Περισσότεροι από τέσσερα εκατομμύρια Δανοί ψηφοφόροι καλούνται σήμερα στις κάλπες να επιλέξουν ανάμεσα σε 14 κόμματα εκείνη την πολιτική δύναμη που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, ύστερα από την απόφαση της πρώην πρωθυπουργού Μέτε Φρεντέρικσεν να παραιτηθεί προ μηνός.

Ads

Τουλάχιστον τρεις πολιτικοί διεκδικούν  την πρωθυπουργία. Πρόκειται για την Μέτε Φρεντέρικσεν και δύο πολιτικούς της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης τον Jakob Ellemann-Jensen, Φιλελεύθερο ηγέτη και τον Søren Pape Poulsen, που ηγείται των Συντηρητικών.

Στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου κυριάρχησαν τα εγχώρια ζητήματα, από τις φορολογικές περικοπές και την ανάγκη πρόσληψης περισσότερων υγειονομικών, τη στήριξη των πολιτών εν μέσω πληθωρισμού και εκτίναξης των τιμών της ενέργειας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Πάντως όπως όλα δείχνουν πως ούτε η κεντροαριστερά ούτε η κεντροδεξιά αναμένεται να κερδίσουν την πλειοψηφία, δηλαδή 90 έδρες στο νομοθετικό σώμα των 179 εδρών του Folketing (Βουλή).

Ads

Σε ανάλυσή του για τις εκλογές στη Δανία στο 9ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΈΝΑ), ο Πολιτικός Επιστήμονας Άρης Παπαδόπουλος εξηγεί τα διακυβεύματα των εκλογών και ερμηνεύει πως η συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση «σπάει» την παράδοση, σύμφωνα με την οποία η χώρα υποτίθεται απολάμβανε σταθερότητας, καθώς η πλειονότητα των κυβερνήσεων εξαντλούν την τετραετία.

Η ανάλυση

Στη Νορβηγία οι βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν πριν από έναν χρόνο, ενώ στη Σουηδία λίγο περισσότερο από έναν μήνα πριν. Έπειτα από σχεδόν τριάμισι χρόνια, ήρθε και η σειρά των έτερων Σκανδιναβών, των Δανών, να εκλέξουν, την πρώτη μέρα του Νοεμβρίου, τα 175 (επικράτεια της Δανίας) + 4 (από 2 σε καθεμιά από τις υπερπόντιες αυτόνομες περιοχές Γροιλανδία και Νησιά Φερόε) μέλη του Εθνικού Κοινοβουλίου (Volketing). Το όριο για να εισέλθει ένα κόμμα στη Βουλή ορίζεται στο 2%, αν και οι έδρες κατανέμονται σε πρώτη φάση ανά εκλογική περιφέρεια (12 στο σύνολο), ώστε να υπάρχει δυνατότητα εκπροσώπησης και των τοπικών κομμάτων.

Η χώρα-γέφυρα της Σκανδιναβίας με την ηπειρωτική Ευρώπη συγκαταλέγεται σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες στις πέντε πρώτες θέσεις του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (HDI) και των χωρών-δωρητών αναπτυξιακής βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών. Πολιτικά, εύλογα μπορεί κανείς να υποθέσει, ότι χαρακτηρίζεται από πολιτική σταθερότητα, αφού η πλειονότητα των κυβερνήσεων εξαντλεί την τετραετή κυβερνητική θητεία (παλαιότερα δύο έτη). Γιατί δεν συνέβη αυτό άλλη μία φορά;

Τα γεγονότα

Οι εκλογές προκηρύχθηκαν στις 5 Οκτωβρίου, μετά την απόφαση της πρωθυπουργού Μέτε Φρεντέρικσεν να παραιτηθεί, την –τυπική– επικύρωσή της και την επακόλουθη διάλυση της Βουλής από τη μονάρχη της χώρας Μαργαρίτα Β΄. Να σημειωθεί ότι η Φρεντέρικσεν ήταν η 78η πρωθυπουργός, αλλά μόλις η 2η γυναίκα πρωθυπουργός στην πολιτική ιστορία της Δανίας, μετά τη συνοδοιπόρο της στο «Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Δανίας» Χέλε Τόρνιγκ-Σμιτ (επικεφαλής της κυβέρνησης την τετραετία 2011-2015).

Είναι κοινώς παραδεκτό ότι η απερχόμενη κυβέρνηση κατέβαλε τα τελευταία τρία χρόνια γενναίες προσπάθειες για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι από το 1979 έως το 2019 οι σοσιαλδημοκράτες είχαν αναδειχθεί στα κυβερνητικά έδρανα μόλις για 16 χρόνια, με τις κεντροδεξιές κυβερνήσεις συνεργασίας του φιλελεύθερου «Venstre» και του «Συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος» να αποσαρθρώνουν σημαντικά το πάλαι ποτέ κραταιό δανέζικο πρόγραμμα κοινωνικού κράτους. Με στόχο την ανάσχεση της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής, ανέλαβαν νομοθετικές πρωτοβουλίες για τη μείωση των κομίστρων στις δημόσιες συγκοινωνίες και γενικότερα των πληθωριστικών πιεσεων, με προσπάθεια δημοσιονομικής «ανακούφισης» των ασθενέστερων και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων μέσω μιας ήπιας προοδευτικής αύξησης των φορολογικών συντελεστών.

Η μονοκομματική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση μειοψηφίας (49 βουλευτές) τύγχανε κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης από το σύνολο του «κόκκινου συνασπισμού», που είχε ανεπίσημα σχηματιστεί πριν από τις εκλογές του 2019 και εξασφάλισε οριακά την πλειοψηφία εδρών: τα δύο αδελφά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και η αριστερή «Κοινότητα Λαών» (3 από τις 4 έδρες σε Γροιλανδία και Νησιά Φερόε), το οικολογικό-αριστερό κόμμα «Ενιαία Λίστα» (13 βουλευτές), το (επίσης οικολογικό-αριστερό) «Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα» (15 έδρες) και, τέλος, το κατ’ όνομα «Ριζοσπαστικό Κόμμα της Αριστεράς», το οποίο τοποθετείται μάλλον στο κέντρο του πολιτικού φάσματος (14 έδρες).

image
Εικόνα 1: Τα αποτελέσματα στις βουλευτικές εκλογές της Δανίας το 2019 ανά δημοτική ενότητα-κοινότητα. Οι Σοσιαλδημοκράτες (Α) αναδείχθηκαν πρώτη δύναμη στο Funen (κεντρικό νησί), τη Βόρεια Γιουτλάνδη και τα βιομηχανικά προάστια της Κοπεγχάγης, τα Συντηρητικά Κόμματα (C,V, K) σε Βόρεια Ζηλανδία και Κεντρική και Νότια Γιουτλάνδη, ενώ τα αριστερά κόμματα (Ø, Β) εντός του αστικού ιστού της Κοπεγχάγης. Μοιρασμένα τα Νησιά Φερόε και η Γροιλανδία (πάνω αριστερά).

Το εν λόγω κόμμα, στο οποίο μετέχει (και του οποίου στο παρελθόν ηγούνταν) η νυν Ευρωπαία Επίτροπος Ανταγωνισμού Μάργκαρετ Βεστάγκερ, ήταν εκείνο που απείλησε να καταψηφίσει την κυβέρνηση, γνωστοποιώντας την πρόθεσή του να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας σε περίπτωση που εκείνη δεν παραιτούνταν, με αφορμή το… «κυνήγι νυφίτσας»(!) στη δανέζικη ύπαιθρο, καθώς προ μηνών η κυβέρνηση είχε κρίνει υπερπλεονάζοντα τον αριθμό των ζώων αυτών.

Τα «προοδευτικά» κίνητρα

Στην πραγματικότητα, το προοδευτικό κεντρώο κόμμα, που αύξησε τις έδρες του από κοινού με τα υπόλοιπα αριστερά και τα περισσότερα συντηρητικά κόμματα σε βάρος των σοσιαλδημοκρατών και των κεντροδεξιών φιλελευθέρων στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές (εικόνα 2) πριν από ένα έτος, θέλησε να εκμεταλλευτεί την πολιτική συγκυρία στοχεύοντας σε ένα μεγαλύτερο ποσοστό από το 8,6% του 2019 και, επομένως, σε μεγαλύτερη επιρροή ή και συμμετοχή στην επόμενη κυβέρνηση.

image
Εικόνα 2: Τα αποτελέσματα για το δήμο της Κοπεγχάγης στις δημοτικές εκλογές του 2021 σε σύγκριση με αυτά του 2017 ήταν μάλλον ενδεικτικά της τάσης που κατέγραφαν όλα τα κόμματα τη στιγμή εκείνη στην πλειονότητα των δήμων της χώρας.

Από την πλευρά της, η Φρεντέρικσεν «σήκωσε το γάντι» θεωρώντας πως θα μπορούσε να ανακτήσει το «ηθικό πλεονέκτημα» αν παρουσίαζε το σοσιαλ-φιλελεύθερο κόμμα ως καιροσκοπικό και ανεύθυνο, διατεθειμένο να ρισκάρει την οικονομική αποσταθεροποίηση της χώρας πριν από έναν πολύ δύσκολο –σε όλα τα επίπεδα– χειμώνα για κάθε χώρα της Δυτικής Ευρώπης. Απώτερος στόχος της ήταν ο προσεταιρισμός των μετριοπαθών κεντροαριστερών ψηφοφόρων, προκειμένου να αυξήσει τα ποσοστά του κόμματός της, ώστε αυτό να εξαρτάται σε μικρότερο βαθμό από μικρότερα κόμματα της Αριστεράς και του κέντρου στην περίπτωση που το προοδευτικό «κόκκινο μπλοκ» πλειοψηφήσει στις επικείμενες εκλογές και πάλι του συντηρητικού «γαλάζιου μπλοκ». Μέχρι στιγμής, η στρατηγική της πρωθυπουργού είναι η επικρατέστερη (εικόνα 3), όπως και η δημοφιλία της έναντι των υπόλοιπων πολιτικών αρχηγών (εικόνα 4).

image
Εικόνα 3: Πρόσφατη δημοσκόπηση για τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές στη Δανία με αποτελέσματα συγκριτικά με τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές του 2019. Τα κόμματα Α, Β, F, Q, Å, Ø απηχούν ιδεολογικά προοδευτικές απόψεις, ενώ τα V, O, C, D, M, K και Æ συντηρητικές.

image
Εικόνα 4: Πρόσφατη δημοσκόπηση για τον/την επικεφαλής κόμματος που προτιμούν οι πολίτες της Δανίας για πρωθυπουργό

Η «(ακρο)δεξιά πολυκατοικία»

Την ίδια ώρα που οι σοσιαλδημοκράτες και οι εταίροι τους εκτός κυβέρνησης αψιμαχούν για το ποιος θα έχει μεγαλύτερη επιρροή στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, η Κεντροδεξιά προσπαθεί να ανασυνταχθεί. Το «Κόμμα της Αριστεράς» (οικονομικά και κοινωνικά κεντροδεξιό) πρόσφατα φαίνεται να κερδίζει και πάλι έδαφος έναντι του «Συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος» στη μάχη για τη δεύτερη θέση. Αμφότερα πάντως επιθυμούν το ένα την καλή πορεία του άλλου, ώστε να αποσπάσουν τα «κλειδιά της διακυβέρνησης» από τους σοσιαλδημοκράτες με μια ατζέντα χαμηλότερης φορολογίας. Τα παραδοσιακά κόμματα της δανέζικης Κεντροδεξιάς συνεπικουρούν τα πρωτοεμφανιζόμενα κόμματα των «Μετριοπαθών» (κεντροδεξιό), της «Νέας Δεξιάς» και των «Δημοκρατών της Δανίας» (υπερδεξιά), μαζί με τα ολοένα και λιγότερο δημοφιλή «Φιλελεύθερη Συμμαχία» και «Λαϊκό Κόμμα της Δανίας» (ακροδεξιό) (εικόνες 1 και 2).

Ωστόσο, εξίσου σημαντική θωρείται πως είναι η επιρροή του «Λαϊκού Κόμματος της Δανίας» τόσο στο πρόγραμμα των υπόλοιπων κομμάτων της Δεξιάς όσο και στους ίδιους τους σοσιαλδημοκράτες. Οι εκλογικές επιτυχίες του εν λόγω κόμματος τα προηγούμενα χρόνια, με αποκορύφωμα την πρώτη θέση στις ευρωεκλογές του 2014 (26,6%) και τη δεύτερη στις βουλευτικές εκλογές του 2015 (21,1%), έχουν μετατοπίσει δραστικά προς μια συντηρητική κατεύθυνση την κοινωνική ατζέντα στη χώρα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον τομέα της μετανάστευσης. Το 2021 ψηφίστηκε από όλα σχεδόν τα κοινοβουλευτικά κόμματα  νόμος περί «διάκρισης των πολιτικών προσφύγων από πρόσφυγες που προέρχονται από κοινωνικά ασφαλείς περιοχές» με ταυτόχρονη αυστηροποίηση των κριτηρίων για τους αιτούντες άσυλο που επιθυμούν να μεταβούν από δομές φιλοξενίας της Μεσογείου στη Δανία, με ειδική στόχευση κατά των μουσουλμάνων.

Αντί επιλόγου

Στην Δανία δύο είναι τα δεδομένα: Πρώτον, η χώρα θα συνεχίσει να έχει τουλάχιστον ένα (κατ’ όνομα ή επί της ουσίας) αριστερό κόμμα στην κυβέρνηση, καθώς, εκτός από τους σοσιαλδημοκράτες, τα διάφορα αριστερά κόμματα και το κεντρώο «Ριζοσπαστικό Κόμμα της Αριστεράς», «Αριστερά» («Venstre») ονομάζεται επίσης το μεγαλύτερο και πλέον ιστορικό κεντροδεξιό κόμμα[1].

Δεύτερον, θα τηρηθεί τουλάχιστον μία «παράδοση»: είτε επί τρίτη συναπτή σκανδιναβική εκλογική αναμέτρηση (εξαιρώντας την Ισλανδία το 2021) η κυβέρνηση θα αλλάξει χέρια, είτε οι σοσιαλδημοκράτες θα συνεχίσουν να βρίσκονται στο «τιμόνι», όπως συμβαίνει σε πασίγνωστη τηλεοπτική σειρά της χώρας αλλά –συνήθως– και στην πραγματική ζωή σε οποιαδήποτε από τις πέντε χώρες της χερσονήσου. Για αυτά που δεν γνωρίζουμε ή δεν μπορούμε να προβλέψουμε, οι απαντήσεις θα αρχίσουν να δίνονται σε λίγες ημέρες.

[1] Ο ιδρυτής του κόμματος εμπνεύστηκε το όνομά του πριν από 150 χρόνια από τους «φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές» των μετεπαναστατικών γαλλικών Εθνοσυνελεύσεων, που κάθονταν στα αριστερά έδρανα του κοινοβουλίου, χωρίς όμως να είναι «αριστεροί» με τη σημερινή έννοια του όρου. Μετά από μια διάσπαση στις αρχές του 20ού αιώνα, μερικοί από τους διαφωνούντες ίδρυσαν το «Ριζοσπαστικό Κόμμα της Αριστεράς», διαφοροποιώντας αισθητά τις θέσεις τους από εκείνες του ολοένα και πιο συντηρητικού  Venstre.