Ο ‘Ακης Τσοχατζόπουλος ήταν υπουργός ‘Αμυνας από το 1996 έως το 2001. Τον Οκτώβριο του 2013 καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών επειδή, με βάση το δικαστικό πόρισμα, για ξέπλυμα μαύρου χρήματος το οποίο προερχόταν από μίζες επί εξοπλιστικών προμηθειών στην διάρκεια της υπουργικής θητείας του. Το εν λόγω μαύρο χρήμα δε, με βάση πάντοτε τα στοιχεία της δικαστικής έρευνας, αποτιμήθηκε στα 16.202.000 ελβετικά φράγκα και 1.748.000 δολάρια για την προμήθεια των TOR M1 και στα 2.960.225 ελβετικά φράγκα για τα υποβρύχια της γερμανικής FERROSTAAL.

Ads

Ο Γιάννος Παπαντωνίου διαδέχθηκε τον ‘Ακη Τσοχατζόπουλο στο υπουργείο ‘Αμυνας και διατήρησε το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο έως το 2004. Την περασμένη Τρίτη προφυλακίστηκε, όπως και η σύζυγός του, με την κατηγορία ότι πήρε μίζα 2.835.000 ελβετικών φράγκων από την γαλλική Thales Nederland για την απόκτηση των έξι φρεγατών τύπου «S» από το Πολεμικό Ναυτικό.

Ο Τάσος Μαντέλης ήταν υπουργός Μεταφορών από το 1997 έως το 2000. Τον περασμένο Μάιο το Εφετείο τον καταδίκασε σε κάθειρξη 5 ετών – μειώνοντας την πρωτόδικη ποινή των 8 ετών – για ξέπλυμα 450.000 μάρκων, που προέρχονταν από τα μαύρα ταμεία της Siemens. Η προμήθεια αφορούσε το project ψηφιοποίησης του ΟΤΕ.
Ο Θεόδωρος Τσουκάτος ορίστηκε το 1996 προϊστάμενος του «Γραφείου Κοινωνικού Διαλόγου» του πρωθυπουργού και έκτοτε, κι έως το 2000, ήταν ίσως ο στενότερος συνεργάτης του Κώστα Σημίτη. Το 2008 παραπέμφθηκε για το αδίκημα της συνέργειας σε δωροδοκία και ο ίδιος ομολόγησε ότι πήρε 1.000.000 μάρκα επίσης από τα μαύρα ταμεία της Siemens τα οποία παρέδωσε στο ταμείο της Χαριλάου Τρικούπη.

Όλα αυτά μάλλον είναι (υπερ)αρκετά για να αποδείξουν ότι κάτι σάπιο υπήρχε στο «βασίλειο» του εκσυγχρονισμού. Και είναι επίσης αρκετά για να απαιτούν μια πολιτική ομολογία λάθους, μια εξήγηση, μια παρέμβαση έστω από τον έχοντα την ευθύνη του «βασιλείου» – τον τότε πρωθυπουργό.

Ads

Ο Κώστας Σημίτης όμως επέλεξε, και εξακολουθεί να επιλέγει, την επιδεικτική σιωπή. Για την ακρίβεια, επί 14 χρόνια οι μοναδικές φορές που μίλησε για την πιο σκοτεινή πλευρά του εκσυγχρονισμού, την διαφθορά, ήταν δύο: Η πρώτη ήταν για να προαναγγείλει την προσφυγή του στην Δικαιοσύνη όταν δημοσιεύματα τον ενέπλεξαν προσωπικά στις διαδρομές του μαύρου χρήματος κατά την προμήθεια του C4Ι, του συστήματος ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων. Αφετηρία εκείνης της εμπλοκής είχε αποτελέσει η κατάθεση που είχε δώσει στους Γάλλους εισαγγελείς ο πρώην πρόεδρος της Thales, Μισέλ Ζοσερόν.

Η δεύτερη φορά ήταν περίπου πριν από ενάμισι χρόνο, στην συνέντευξή του στον Σκάι, όπου αποφάσισε να κάνει μια από τις σπάνιες δημόσιες παρεμβάσεις του για να ζητήσει την διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Για να δηλώσει αμέσως μετά, αναφερόμενος στις υποθέσεις Τσοχατζόπουλου και Παπαντωνίου πως «η διαφθορά είναι κοινωνικό φαινόμενο». «Για να ξεπεραστεί», είχε πει, «χρειάζονται προσπάθειες όσον αφορά την δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τη λειτουργία της Πολιτείας, την παρέμβαση στην κοινή γνώμη. Η καταπολέμησή της δεν γίνεται με καταγγελίες… Δεν γίνεται με εχθρότητα. Γιατί όποιος καλλιεργεί εχθρότητα, παράγει εχθρότητα».

Ενδεχομένως αυτή η θεωρητική – και πολιτικά κυνική – προσέγγιση της πολιτικής διαφθοράς να ήταν εκείνη που ώθησε χθες τον Σταύρο Θεοδωράκη να γράψει:  «Το ότι ο Σημίτης κατόρθωσε να ισορροπήσει τη χώρα το ’96, το ότι συγκρούσθηκε με τον λαϊκισμό και ακολούθησε μια συνεπή ευρωπαϊκή πορεία (και έβαλε και την Κύπρο στην ΕΕ), δεν σημαίνει ότι όλα όσα έγιναν στα χρόνια του ήταν καλά καμωμένα. Και όσο πιο σύντομα αποφασίσει να μιλήσει για τα λάθη και τις παραλείψεις της δικής του περιόδου, τόσο πιο πειστικές θα είναι οι συμβουλές που δίνει για το μέλλον».

‘Ισως η ίδια αυτή προσέγγιση να έκανε και τον Γιάννη Ραγκούση να πει ότι «η πολιτική ευθύνη είναι ιστορική κι έχει ονοματεπώνυμο/α», και να ρωτήσει εάν το Κίνημα Αλλαγής «είναι πλυντήριο;».

Κι ίσως επίσης να είναι ο ίδιος θεωρητικός κυνισμός που θέτει αυθορμήτως το επόμενο ερώτημα: Ποιο θα είναι το πιο βαρύ στίγμα στην πολιτική παρακαταθήκη που, διακαώς, επεδίωξε και επιδιώκει να αφήσει ο Κώστας Σημίτης – η τότε αδράνειά του απέναντι στο βαθύ κράτος της διαφθοράς ή η επίμονη αφωνία του ενώπιον ακόμη και των πειστηρίων του εγκλήματος;