Φανερά ενοχλημένη εμφανίζεται η ελληνική κυβέρνηση μετά τη συνάντηση που είχαν την Τετάρτη (17 Νοεμβρίου) στην Άγκυρα ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τη συμφωνία τους να ενισχύσουν τη συνεργασία των χωρών τους στην αμυντική βιομηχανία.

Ads

«Στόχος μας είναι να κατασκευάσουμε ένα δεύτερο, μεγάλο αεροπλανοφόρο. Ίσως κάνουμε προσπάθειες και στον τομέα των υποβρυχίων. Θα κάνουμε αυτά τα βήματα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε μαζί στην αμυντική βιομηχανία», είπε ο Ερντογάν, προσθέτοντας ότι η στάση της Ισπανίας απέναντι στην Τουρκία θα πρέπει να θεωρείται ως «πρότυπο» από άλλα κράτη της ΕΕ και εκφράζοντας την ικανοποίησή του για τις επενδύσεις περισσότερων από 600 ισπανικών εταιρειών στην Τουρκία.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ειρήνης της Στοκχόλμης, η Ισπανία και η Ιταλία είναι οι κύριοι ευρωπαίοι προμηθευτές όπλων στην Τουρκία. Ειδικότερα, για την περίοδο 2015-2019, το 43% των εισαγωγών όπλων στην Τουρκία προέρχονταν από την Ιταλία και την Ισπανία.

Ωστόσο, υπήρξε εκνευρισμός στην ελληνική κυβέρνηση, που αντέδρασε με παραστάσεις διαμαρτυρίας, υπενθυμίζοντας πως έχει εγείρει επανειλημμένα το ζήτημα της εξαγωγής οπλικών συστημάτων ευρωπαϊκών κρατών προς την Τουρκία και της ανάγκης επιβολής εμπάργκου όπλων κατά της Τουρκίας. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, στόχος του Ερντογάν είναι να απαντήσει στην πρόσφατη ελληνογαλλική συμφωνία, ενώ οι ίδιες πηγές αναφέρονται δεικτικά και στη στάση του «σοσιαλιστή» Σάντσεθ.

Ads

«Είναι αυτονόητο ότι τα κράτη-μέλη δεσμεύονται από τις αποφάσεις, τις διακηρύξεις και τις προσεγγίσεις του Συμβουλίου, γύρω από θέματα που αφορούν τις σχέσεις μελών-κρατών της Ένωσης με την Τουρκία, την προκλητικότητα και την παραβατικότητα που η Τουρκία εμφανίζει σε σχέση με το Διεθνές Δίκαιο. Υπό το πρίσμα αυτό, θέλουμε να σημειώσουμε την παράμετρο αυτή: Ότι όφειλε ο σοσιαλιστής Πρωθυπουργός της Ισπανίας να λάβει υπόψη του, στις συζητήσεις αυτές, τη συνολική στάση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου» ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου.

«Η ιδέα ότι οι χώρες που παράγουν όπλα θα πάψουν ως δια μαγείας να πουλάνε όπλα στην Τουρκία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα wishful thinking του ελληνικού μικρομεγαλισμού» επισημαίνει, μεταξύ πολλών άλλων, στο tvxs.gr, ο Ηρακλής Οικονόμου, πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος, διδάκτορας Διεθνούς Πολιτικής από το Πανεπιστήμιο της Ουαλίας Aberystwyth, ερευνητής εξοπλιστικών θεμάτων της Ευρ. Ένωσης.

Ακολουθεί η συνέντευξη

Σηματοδοτεί κάτι ιδιαίτερο η συμφωνία;

Οι συνομιλίες Ισπανίας – Τουρκίας και η ενδεχόμενη ενίσχυση της εξοπλιστικής συνεργασίας τους δεν είναι παρά business as usual για όποιον έχει στοιχειωδώς γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος. Όλες οι χώρες με εγχώρια στρατιωτική βιομηχανία επιδιώκουν να εξάγουν τα όπλα που παράγουν και η Ισπανία δεν αποτελεί εξαίρεση. Η Ευρ. Ένωση συνολικά (τα κράτη-μέλη της δηλαδή) είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων στον κόσμο ελέγχοντας πάνω από το 25% του παγκόσμιου εμπορίου όπλων, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ.

Η ισπανική βιομηχανία όπλων έχει έντονη παρουσία στην Τουρκία μέσω της συμμετοχής στη ναυπήγηση του μεγάλου πλοίου αμφίβιων επιχειρήσεων TCG Anadolu. Και ούτε είναι η Ισπανία η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που εξάγει όπλα στην Τουρκία – το παράδειγμα της Γερμανίας με την εξαγωγή έξι υπερσύγχρονων υποβρυχίων Type 214 στην Τουρκία είναι ακόμα πιο «χτυπητό», διότι η Ελλάδα υπήρξε ο πρώτος πελάτης του συγκεκριμένου μοντέλου και ουσιαστικά …συγχρηματοδότησε την ανάπτυξη του όπλου που τώρα εξάγει η Γερμανία στην Τουρκία.

Θα έπρεπε να περιμέναμε κάτι καλύτερο από μια προοδευτικών αποχρώσεων κυβέρνηση όπως η ισπανική;

Δεν πρέπει να προκαλεί καμία εντύπωση το γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού κυβέρνηση Σάντσεθ σπεύδει να πουλήσει όπλα στην Τουρκία: η σύγχρονη εμπειρία δείχνει ξανά και ξανά την ταύτιση νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών ως προς την προώθηση των συμφερόντων του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος κάθε χώρας. Αφετηρία της ανάλυσής μας, δηλαδή, δεν πρέπει να είναι το πού ανήκει πολιτικά η ισπανική κυβέρνηση, αλλά το τι υπηρετεί – τις εγχώριες εταιρείες παραγωγής όπλων και, στην ισπανική περίπτωση, τον ναυπηγικό κολοσσό Navantia.

Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, δηλαδή η σύμπλευση οικονομικής εξουσίας (εταιρείες όπλων, βιομήχανοι), στρατιωτικής εξουσίας (στρατηγοί, επιτελεία), πολιτικής εξουσίας (αστικά κόμματα, κυβέρνηση) και ιδεολογικής εξουσίας (μέσα ενημέρωσης, καθηγητές πανεπιστημίου) είναι, ξέρετε, ένας πανίσχυρος φορέας άσκησης πολιτικής σε χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία ή οι ΗΠΑ. Και η υποστήριξη αυτού του συμπλέγματος στο κυνήγι για νέες αγορές στο εξωτερικό είναι πάγια πρακτική όλων των κυβερνήσεων των χωρών αυτών, ανεξαρτήτως κομματικών οικογενειών.

Μα δεν υποτίθεται ότι έχει απομονωθεί η Τουρκία;

Η ιδέα ότι οι χώρες που παράγουν όπλα θα πάψουν ως δια μαγείας να πουλάνε όπλα στην Τουρκία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα wishful thinking του ελληνικού μικρομεγαλισμού, που μοιάζει να βρίσκεται σε έξαρση ύστερα από την ελληνο-γαλλική συμφωνία. Υπ’ αυτή την έννοια, η διαφαινόμενη συμφωνία Ισπανίας-Τουρκίας είναι μια υπενθύμιση της …πραγματικής πραγματικότητας, και όχι της φαντασιακής πραγματικότητας που κυριαρχεί στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης τα οποία είτε κινδυνολογούν (όταν πρέπει να πεισθεί ο λαός για την ανάγκη αγοράς όπλων) είτε θριαμβολογούν (αφού τα αγοράσουμε).

Δεν έγινε σε μια ημέρα η Ελλάδα το κέντρο του σύμπαντος, διεθνολογικά μιλώντας, ούτε και εξαλείφθηκε εν μία νυκτί η Τουρκία από τον χάρτη. Απλώς, η επιλογή της Τουρκίας να αγοράσει ρώσικα όπλα – συγκεκριμένα τους υπερσύγχρονους αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400 – έχει τροφοδοτήσει μια αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες επιδιώκουν τον περιορισμό του αποτυπώματος της ρωσικής πολεμικής βιομηχανίας εντός του ΝΑΤΟ. Δεν ισοδυναμεί αυτό με κάποια μονιμότερου χαρακτήρα υποβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας στο διεθνές περιβάλλον.

Ναι, αλλά η Ελλάδα δεν έχει αναβαθμισθεί με τις συμμαχίες της;

Στην ελληνική περίπτωση έχουμε δύο χώρες – τη Γαλλία και τις ΗΠΑ – που έσπευσαν να εκμεταλλευθούν τη συγκυρία για να ικανοποιήσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Η Γαλλία, αφενός, εξασφάλισε δύο τεράστια συμβόλαια εξαγωγής πολεμικού υλικού στην Ελλάδα, με τα μαχητικά Rafale και τις φρεγάτες Belharra που συνολικά αγγίζουν τα 7 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ παίζουν πολύ δυνατά και για το πρόγραμμα προμήθειας κορβετών του Πολεμικού Ναυτικού, δηλαδή για άλλο ένα συμβόλαιο ύψους περίπου 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι ΗΠΑ, αφετέρου, εξασφάλισαν στρατιωτική παρουσία σε επιπλέον βάσεις στην Ελλάδα, χωρίς να χρειαστεί να παραχωρήσουν τίποτα, ούτε διπλωματικά αλλά ούτε και στρατιωτικά από πλευράς δωρεάν πολεμικού υλικού. Διότι, προφανώς, δεν είχαν κανέναν λόγο να παραχωρήσουν ο,τιδήποτε όταν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών πήγε παρακαλώντας στις «διαπραγματεύσεις», ζητώντας ακόμα περισσότερες νέες βάσεις για τις ΗΠΑ στην Ελλάδα.

Αυτή λοιπόν η ανάμιξη ΗΠΑ και Γαλλίας στα ελληνικά πράγματα έχει μεταφρασθεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα ΜΜΕ της ως κάποιο είδος στρατηγικής αναβάθμισης της Ελλάδας έναντι της δήθεν περιθωριοποιημένης Τουρκίας. Η πιθανή συμφωνία Ισπανίας-Τουρκίας είναι μια υπενθύμιση περί του αντιθέτου.

Δεν είναι όμως «κακό» να εξάγονται όπλα σε επιθετικά και αυταρχικά καθεστώτα όπως η Τουρκία;

Αναμφισβήτητα, χώρες που συμμετέχουν σε επιθετικές πολεμικές επιχειρήσεις, όπως η Τουρκία στη Συρία, στη Λιβύη και στο Ιράκ, θα έπρεπε να τυγχάνουν διεθνούς απομόνωσης. Όμως, είναι αρκετά παράδοξο η Ελλάδα να επισημαίνει τη διάσταση της τουρκικής επιθετικότητας ή της παραβίασης του διεθνούς δικαίου ως αιτία μη πώλησης όπλων στην Τουρκία, ενώ τη στιγμή που μιλάμε, ελληνικό προσωπικό στελεχώνει μια ελληνικής ιδιοκτησίας μονάδα αντιαεροπορικής άμυνας με πυραύλους Patriot που μεταφέρθηκε από τη χώρα μας στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας!

Θα σας θυμίσω, μάλιστα, την εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όταν η Ελλάδα πούλησε οβίδες στην κυβέρνηση του Ριάντ και υψηλόβαθμο στέλεχος του τότε κυβερνώντος κόμματος – ο Κώστας Ζαχαριάδης, συγκεκριμένα – είχε δηλώσει: «Αναφορικά με τη διένεξη της Σαουδικής Αραβίας με την Υεμένη δεν πιστεύω ότι το ζήτημα αυτό λύνεται με το αν θα πουλήσουμε εμείς όπλα στη Σαουδική Αραβία. Έτσι κι αλλιώς η κατάσταση αυτή υπάρχει πολύ πριν εμείς υπογράψουμε. Αν λοιπόν κάποιος μου έλεγε ότι αν δεν πουλήσουμε αυτές τις οβίδες και αυτά τα βλήματα θα υπάρξει ειρήνη στην περιοχή, θα το σκεφτόμουν κι εγώ διαφορετικά». Καλό θα ήταν λοιπόν να ξεκινήσουμε από τα του …οίκου μας αν θέλουμε να είμαστε πειστικοί στην κριτική ενάντια στους πλασιέ όπλων προς την Τουρκία.

Η συμφωνία Ισπανίας-Τουρκίας μάς λέει κάτι για την Ευρωπαϊκή Ένωση;

Μας λέει αυτό που οι εδώ φανατικοί υποστηρικτές των Βρυξελλών δεν θέλουν να γνωρίζουμε: ότι δηλαδή δεν υπάρχει καμία σοβαρή αμυντική διάσταση της Ευρ. Ένωσης στην οποία να μπορεί μια χώρα όπως η Ελλάδα να βασιστεί έναντι της Τουρκίας. Δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός που να απαγορεύει σε ένα κράτος-μέλος όπως π.χ. η Ισπανία να συνομιλεί και να εξάγει όπλα σε μια χώρα όπως π.χ. η Τουρκία που ένα άλλο κράτος-μέλος όπως π.χ. η Ελλάδα θεωρεί απειλή. Και γι’ αυτό και λένε ψέματα όσοι έσπευσαν να υποδεχθούν την ελληνο-γαλλική συμφωνία ως δήθεν ένα βήμα σύσφιξης της ευρωπαϊκής άμυνας. Όλη αυτή η φιλολογία δεν είναι παρά αντι-επιστημονική προπαγάνδα.

Το ότι η Ελλάδα στρέφεται σε μια διμερή συμφωνία με τη Γαλλία δείχνει ακριβώς τη γύμνια της Ευρ. Ένωσης στο κομμάτι της αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής. Και αυτό δικαιώνει, βεβαίως, και τους υποστηρικτές της εξόδου της χώρας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ: δεν πρόκειται να χάσουμε τίποτα σε επίπεδο άμυνας και ασφάλειας που να μην μπορούμε να το εξασφαλίσουμε μέσω άλλων διμερών ή περιφερειακών συμφωνιών.

Γενικά, ποια πρέπει να είναι, κατά την άποψή σας, η θέση μας έναντι των εξοπλιστικών ζητημάτων;

Η προώθηση, αμοιβαία, του αφοπλισμού σε κάθε εστία έντασης και άρα και μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Σε μια διμερή κούρσα εξοπλισμών σαν κι αυτή στην οποία εμπλέκονται οι δύο χώρες, ηττημένοι είναι οι λαοί και των δύο χωρών που αιμορραγούν οικονομικά και νικητές είναι οι εταιρείες που εξάγουν τα όπλα. Και το ότι θα βρίσκονταν χώρες να προμηθεύσουν με όπλα την Τουρκία θα έπρεπε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να το έχει σκεφτεί προτού εμπλακεί στο κολοσσιαίο εξοπλιστικό της πρόγραμμα, το οποίο εντείνει την περιφερειακή κούρσα των εξοπλισμών βυθίζοντας ακόμα περισσότερο την οικονομία μας στον παρασιτισμό και στην παγίδα του χρέους.

Τουλάχιστον, εάν πρέπει σώνει και καλά η ελληνική κυβέρνηση να εξοπλιστεί μέχρι να επέλθει ο βέβαιος οικονομικός μας θάνατος, ας πάρει παράδειγμα από την Τουρκία που φροντίζει να εξασφαλίζει τεράστια ανταλλάγματα σε επίπεδο τεχνολογίας και παραγωγής σε κάθε συμβόλαιο αγοράς όπλων που υπογράφει. Η χώρα μας, αντιθέτως, απλώς εισάγει όπλα χωρίς κανένα βιομηχανικό αντίκρισμα, εις βάρος των εγχώριων παραγωγικών δυνατοτήτων και προς όφελος των διεθνών προστατών και των μεσαζόντων τους.