Η κυβέρνηση της Δεξιάς κάθε φορά που αισθάνεται να απειλείται πολιτικά επιστρατεύει τη θεωρία των δύο άκρων. Επιδιώκοντας με αυτήν διπλό στόχο.

Ads

Πρώτα να απομονώσει πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Παρουσιάζοντας την Αριστερά και την Άκρα Δεξιά ως τα δύο άκρα του πολιτικού εκκρεμούς, εξισώνει ουσιαστικά τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με τα Νεοναζιστικά τάγματα εφόδου. Ενοχοποιεί με τον τρόπο αυτόν πολιτικά την Αριστερά, κατηγορώντας την με χαλκευμένες κατηγορίες και λογικά άλματα ότι δήθεν προσπαθεί να καταλάβει την εξουσία με βίαια μέσα.

Με αφορμή την επανεμφάνιση των ένοπλων ταγμάτων εφόδου των Νεοναζιστών, η οποία συμβαίνει κατά… διαβολική σύμπτωση τη στιγμή που η κυβέρνηση της Δεξιάς τα χρειάζονταν για να τα χρησιμοποιήσει πολιτικά, επαναφέρουν ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα, πιστεύοντας ότι έτσι ενοχοποιούν πολιτικά και εξουδετερώνουν ιδεολογικά τον πολιτικό τους αντίπαλο.

Πρόκειται για το ακραία αντιδημοκρατικό πολιτικό αφήγημα του εκ της Ακροδεξιάς προερχόμενου υπουργού Μάκη Βορίδη. Ο οποίος αποκαλώντας τις αριστερές ιδέες «ελαττωματικές», κήρυξε πόλεμο για τον αποκλεισμό του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από επόμενη ενδεχόμενη επανεκλογή του στην κυβέρνηση. Η ταύτιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη με το ακροδεξιό και αντιδημοκρατικό πολιτικό αφήγημα είναι πρόδηλη και προφανής. Τον πολιτικό που το ανέδειξε όχι μόνο δεν τον απομόνωσε, αλλά τον προήγαγε και στην ευαίσθητη για ζητήματα Δημοκρατίας θέση του υπουργού εσωτερικών.

Ads

Ο δεύτερος λόγος που η κυβέρνηση της Δεξιάς επιστρατεύει τη θεωρία των δύο άκρων είναι για να απαλλαγεί η ίδια από τη μομφή της ακροδεξιάς στροφής, μετά και την υπουργοποίηση και του τρίτου εκ του ΛΑΟΣ προερχόμενου βουλευτή της, του Πλεύρη. Εξισώνοντας τα ένοπλα τάγματα εφόδου των Νεοναζιστών με την Αριστερά, αυτοπροσδιορίζεται η ίδια σαν δήθεν πολιτική δύναμη του μεσαίου ή του κεντρώου χώρου.

Ο τρίτος λόγος είναι καθαρά ψηφοθηρικός. Ανεχόμενη η κυβέρνηση την επανεμφάνιση των φασιστικών ταγμάτων εφόδου τα οποία η Δικαιοσύνη καταδίκασε ως εγκληματική οργάνωση, κλείνει το μάτι στην Ακροδεξιά και προσεταιρίζεται τον εκ δεξιών της πολιτικό χώρο που πολλοί δεξιοί δελφίνοι διεκδικούν μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής.

Είτε για λόγους αποδυνάμωσης του πολιτικού της αντιπάλου, είτε για λόγους επικοινωνιακού αυτοπροσδιορισμού της ως δήθεν κεντρώας πολιτικής δύναμης, είτε και για ψηφοθηρικούς λόγους, η κυβέρνηση Μητσοτάκη παίζει επικίνδυνα παιχνίδια.

Η αναβίωση της ένοπλης Ακροδεξιάς, όπως την παρακολουθούμε να συμβαίνει σε σχολεία των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης σήμερα, αλλά και όχι μόνον εκεί, κάτω από την ένοχη ανοχή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ενέχει μεγάλους κινδύνους. Όταν επωαστεί το αβγό του φιδιού, όπως το είδαμε να γίνεται τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, θα είναι πια αργά να ελεγχθεί η κατάσταση.

Η ιστορία, λένε, δεν επαναλαμβάνεται. Αλλά όταν αυτό συμβαίνει, παίρνει τη μορφή της φάρσας. Και δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι φάρσα η επανάληψη δολοφονικών επιθέσεων σαν αυτής του αντιφασίστα μουσικού Παύλου Φύσσα.

Η κυβέρνηση για να επιβιώσει πολιτικά και εκλογικά, δεν διστάζει να παίξει παιχνίδια με τον διάβολο. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε να κινδυνεύει να πέσει η ίδια στην παγίδα που στήνει στον πολιτικό της αντίπαλο. Γιατί η εικόνα που δίνει με την πολιτική των ίσων αποστάσεων που κρατά από τις εγκληματικές πράξεις των ένοπλων ταγμάτων εφόδου, είναι τα δύο άκρα του πολιτικού σκηνικού που επικοινωνιακά προσάπτει σε άλλους, τα εμπεριέχει η ίδια εντός της.

Το ένα άκρο της είναι η Ακροδεξιά την οποία προσεταιρίζεται πολιτικά και η οποία υπό την ανοχή της οργανώνεται και ανασυντάσσει τα ένοπλα τάγματα εφόδου της. Το άλλο άκρο της είναι το Νεοφιλελεύθερο. Αυτό που όση ώρα εμείς ασχολούμαστε με τους ακροδεξιούς ένοπλους παλληκαράδες στη Σταυρούπολη και αλλού, απομυζά τον πλούτο των Ελλήνων, μεταφέροντας πόρους, υπηρεσίες και αγαθά από το δημόσια σε ιδιωτικά ταμεία φιλικών με την κυβέρνηση συμφερόντων.

Αυτά τα δύο άκρα είναι πραγματικά, καθώς η χώρα και οι πολίτες τα ζούμε και τα υφιστάμεθα καθημερινά. Και βρίσκονται και τα δύο εντός της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία προσπαθεί να επιβιώσει πολιτικά, ενσωματώνοντας τα πιο ετερόκλητα και αντιφατικά πολιτικά φαινόμενα της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Το ζήτημα είναι πόσο θα αντέξει ακόμη να κουβαλάει δυο βαριά καρπούζια στην ίδια μασχάλη;