικούς σκοπούς. Υπήρχαν ακόμη περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων και οποιαδήποτε εισαγωγή με σκοπό άμεσες επενδύσεις απαιτούσε έλεγχο και εγκρίσεις από το αρμόδιο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Σε εκείνο το έγγραφο ανάμεσα στα άλλα περιλαμβάνονταν και δύο αιτήσεις εισαγωγής 2 εκατ. δολαρίων η καθεμία, από τις μεγαλύτερες τότε επιχειρηματικές οικογένειες της χώρας για την ίδρυση νέων τραπεζών.

Η πρώτη έφερε την υπογραφή του Βαρδή Βαρδινογιάννη για την ανασύσταση της Τράπεζας Χίου και η δεύτερη του Γιάννη Λάτση για την ίδρυση της Ευρωεπενδυτικής Τράπεζας. Οι ειδήσεις ήταν μεγάλες για εμένα, καθώς για πρώτη φορά έπειτα από κάμποσες δεκαετίες εκδηλωνόταν έμπρακτο ενδιαφέρον για την ίδρυση νέων τραπεζών, προφανώς εν όψει της επερχόμενης απελευθέρωσης. Εμπλεος ενθουσιασμού ενημέρωσα τους αρχισυντάκτες μου, έγραψα το σχετικό κείμενο και αποχώρησα το βράδυ της Παρασκευής. Την Κυριακή νωρίς-νωρίς αγόρασα την εφημερίδα, την άνοιξα σχεδόν αυτόματα και έκπληκτος διαπίστωσα ότι το θέμα δεν είχε δημοσιευθεί. Αρχισα να διερωτώμαι τι συνέβη, τι δεν έκανα καλά.

Οι απορίες λύθηκαν το απόγευμα της Κυριακής, όταν φθάνοντας στην εφημερίδα μού είπαν να πάω γρήγορα στα γραφεία του Φυντανίδη και του Τεγόπουλου. Ο πρώτος με υποδέχθηκε με φωνές του τύπου «πού τα βρήκες αυτά που γράφεις, μίλησες με τον Βαρδινογιάννη, μίλησες με τον Λάτση;». «Μα δεν χρειαζόταν», ανταπάντησα, «έχω το σχετικό έγγραφο». «Αλλη φορά να διασταυρώνεις τις ειδήσεις» επέμεινε εκείνος και με παρέπεμψε στον Κίτσο. Ακουσα και από εκείνον τα ίδια σε πιο χαμηλούς τόνους, αλλά το σήμα ήταν ένα: «Για τέτοιου επιπέδου θέματα, ενημερώνουμε και διασταυρώνουμε».

Νεαρός και ενθουσιώδης όπως ήμουν επέμεινα, αλλά μέχρι εκεί. Οι εξελίξεις των επόμενων ετών δικαίωσαν το ρεπορτάζ. Η Τράπεζα Χίου αναβίωσε λίγα χρόνια μετά και αργότερα συγχωνεύθηκε με την αναπτυσσόμενη και ανερχόμενη Τράπεζα Πειραιώς, συγκροτώντας έναν από τους ισχυρότερους τραπεζικούς ομίλους της χώρας. Και η Ευρωεπενδυτική εξελίχθηκε στη γνωστή μας Eurobank, που ακόμη μεσουρανεί στην εγχώρια τραπεζική αγορά.

Πέρασαν πολλά χρόνια έκτοτε, αλλά εκείνα τα σήματα ρίζωσαν βαθιά μέσα μου. Πριν από τρεις εβδομάδες βλέποντας την ένταση και την επικινδυνότητα του εξελισσόμενου δευτέρου πανδημικού κύματος και συζητώντας με τον εκδότη μας Βαγγέλη Μαρινάκη το βάρος του φαινομένου, με προέτρεψε «δεν στέλνεις κάποιον στη Βόρεια Ελλάδα να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει;». Το συζητήσαμε με τη διευθυντική ομάδα, οργανώσαμε την αποστολή, επιμείναμε στο επιτόπιο ρεπορτάζ, όπως και στις αναζητήσεις σχετικά με τα συμβαίνοντα στο κέντρο διαχείρισης της πανδημίας. Η αποστολή εξελίχθηκε όπως τη σχεδιάσαμε, συλλέξαμε πληροφορίες, γνώμες και ακόμη περισσότερες πραγματικές εικόνες από τη «φωλιά της COVID-19». Και μαζί αντλήσαμε πληροφορίες για το έλλειμμα καταγραφής των στοιχείων, για τα κενά πληροφόρησης των ειδικών, για τις διχογνωμίες, για όλα αυτά που διαδραματίζονται στα κρίσιμα κέντρα διαχείρισης του κορωνοϊού. Συνθέσαμε όλα τα στοιχεία, τα κατανείμαμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και κάπως έτσι «στήσαμε» το επίμαχο φύλλο της 29ης Νοεμβρίου 2020.

Ο αντίκτυπος ήταν μέγας. Η κυβέρνηση υπεραντέδρασε, προχώρησε στις συνήθεις αυτοματοποιημένες διαψεύσεις, σπέρνοντας αστήρικτη, για εμάς, αμφισβήτηση. Και η αντιπολίτευση με τη σειρά της, μέσα στην κενότητα και στην αδυναμία της να παραγάγει πολιτική, το εκμεταλλεύθηκε δεόντως. Και εμείς εδώ αντιμετωπίσαμε εντάσεις και καταγράψαμε απώλειες. Τα όσα ακολούθησαν σε συνδυασμό με τις κινήσεις της κυβέρνησης να διορθώσει τα κακώς κείμενα επιβεβαίωσαν τη δική μας προσπάθεια καταγραφής των συμβαινόντων. Οι εντάσεις θα φύγουν κάποια στιγμή και σε εμάς θα μείνουν οι μέρες καλής δημοσιογραφίας, τις οποίες χαίρεται και αποτιμά το αναγνωστικό κοινό. Με γνώμονα αυτές συνεχίζουμε, για αυτές εργαζόμαστε και αυτές ονειρευόμαστε».