Κηδεύθηκε προχθές Παρασκευή στο Αλμυρό, όπου γεννήθηκε, η σπουδαία αγωνίστρια και διανοούμενη Κατίνα Λατίφη. Σε ηλικία 95 ετών παρέμενε πάντα αγωνιστική, οξυδερκής και καλά πληροφορημένη, μιλήσαμε την τελευταία φορά την Πρωτοχρονιά για τα χρόνια πολλά.

Ads

Η ζωή της μοιάζει με κινηματογραφική ταινία. Μαθήτρια στην εθνική αντίσταση, εξόριστη στην Ικαρία μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, πολιτική πρόσφυγας στη Ρουμανία, παράνομη στην Αθήνα στο δίκτυο του Νίκου Μπελογιάννη, φοιτήτρια κοινωνικών και οικονομικών επιστημών στη Μόσχα, το Βουκουρέστι και το Παρίσι, ερευνήτρια και συγγραφέας τεσσάρων θαυμάσιων βιβλίων.

Η φωτογραφία της, αντάρτισσα στο Δημοκρατικό Στρατό, έγινε γνωστή σε όλη τη δημοκρατική Ευρώπη.

Από μια μεγάλη συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει, παραθέτω ένα απόσπασμα στο οποίο περιγράφει πώς, λόγω των διωγμών, αναγκάστηκε να καταφύγει στο βουνό και να πάρει μέρος στον Εμφύλιο Πόλεμο:

Ads

Μπήκαν λοιπόν οι Εγγλέζοι σαν κατακτητές, μας κουβαλήσανε το βασιλιά, κουβαλήσανε αυτούς που θέλανε να κάνουν κυβέρνηση, τους δώσανε υπουργεία, και από την άλλη τη μεριά εμάς μας σφάζανε. Εξόπλισαν το παρακράτος, εξόπλισαν τους συνεργάτες των Γερμανών. Είναι φοβερό, αυτοί που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, ήρθαν μετά και σκοτώνανε τους πατριώτες.

..Ένα βράδυ του Μαρτίου του 1945 ήρθαν και χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού μας οι Σούρληδες. Ήμουν άρρωστη, η μάνα μου είχε κάνει ένα σωρό γιατροσόφια και είχα πέσει σε βαθύ ύπνο. Ήρθε ο πατέρας μου και μου είπε: «Σε ζητούν οι Σούρληδες».

Οι Σούρληδες- τους έλεγαν έτσι από το όνομα του Σούρλα, του αρχηγού τους, πασίγνωστου λήσταρχου και ζωοκλέφτη από την περιοχή των Φαρσάλων- είχαν αρχίσει να γίνονται ο φόβος και ο τρόμος στην περιοχή. Έκαναν ό,τι ήθελαν. Έσφαζαν, βίαζαν γυναίκες, άρπαζαν περιουσίες. Ήταν άντρες με γένια μακριά και λαδωμένα. Φορούσανε κουδούνια να ακούγονται, ήταν ζωσμένοι με μαχαίρια και πιστόλια, όλα καινούργια, εγγλέζικα.

Ο μπαμπάς μου τους είπε: «Δεν την αφήνω να έρθει μαζί σας» και τότε εκείνοι του έβαλαν το πιστόλι στο αυτί. Άρχισα να φωνάζω: «Μπαμπά, φύγε γιατί θα σε σκοτώσουν». Με πήραν και με πήγαν σε ένα δάσος. Με βάλανε στη ρίζα ενός δέντρου και άρχισαν να πυροβολούν.

Είχαν μαζί τους και κάποιον που ήτανε ανάπηρος της Αλβανίας. Εκείνος με απειλούσε, μου έλεγε: «Θα σε σφάξω, βγες στο μπαλκόνι να πεις πως ό,τι κάνατε ήταν λάθος, πως μετανιώσατε». Ένας άλλος από την ομάδα που με γνώρισε, γιατί έμενε κάποτε στην αυλή μας, τσακώθηκε μαζί τους και τελικά με αφήσανε και έφυγα. Και από κει άρχισε η οδύσσεια του χωρισμού από την οικογένειά μου, έτρεχα από πόλη σε πόλη, με τη βοήθεια και της ΕΠΟΝ.

Δείτε εδώ την ιστορία της

«Θα πάω στο βουνό ».

..Πέρασα στην παρανομία, κρυβόμουνα. Παντού είναι δύσκολη η παρανομία όταν σε κυνηγάνε αλλά σε μια μικρή επαρχία είναι ακόμη πιο δύσκολη γιατί όλος ο κόσμος είναι σεσημασμένος. Το κράτος είχε οργανωθεί σε τέτοιο βαθμό που ήξερε όχι μόνο τι πίστευα εγώ αλλά και αν κάποιος από την οικογένειά μου είχε πάρει μέρος στο εαμικό κίνημα. Ποτέ άλλοτε το ελληνικό κράτος δεν είχε οργανωθεί τόσο καλά. Υπήρχαν παρακρατικές οργανώσεις που κάλυπταν όλη την επικράτεια. Έφευγες από την περιοχή του Σούρλα, σε έπιανε ο Καλαμπαλίκης.

Ήταν τέλεια οργανωμένοι και δρούσαν με ακρίβεια και ταχύτητα. Σε έπιαναν, σε περίμενε αμέσως ένα αυτοκίνητο και χωρίς να το καταλάβεις, βρισκόσουν  εξόριστος. Ήταν πολύ δύσκολο να κρυφτείς. Κάποτε ήταν μοιραίο ότι θα σε έπιαναν. Από τον τόπο μας τουλάχιστον δεν ξέρω άνθρωπο να κατάφερε να μείνει κρυμμένος καθ’ όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου. Ή τον έπιασαν ή τον εκτέλεσαν ή τον πήγαν εξορία ή βγήκε στο βουνό.

Με έπιασαν λοιπόν και εμένα και με έστειλαν εξορία στην Ικαρία. Πριν ακόμη περάσει ο χρόνος που είχε ορίσει η λεγόμενη Επιτροπή Εθνικής Ασφαλείας, μου ήρθε άλλο ένα εξάμηνο παράταση και παραπομπή στο στρατοδικείο γιατί είχα κάτι κουπονάκια με τα οποία μαζεύαμε συνδρομή για την ΕΠΟΝ.

Δεν τα σκίσαμε τα κουπονάκια, ούτε εγώ ούτε η Πελαγία, η άλλη κοπέλα που ήμαστε μαζί, γιατί λέγαμε ότι κάποτε θα τα παραδώσουμε στην οργάνωση για να είμαστε εντάξει. Γι’ αυτά τα κουπονάκια που ήταν μέσα σε ένα τουρβαδάκι ραμμένο με τα χέρια μου, γι’ αυτά με έστελναν στο στρατοδικείο με βάση το τρίτο ψήφισμα του νόμου κατά των αντιστασιακών.

Με απέλυσαν από την εξορία, με πήγαν στο Χατζηκυριάκειο και σκόπευαν να με ξαναστείλουν στον Σούρλα να με εξοντώσει. Το έσκασα όμως από τους αστυφύλακες και δραπέτευσα. Δεν είχα όμως πού να κρυφτώ. Βρέθηκαν τότε κάποιες οικογένειες που με περιμάζεψαν και μου προσέφεραν σιγουριά και ασφάλεια. Τους οφείλω απέραντη ευγνωμοσύνη.

Έφτασα κάποτε στο Βόλο. Κρυβόμουνα στο σπίτι της θείας μου και ένα βράδυ ήρθαν κρυφά οι γονείς μου να με δούνε. Είχα μάθει ότι έναν άλλο, με τον οποίο είχαμε συνταξιδέψει από την Αθήνα μέχρι το Βόλο, τον είχαν πιάσει και τον σκότωσαν δηλητηριάζοντάς τον. Ήξερα ότι δεν μπορούσα να κρύβομαι εκεί, μέσα στην οικογένεια, καθώς είχαν πιάσει ήδη το γαμπρό της θείας μου και τον αδελφό του και τους είχαν λιώσει στο ξύλο. Ήτανε ζήτημα χρόνου να πιάσουν κι εμένα.

Ήρθαν οι γονείς μου και αντί να χαρούμε που ανταμώσαμε, εμείς κλαίγαμε. «Δεν μπορείς να έρθεις στον Αλμυρό», είπε η μάνα μου, «αφού ούτε εμείς δεν μπορούσαμε να έρθουμε σ’ εσένα, είπαμε ψέματα ότι πάμε στο γιατρό, βγάλαμε κάτι ψεύτικα χαρτιά. Να μείνεις εδώ, αποκλείεται, θα σε πιάσουνε ξανά. Ούτε γίνεται να πας στην Αθήνα, μόλις ήρθες από εκεί, δραπέτευσες με τόσες δυσκολίες».

«Δεν έχουμε πουθενά να πας», είπε και ο πατέρας μου. Το αδιέξοδο ήταν φοβερό. Και τότε εγώ είπα: «Θα πάω στο βουνό. Έχουν πάει κι άλλοι, θα καταφύγω εκεί». «Όχι, σε καμιά περίπτωση μην πας , θα σκοτωθείς στο βουνό», είπαν και οι δυο τους. Την εποχή εκείνη και μόνον η λέξη βουνό σήμαινε στρατοδικείο. Οι κυρώσεις για όσους έβγαιναν στο βουνό ήταν τέτοιες που πολλοί άνθρωποι φοβόνταν και μόνο στο άκουσμα της λέξης .

Γι’ αυτό και η μάνα μου είπε: «Όχι, να μην πας, να πιαστείς εδώ, να ερχόμαστε να σε βλέπουμε τουλάχιστον στη φυλακή».

«Ποια φυλακή;» της είπε ο πατέρας μου, «τους εκτελούνε και στη φυλακή τώρα». Και δεν είπαν τίποτε άλλο. Έβλεπαν μπροστά τους αδιέξοδο. Εκείνο το βράδυ ούτε φάγαμε ούτε ήπιαμε ούτε κοιμηθήκαμε. Το πρωί σηκώθηκαν, με φίλησαν κλαίγοντας και έφυγαν. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου.

Προσπάθησα να βρω τρόπο να βγω στο βουνό. Ήταν πολύ δύσκολο γιατί οι ίδιες οι οργανώσεις δεν βοηθούσαν πολύ. Ήταν αρχές του 1947 και επικρατούσε εκείνη η μεσοβέζικη και λίγο αλλοπρόσαλλη κατάσταση για το αν θα γίνει τελικά αντάρτικο ή δεν θα γίνει. Ο πατριώτης μου ο Τρικαλινός μου έστειλε ειδοποίηση να βγω στις Αλυκές του Βόλου και να κρυφτώ εκεί, στις καλαμιές. Εκεί υπήρχαν και άλλοι κρυμμένοι και μαζί με αυτούς βγήκα στο βουνό.

Ήμουνα όμως άρρωστη, είχα ήδη ένα πρόβλημα στην καρδιά γιατί είχα αρρωστήσει στη φυλακή από βαριάς μορφής αμυγδαλίτιδα που μου είχε πειράξει την καρδιά. Είχα άγχος και η αναπνοή μου ακούγονταν πολύ. Στη μεγάλη πορεία που κάναμε τροχάδην από τις Αλυκές του Βόλου για να βγούμε στη Ζαγορά όλη τη νύχτα, σε κορυφές και ανηφόρες, ένιωσα και την πρώτη απογοήτευση από τα λόγια του συνδέσμου που μου είπε: «Τι βγήκες, συναγωνίστρια; Θα μας πάρεις στο λαιμό σου, έτσι που ακούγεται η αναπνοή σου».

Το παντελόνι.

Οι δυσκολίες στο βουνό ήταν μεγάλες: πείνα, δίψα, φοβερή αϋπνία. Εγώ υπέφερα πιο πολύ από τη δίψα. Δύσκολα βρίσκαμε νερό γιατί δεν πηγαίναμε εκεί που υπήρχαν βρύσες επειδή φυλάγονταν. Μερικές φορές, ορμώμενη από τη δίψα, ξεμάκραινα από το τμήμα μου και πήγαινα σε μέρη που δεν ήταν ασφαλή και κινδύνευα. Προσπαθούσα να τιθασεύσω τη δίψα μου αλλά δεν ήταν πάντα εύκολο.

Δεν ξέρω τι ήταν το πιο δύσκολο να αντέξει κανείς στο βουνό. Μπορεί να ήταν η πείνα, υπήρχαν φορές που δεν είχαμε τίποτε να φάμε. Άλλες φορές ήταν το αβάσταχτο κρύο, η βροχή. Δεν θυμάμαι ποτέ να χόρτασα ύπνο και να είμαι στεγνή. Ήμαστε συνέχεια μούσκεμα. Ιδιαίτερα όταν βρισκόμαστε στην περιοχή της Όθρυος και κυρίως των Αγράφων, όπου κάναμε πορείες μέσα από ποτάμια και χείμαρρους και μέναμε πάντα έξω στο ύπαιθρο. Όλο βρεγμένοι ήμασταν, όλο αχνίζαμε. Όποτε μπορούσαμε να ανάψουμε φωτιές, αχνίζαμε.

Στα Άγραφα κράτησα όπλο αλλά δεν έτυχα σε μάχη με όπλο. Μετά μου δώσανε, όταν ανεβήκαμε επάνω στο Γράμμο. Εκεί είχα όπλο και αυτόματο. Όπλο είχανε όλες οι κοπέλες που ήτανε και υπεύθυνες για τις ομάδες κοριτσιών και γυναικών στα τάγματα και τις ταξιαρχίες γιατί κινούνταν συνέχεια. Και την ώρα της μάχης. Αν κάτι συνέβαινε δίπλα σου, έπρεπε να πας να δεις τι συμβαίνει. Σπάνια είχες σταθερή θέση με κοτρόνια γύρω σου να σε καλύπτουν.
Φοβόμαστε στις μάχες. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν φοβάται. Μόνο με τη θέληση και την πίστη καταφέρναμε να κυριαρχήσουμε στο φόβο. Οι πιο δύσκολες στιγμές ήταν οι στιγμές της αναμονής πριν από τη μάχη…Δεν πολυσκεφτόμαστε αν θα σκοτωθούμε, γιατί δεν προφταίναμε να σκεφτούμε. Φοβόμαστε αλλά στη μάχη είχαμε να κάνουμε πολλά πράγματα.

Διαβάστε επίσης: H Kατίνα Tέντα – Λατίφη για τον Πέτρο Σ. Κόκκαλη

Μια μέρα με κάλεσε ο διοικητής και μου είπε: «Θα κατέβεις κάτω στην Αναγούρα, όπου ήταν τα συνεργεία-η σημερινή Ανάβρα, που βρίσκεται από την πλευρά του Δομοκού-, γιατί σε θέλουν». Δεν μου είπαν για ποιο λόγο. Θυμούμαι ότι φορούσα τότε μια αλατζένια ζιπ-κιλότ. Πήγα στο χωριό και εκεί ο ράφτης, ο Τζότζος, ένας πατριώτης μου, μου πήρε μέτρα να μου κάνει παντελόνι. «Δεν γίνεται», μου είπε, «οι κοπέλες να φορούν φουστάνια εδώ πάνω στα βουνά». Και μου έφτιαξε ένα παντελόνι, με φανελένιο ύφασμα από το εργοστάσιο του Παπαγεωργίου. Το φόρεσα και ντρεπόμουνα λιγάκι. Νόμιζα ότι είχα φέρει τον κόσμο πάνω-κάτω. Μετά έραψαν και άλλες κοπέλες παντελόνι και το συνηθίσαμε.

Το μεγάλο πρόβλημα όμως δεν ήταν το να φορέσουμε παντελόνι, βλέπαμε κι εμείς ότι ήτανε αναγκαίο, αλλά το ότι όταν είχαμε πορείες μουσκευόμασταν συνέχεια και μετά ο παγωμένος αέρας που φυσούσε, έκανε το μάλλινο παντελόνι να κοκαλώνει. Στις πορείες το παντελόνι τρίβονταν στο πόδι, από πάνω ώς κάτω, και μας έκανε μεγάλες πληγές. Και ξαναβρεχόμαστε και χιόνιζε και παγώναμε και ήμαστε με τις πληγές ανοιχτές. Η λύση που βρήκαμε ήταν να ράψουμε μακριά σώβρακα από βαμβακερό ύφασμα. Όχι ότι λύθηκε το πρόβλημα εντελώς αλλά, τέλος πάντων, μας απάλυνε κάπως εμάς τις γυναίκες που είχαμε πιο ευαίσθητη επιδερμίδα.

Η επιστράτευση των  γυναικών.

Στον Δημοκρατικό Στρατό ήτανε πρωτόγνωρο το ποσοστό συμμετοχής των κοριτσιών στα μάχιμα τμήματα , έφτανε ώς και 30% σε ορισμένα. Οι γυναίκες καλύπτανε όλες τις υπηρεσίες πέρα από τη συμμετοχή τους στον πόλεμο ως μάχιμες, προσέφεραν πολλά γιατί νοικοκύρευαν πολύ τα τμήματα.

Γιατί οι γυναίκες όλο έραβαν και ένα κουμπί περισσότερο ενώ ο μαχητές άναβαν φωτιά μέσα στη βροχή ή έστηναν ένα μικρό καλυβάκι. Η νοικοκυροσύνη των γυναικών φάνηκε πολύ στα νοσοκομεία. Και ακόμη περισσότερο στα χειρουργεία που ήταν υποδειγματικά. Όταν ήρθαν ο Πωλ Ελυάρ και όλοι οι άλλοι Γάλλοι και Εγγλέζοι διανοούμενοι και ποιητές μείνανε έκπληκτοι. Έλεγαν ότι ο γαλλικός στρατός δεν είχε τέτοια χειρουργεία στον πόλεμο.

Οι γυναίκες έφτιαχναν κήπους, φύτευαν πανσεδάκια, μαργαρίτες, έπαιρναν τα μούσκλια από τα δέντρα, τα πότιζαν και γινόταν σαν γκαζόν. Έκοβαν χαρτιά και έφτιαχναν κουρτινάκια στα αμπριά. Και όλα αυτά πέραν της μάχιμης συμμετοχής τους. Υπήρξαν κοπέλες στον Δημοκρατικό Στρατό, οι οποίες υπερτερούσαν από πολλούς άντρες σε μετάλλια ανδρείας. Αυτή είναι μία άλλη μεγάλη ιστορία της συμμετοχής των γυναικών, η οποία δυστυχώς ξεχάστηκε μετά την ήττα.

..Ήταν λάθος να επιστρατεύουν και κοπέλες. Η επιστράτευση των ανδρών δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι και ο κυβερνητικός στρατός επιστράτευε τους πάντες. Αλλά οι κοπέλες; Πώς θα την πάρεις την κοπέλα μέσα από το σπίτι της; Αυτό ήταν μεγάλο λάθος.

Εμείς ήμαστε εθελόντριες αλλά δεν το βλέπαμε με καλό μάτι, δεν μας άρεσε που έπαιρναν οι δικοί μας κοπέλες την ώρα που κοιμόνταν στο σπίτι τους, τη νύχτα. Βέβαια οι κοπέλες αυτές μετά ενσωματώνονταν. Τι άλλο να έκαναν; Ήταν πιο εύκολο άμα είχαν και αριστερές καταβολές. Αλλά υπήρχαν και κοπέλες που δεν είχαν καμία καταβολή αριστερή και προσπαθούσαν να το σκάσουν. Το έσκαγαν για λίγες μέρες, άλλες γυρίζανε, άλλες αρρωσταίνανε.

..Ήμαστε νέοι αλλά ήμαστε σε πόλεμο. Και είχαμε λάβει τέτοια διαπαιδαγώγηση ώστε να βλέπουμε τον διπλανό μας ως συναγωνιστή. Δεν είχε πει κανένας ότι απαγορεύονται οι σχέσεις μεταξύ μας αλλά υπήρχε ένας έλεγχος. Βλέπω τώρα κάτι αμερικάνικα πολεμικά φιλμ που χάνονται οι στρατιώτες μέσα στα δάση και παίζουν μπουνιές για τα μάτια μιας στρατιωτίνας. Εμείς δεν είχαμε τέτοια, αυτά ήταν πολύ έξω από μας.

Σε ορισμένες περιοχές, τις πιο ψηλές, τα πράγματα ήτανε και πιο αυστηρά. Ο Αμάρμπεης που ήταν αρχηγός στο αρχηγείο Αγράφων έλεγε: «Εμείς έχουμε κορίτσια που είναι κυρίως από αγροτικές περιοχές, από την επαρχία. Γιά σκεφτείτε να μαθευτεί ότι η κόρη του τάδε που είναι στα χέρια μας, έμπλεξε με κάποιον αντάρτη; Πάει, διαλυθήκαμε. Εμείς έχουμε ευθύνη για σας τα κορίτσια, είμαστε οι πατεράδες σας. Εδώ έχουμε έναν αγώνα, μας καταδιώκουν».

Αυτό ήταν το πνεύμα που επικρατούσε και δεν υποφέραμε από αυτό καθόλου. Και εγώ ήμουνα νέα κοπέλα. Και εμένα μπορεί να μου άρεσε κάποιος γιατί είχε μάτια ωραία ή γιατί είχε ωραία κορμοστασιά αλλά σταματούσα εκεί. Γιατί είχα άλλα μπροστά μου να κάνω. Έλεγα τώρα έχουμε αγώνα και αυτά θα έρθουν με τον καιρό.

Υπήρξαν περιπτώσεις κοριτσιών που παντρευτήκανε εκεί. Και διαλύονταν αυτά τα ζευγάρια γιατί σκοτώνονταν ο ένας από τους δύο. Βλέπαμε αυτά τα δράματα και φοβούμαστε και μαζευόμαστε ακόμα πιο πολύ. Είχαμε όμως αναπτύξει πολύ μεγάλη συντροφικότητα. Μέσα σε όλον αυτόν το χαλασμό στάθηκα τυχερή σε ένα πράγμα: γνώρισα την ανθρώπινη φύση στις καλύτερές της εκφράσεις, στα καλύτερά της συναισθήματα.

Γνωριμία με τον Νίκο Μπελογιάννη.

Όταν χτυπήθηκαν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού στο Βίτσι και ηττηθήκαμε ουσιαστικά, περάσαμε κατά τμήματα στην Αλβανία. Εμείς περάσαμε από τη μεριά της Μικρολίμνης, δεν ήταν πολύ μακριά απ’ τα σύνορα.

..Μπήκαμε στην Αλβανία σε μια κατάσταση φωτιάς, αεροπλάνα να πετούν πάνω από τα σύνορα, οι Αλβανοί να μας σπρώχνουν γρήγορα γρήγορα γιατί σκέφτονταν ότι έρχεται ο στρατός και ότι μπορεί να χτυπήσει και εκείνους. Ηταν Αύγουστος του 1949. Τότε γνώρισα από κοντά τον Νίκο Μπελογιάννη.

Ήταν πολύ απλός, προσιτός, είχε χιούμορ. Δεν έλεγε πολλά αλλά αυτά που έλεγε σου τα εκσφενδόνιζε και γελούσες. Ήταν φοβερά έξυπνος άνθρωπος, απ’ αυτούς που χωρίς να λένε τίποτε, δείχνουν τη βαρύτητά τους.

.Ένα σούρουπο φύγανε όλα τα τμήματα. Αργότερα μάθαμε ότι πήγαν στην Τασκένδη. Εμείς είχαμε στρατοπεδεύσει έξω από το Ελμπασάν, σε ένα πολύ ειδυλλιακό μέρος, με δεντράκια και νερά. Είχαμε μείνει οχτώ άτομα. Επικεφαλής μας ήτανε ο Μπελογιάννης.

Ήτανε μια πολύ δύσκολη στιγμή γιατί ώς τότε ήμαστε χιλιάδες συναγωνιστές, γνωστοί μεταξύ μας. Είχαμε περάσει τόσα μαζί, είχαμε θυσιαστεί ο ένας για τον άλλον και τελικά μείναμε οχτώ άτομα. Αντιληφθήκαμε ότι οι άλλοι πήγαν κάπου, δεν ξέραμε όμως πού ακριβώς.

Έπεσε εκείνο το σούρουπο και μας πλάκωσε. Φύγανε, λέγαμε, οι σύντροφοί μας σε νέα χώρα, ποιος ξέρει πότε θα τους δούμε. Ο Μπελογιάννης έκανε διάφορα για να μας διασκεδάσει. Δεν ήταν εύκολο να διασκεδαστεί το πράγμα αλλά εκείνος τουλάχιστον προσπαθούσε.

Με τον Μπελογιάννη φύγαμε με το ίδιο πλοίο για την Πολωνία. Ήταν η Πρωτοχρονιά του 1950 και μας βάλανε σε ένα πλοίο στο Δυρράχιο. ..Το ταξίδι με το πλοίο ήταν δύσκολο, γιατί πολλοί από εμάς δεν ξέραμε από θάλασσα. Όμως κατά περίεργο τρόπο η θάλασσα στο Βισκαϊκό, παρότι ήταν χειμώνας, Γενάρης μήνας, ήτανε σχετικά ήρεμη.

Στο πλοίο βγάλαμε και εφημερίδα. Θυμούμαι ότι δούλεψαν γι’ αυτήν ο Ακριτίδης, ο Τζεφρώνης, ο Τσακίρης, ο Μπελογιάννης με τον Μήτσο Δάλλα, μέλος και αυτός της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.

Εκτός από την εφημερίδα, όλοι αυτοί μαζί με ένα φαρμακοποιό είχαν βρει μια σκόνη, διαβολόσκονη την έλεγαν και την έβαζαν στα προσκέφαλά μας. Και αυτή προκαλούσε φοβερό φτέρνισμα. Μέσα στο αμπάρι που μας είχανε, ήμαστε όλοι ξαπλωμένοι και φτερνιζόμαστε. Μπορεί να ήμαστε θλιμμένοι αλλά το γεγονός ότι ήμασταν όλοι μαζί, μας βοηθούσε. Τη διασκεδάζαμε τη ζωή μας. Γελούσαμε πολύ, κάναμε πειράγματα. Ήμαστε αγέρωχοι. Παρόλο που μέσα μας πονούσαμε γιατί ήμασταν οι ηττημένοι.

..Είχαμε άλλωστε και το τραγούδι. Μας είχε μείνει από το βουνό, τραγουδούσαμε πολύ στο βουνό. Το τραγούδι είχε γίνει συστατικό της ζωής μας, αναπνέαμε και τραγουδούσαμε.
H βιβιλιογραφία της: Τα απόπαιδα (1999· 2019· γαλλική έκδοση: Les enfants répudiés de Grèce, 2014), Πέτρος Σ. Κόκκαλης: Βιωματική βιογραφία, 1896-1962 (2011), Μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη (2019) και η συλλογή διηγημάτων Οι αγάπες του πολέμου (2022). 

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο μου « Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο και την ελληνική Αριστερά»( Εστία).