Tο νέο, και πιο καθοριστικό έως τώρα, βήμα εξόδου στις αγορές κάνει σήμερα το ελληνικό Δημόσιο, με την έκδοση του αναμενόμενου 7ετούς ομολόγου και με στόχο την άντληση ποσού 3 δις ευρώ.

Ads

Οπως ήδη ανακοινώθηκε επισήμως στο Χρηματιστήριο, ανάδοχοι της έκδοσης αναλαμβάνουν οι Barclays, BNP Paribas, Citi, JP Morgan και Nomura, ενώ το βιβλίο προσφορών αναμένεται να ανοίξει – πλην θεαματικού απροόπτου – αύριο, αφού “συνεκτιμηθούν εκ νέου και οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές”, όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά πηγές που μετέχουν στην διαδικασία.

Η έκδοση του επταετούς ομολόγου εντάσσεται στο εγχείρημα της δημιουργίας του αποθεματικού των 18 έως 20 δις που θα λειτουργήσει ως το “μαξιλάρι ασφαλείας” για την πλήρη επιστροφή της χώρας στις αγορές μετά τον επόμενο Αύγουστο και την έξοδο από το Μνημόνιο. Παράλληλα, δε, αποτελεί έναν ακόμη από τους σταθμούς του εξάμηνου “οδικού χάρτη” που έχει σχεδιάσει η κυβέρνηση προκειμένου να επιτύχει την λεγόμενη “αυτοδύναμη έξοδο” – δηλαδή, το οριστικό τέλος των Μνημονίων χωρίς να χρειαστεί πιστοληπτική γραπτή ή οποιασδήποτε άλλης μορφής χρηματοδότηση από τους δανειστές.

Σ’ αυτόν τον οδικό χάρτη, σύμφωνα με τις πληροφορίες, σε κομβικό χρονικό σημείο αναδεικνύεται ο Μάρτιος, οπότε και στο πλαίσιο του Eurogroup αναμένεται η πρώτη συζήτηση με συγκεκριμένη ατζέντα προτάσεων για την ρύθμιση του χρέους.

Ads

Οι προτάσεις του ESM

Κατά τις ίδιες πληροφορίες, ήδη υπάρχουν προωθημένα προσχέδια από την πλευρά του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) για την συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους – προσχέδια, τα οποία έχουν ως κοινή βάση τον στόχο για περαιτέρω μείωση του χρέους σε ποσοστό περίπου 20% του ΑΕΠ.

Τα δε “εργαλεία” που προτείνονται για την επίτευξη αυτού του στόχου περιλαμβάνουν επιμήκυνση της ωρίμανσης των δανείων, ασφαλιστικές δικλείδες για την διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα, καθώς επίσης και την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που είχαν αγοράσει οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης και η ΕΚΤ.

Ο βασικός σχεδιασμός προβλέπει ότι τα εργαλεία αυτά θα συνδυαστούν και με την γαλλική πρόταση της “ρήτρας ανάπτυξης”, ήτοι της σύνδεσης των επιπέδων αποπληρωμής του χρέους με τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ενώ ανοιχτό παραμένει πάντοτε και το ενδεχόμενο εξαγοράς από τον ESM του υπολοίπου δανείου του ΔΝΤ. Μια τέτοια εξαγορά έχει το πλεονέκτημα του χαμηλότερου κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, καθώς τα επιτόκια του ESM είναι πολύ χαμηλότερα από εκείνα του Ταμείου, ωστόσο επ’ αυτού η τελική απόφαση θα έχει να κάνει με τον ακριβή ρόλο που θα διατηρήσει – ή δεν θα διατηρήσει – τελικά το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.

Ο ρόλος του ΔΝΤ

Ο ρόλος αυτός αναμένεται επίσης να αποσαφηνιστεί μέσα στην άνηοιξη, τόσο ελληνικές όσο και κοινοτικές πηγές όμως επισημαίνουν το τελευταίο διάστημα ότι τα μηνύματα που εκπέμπει πλέον το ΔΝΤ δείχνουν μεταστροφή της στάσης του και αυξημένες πιθανότητες να παραμείνει στο πρόγραμμα.

Το πλεονέκτημα της παραμονής του Ταμείου είναι ότι θα ενταθεί η πίεση προς τους ευρωπαίους για πιο ριζική ελάφρυνση του χρέους, το μειονέκτημα όμως συνίσταται στο ότι το ΔΝΤ είναι εκείνο που έχει αξιώσει την εφαρμογή των νέων μέτρων του 2019 και του 2020 (μείωση συντάξεων και αφορολόγητου) κι εάν παραμείνει θεωρείται πολύ δύσκολη η επαναδιαπραγμάτευσή τους.

Σε κάθε περίπτωση, καταλυτικό ρόλο για το τί θα ισχύσει στην πρώτη μεταμνημονιακή περίοδο θα παίξει το λεγόμενο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων ελληνικής ιδιοκτησίας, το οποίο ήδη προετοιμάζεται από το κυβερνητικό επιτελείο, με τη συνδρομή της Κομισιόν και της Γαλλίας. Στόχος, είναι να δημιουργεί ένα πρόγραμμα σε καθαρά αναπτυξιακή κατεύθυνση που θα αποτελέσει και την “εγγύηση” τόσο προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ όσο και προς τις αγορές για την ανάκτηση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας.