Αίσθηση έχει προκαλέσει η επιλογή της εφημερίδας «Καθημερινή» να επισημάνει στους αναγνώστες της ότι διαφωνεί με το άρθρο του Νίκου Μαρατζίδη, ο οποίος είναι τακτικός αρθρογράφος της εφημερίδας.

Ads

Τόσο εφημερίδες, όσο και site συνηθίζουν πολλές φορές να επισημαίνουν για τους αρθρογράφους που δεν είναι έμμισθοι συνεργάτες, ότι οι απόψεις είναι προσωπικές και δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με τις απόψεις της εφημερίδας ή του site.

Αρκετές φορές έχει συμβεί μετά από σχόλια αναγνωστών η εφημερίδα ή το site να επισημάνει ότι δεν συμφωνεί με την άποψη του αρθρογράφου. Ωστόσο, αν δεν είναι πρωτοφανές, είναι εξαιρετικά σπάνιο να υπάρχει προκαταβολική διευκρίνιση ότι η εφημερίδα δεν συμφωνεί με το άρθρο που δημοσιεύει. 

Αναλυτικά το άρθρο με τίτλο «Η μοναξιά του αντιφρονούντος» και η επισήμανση στο τέλος:

Ads

Η ισότητα, παρότι ελκυστική για τους πολλούς, είναι για τους πιο αδύναμους ένα σπάνιο αγαθό.

Ηπιο τρομακτική ιστορία που άκουσα ποτέ για τη Στάζι ήταν αυτή μιας νεαρής περιβαλλοντικής ακτιβίστριας στην Ανατολική Γερμανία του ’80. Επιστρέφοντας σπίτι της μια μέρα, αντιλήφθηκε μικρές αλλαγές. Η εξώπορτα ήταν κλειδωμένη δύο και όχι τρεις φορές όπως την είχε αφήσει, η πετσέτα του μπάνιου κρεμασμένη δεξιά αντί αριστερά, η οδοντόβουρτσα αλλού.

Κατά τ’ άλλα, άθικτα όλα, τίποτε που να δίνει την εντύπωση μιας διάρρηξης. Το σκηνικό συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες. Η κοπέλα κυριεύθηκε από ανασφάλεια και φόβο, αλλά δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Δεν τόλμησε να καλέσει την αστυνομία. Θα την έβλεπαν σαν μια ενοχλητική παράξενη, σκέφτηκε. Μοιράστηκε το πρόβλημά της με κάνα δυο φίλους και τη μητέρα της και την αντιμετώπισαν όπως το είχε προβλέψει. Με τα χρόνια, συνήθισε αυτήν την κατάσταση, τον φόβο και τη μοναξιά.

Οταν το καθεστώς έπεσε, η ίδια έσπευσε να δει τον φάκελό της στη Στάζι. Αργότερα, διηγούνταν με δάκρυα χαράς τον ενθουσιασμό της όταν διάβασε τις αναφορές του πληροφοριοδότη, πως οι πράκτορες της μυστικής αστυνομίας μπαινόβγαιναν κρυφά σπίτι της, έλεγχαν τον χώρο χωρίς να πειράξουν τίποτε και απλώς άλλαζαν θέση σε μικροπράγματα. Ηθελαν να ξέρει πως παρακολουθείται, αλλά και να αισθάνεται ανήμπορη και μόνη.

Την ιστορία μού θύμισε τo συγκλονιστικό άρθρο του Τάσου Τέλλογλου («Σε συνθήκες απόλυτης μοναξιάς», https:// gr.boell.org/el ). Ο γνωστός δημοσιογράφος καταγράφει την εμπειρία του σε σχέση με το σκάνδαλο των υποκλοπών, περιγράφοντας από την πλευρά του θύματος το βίωμα των απροκάλυπτων και εκφοβιστικών πρακτικών παρακολούθησης.

Διεισδυτικά το άρθρο μεταφράζει τη σημερινή κατάσταση ως «δυστοπία» που «αποτελεί μέρος του συστήματος ελέγχου της πλειοψηφίας»: «Ολοι ήξεραν ποιοι τα έκαναν αυτά, δεν ανακαλύψαμε κάποιο μυστικό και η εξουσία ήθελε να το ξέρουν. Ηταν μέρος του συστήματος ελέγχου της πλειοψηφίας. Ο Τύπος δεν πήγαινε πίσω. Τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης της χώρας αγνόησαν εντελώς την υπόθεση Κουκάκη, δύο ιστοσελίδες των δέκα ατόμων προσωπικού συνολικά “σήκωσαν” αυτή την υπόθεση επειδή οι υπόλοιποι δεν ήθελαν να διαταράξουν τη σχέση τους με την κυβέρνηση. Συχνά τον ρόλο εκείνου που νουθετούσε τα μέσα ή ακόμα χειρότερα μεμονωμένους δημοσιογράφους ήταν το ίδιο το γραφείο του πρωθυπουργού».

Η απομόνωση του αντιφρονούντος είναι η τέχνη του ολοκληρωτισμού. Αντίθετα από αυτό που νομίζουν πολλοί, τα ανελεύθερα καθεστώτα που μακροημερεύουν δεν στηρίζονται στην κτηνώδη βία, αλλά στις εσωτερικευμένες αναστολές και στον κομφορμισμό των ανθρώπων· στην αποδοχή της πλειονότητας πως αυτό που βιώνει είναι μια «κανονική» κατάσταση που «συμβαίνει και αλλού», που «συνέβαινε και παλιά» και, εντέλει, «όποιος κάθεται ήσυχα δεν έχει να φοβάται τίποτε». Η εξεύρεση πρόθυμων και ικανών συνεργατών που θα αναλάβουν το (επικερδές) έργο της διαπόμπευσης των αντιφρονούντων, προκειμένου να αποξενώσουν την κριτική από τα νοήματά της, είναι επίσης τέχνη.

Καθώς οι άνθρωποι κολακεύονται να πιστεύουν πως πιο πολύ σέβονται παρά φοβούνται την εξουσία, η τελευταία χειραγωγεί την έξη τους να υποτάσσονται στο κύρος και στη δύναμή της, ακόμη κι όταν αυτή απροκάλυπτα παρανομεί ενώπιόν τους. Η εξουσία όχι μόνο γνωρίζει πως οι άνθρωποι δείχνουν περισσότερο επιεικείς απέναντί της από όσο στους συνανθρώπους τους, αλλά φροντίζει και να τους το καλλιεργεί. Συμβάλλει σε αυτό και το γεγονός πως η Δημοκρατία και το κράτος δικαίου είναι πρόσφατα οικοδομήματα –σε αντίθεση με τον αυταρχισμό που υπάρχει αιώνες τώρα– και πως η ισότητα, παρότι ελκυστική για τους πολλούς, είναι για τους πιο αδύναμους ένα σπάνιο αγαθό, που μαθαίνουν να ζουν χωρίς αυτό.

Σε τέτοιες συνθήκες, οι φωνές διαμαρτυρίας απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία είναι περιορισμένες και αδύναμες, όχι απλώς επειδή οι άνθρωποι φοβούνται, αλλά κυρίως επειδή δεν το κρίνουν αναγκαίο. Οταν δεν την αντιμετωπίζουν ως αυθάδεια, οι άνθρωποι βλέπουν τη διαμαρτυρία ως ιδιοτροπία, ως υποχόνδρια κοινωνική συμπεριφορά, που μεγαλοποιεί ασήμαντες διαταραχές. Καθώς οι άνθρωποι έχουν και άλλα ζητήματα, αδήριτες ανάγκες να ασχοληθούν, σύντομα η προσοχή τους στρέφεται αλλού. Αντίθετα από την εξουσία, που ζει ως εισοδηματίας σιτιζόμενη από τους πολίτες (που σιτίζουν και τους φίλους της), η ιδιότητα του πολίτη είναι απολύτως ερασιτεχνική.

Τελικά, όπως κι αν το δει κανείς, η αντίσταση στις αυθαιρεσίες της εξουσίας φαντάζει πολυτέλεια, όπως ίσως η τέχνη, οι καλοί τρόποι, η αισθητική, η ηθική, ο πολιτισμός· όπως οτιδήποτε διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα.

*Το κείμενο εκφράζει την προσωπική άποψη του αρθρογράφου, με την οποία η «Κ» διαφωνεί.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας».