«Αυτές οι σκηνές δεν έπρεπε να έχουν συμβεί. Ηταν φριχτές, εφιαλτικές οι στιγμές»λέει στην «Εφημερίδα των Συνταντών» η πανεπιστημιακή καθηγήτρια, Κωνσταντίνα Ριτσάτου, που αγκάλιασε, για να προστατεύσει, τον φοιτητή που χτυπούσαν οι αστυνομικοί, κατά την εισβολή τους στον χώρο της Πρυτανείας του ΑΠΘ.

Ads

Και οι φοιτητές της, σημερινοί και παλιότεροι, αλλά και όσοι δεν τη γνώρισαν σε κάποιο αμφιθέατρο, της αντιγύρισαν τη συμπαράσταση με τον συγκλονιστικό χαιρετισμό: «Γεια σου ρε δασκάλα, γεια σου καπετάνισσα. Οh captain! My captain!».

Όπως σημειώνει το δημοσίευμα, η καθηγήτρια Ιστορίας του Θεάτρου, με απέχθεια στη δημοσιότητα, τους κάθε είδους βεντετισμούς, κλήθηκε τώρα να διαχειριστεί και την αμηχανία της μπροστά σε μηνύματα όπως αυτό του Τμήματός της: «Κυρία Ριτσάτου, σας ευχαριστούμε για το σημερινό μάθημα…».

«Μου δίνουν χαρά οι παλιοί μου και οι σημερινοί φοιτητές που μου τηλεφωνούν ή μου γράφουν, χαίρομαι μόνο γιατί όλο τούτο λειτουργεί ως παράδειγμα» λέει εφημερίδα, σημειώνοντας πως «με συγκινούν όλοι τους, τούτη η ανάδραση είναι αφορμή και για αναστοχασμό, για όσα είπαμε, για όσα θέλουμε να πούμε ο ένας στον άλλον, είναι μάθημα, το μάθημα και οι στόχοι του, να μην κατεβάζουμε ποτέ και για κανένα λόγο τον πήχη, και να διδάσκουμε επιπλέον, όσο μπορούμε, με το ήθος μας. Υπογραμμίζω μόνο, μακάρι να μην είχαμε ζήσει όσα έγιναν προχθές, να μη χρειαζόταν να μπω κι εγώ στο “κάδρο”, να μην είχα τούτη τη δημοσιότητα, διότι με ξεπερνά, διότι ο βεντετισμός κάνει κακό και στο θέατρο, πόσο μάλιστα στους ανθρώπους του Πανεπιστημίου».

Ads

Πώς βρέθηκε εκεί; «Πήγαμε με τον άνδρα μου (τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Χρίστο Ταξιλτάρη) στην Πρυτανεία γιατί μάθαμε ότι μπήκανε τα ΜΑΤ, μας κάλεσαν τα παιδιά για βοήθεια, δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε. Πήγαμε για να περιφρουρήσουμε τον χώρο μας και αυτό που είδαμε ήταν σοκαριστικό. Ξέρετε, κατάγομαι από την ταπεινή αλλά περήφανη Κρήτη κι όταν πάτησα πρώτη φορά μέσα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο για να διδάξω ως καθηγήτρια ήμουν βαθιά συγκινημένη και χαρούμενη, ένιωθα ότι πετάω κυριολεκτικά, γιατί βρισκόμουν μέσα σε τούτο τον χώρο τον γεμάτο ιστορία και ζωή. Χθες, όμως, άρχισαν να τρέχουν τα μάτια μου, έκλαιγα, όχι από τα δακρυγόνα, αλλά γιατί είδα τον στρατό των ένστολων που είχαν γεμίσει τον χώρο και δεν αναγνώριζα καθόλου το σπίτι μας, δεν αναγνώριζα τα κτίρια, τα γρασίδια…».

Και τι σκέφτεται μία μέρα μετά; «Λέω πρώτα ότι ευτυχώς ο φοιτητής δεν χτυπήθηκε σοβαρά και, δεύτερο, αυτές οι σκηνές δεν έπρεπε να είχαν συμβεί, δεν έπρεπε με τίποτα ένας φοιτητής να είναι στο χώμα, να τον χτυπούν και να πρέπει να σπεύσει μια καθηγήτρια να τον προστατεύσει. Ηταν φριχτές, ήταν εφιαλτικές οι στιγμές. Οι πρυτάνεις δυστυχώς δεν έκαναν τη δουλειά τους, δεν προστάτεψαν το σπίτι τους. Δεν θέλουμε να γεμίζουμε πόνο και οργή όταν μπαίνουμε στο σπίτι μας, στο Πανεπιστήμιο. Θέλουμε να μοιράζουμε τα πνευματικά αγαθά, να προωθούμε την έρευνα και τη σκέψη, οπότε θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην έχουμε τα Πανεπιστήμιά μας σε αυτή τη μορφή που θέλουν να επιβάλουν, γι’ αυτό και είμαστε δίπλα στους φοιτητές μας που τους έχουμε χάσει έναν και πλέον χρόνο τώρα λόγω της πανδημίας. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην έχουμε το Πανεπιστήμιο σε τούτη την κατάσταση, θα αγωνιστούμε για να καταργηθεί αυτός ο νόμος, να μην εφαρμοστεί ποτέ».