Πως δομείται υπέρ των λίγων η πολιτική χειραγώγηση των πολλών; Με μια λιτή και γεμάτη ορθογραφικά λάθη (ούτε εγώ όταν παραπαίω να την είχα γράψει) ανακοίνωση, το γραφείο του Πρωθυπουργού χρησιμοποίησε ως πολιτικό επιχείρημα θανατικής καταδίκης ένα σύνθημα ακροαριστερών στην πορεία αλληλεγγύης: «Όταν οι αντάρτες θα μπαίνουν στην Αθήνα, το Σύνταγμα θα λέγεται πλατεία Κουφοντίνα», χρεώνοντας το μάλιστα σε στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δηλαδή από όλες τις παρεμβάσεις Δικηγορικών Συλλόγων, Κοινωνικά Φιλελεύθερων Δεξιών, Πολιτικών που επισημαίνουν τους κινδύνους για τη νομικό μας πολιτισμό, μια εκλεγμένη κυβέρνηση επιλέγει να ‘συνομιλήσει’ με αυτό, εμφανιζόμενη ως ο αντίθετος πόλος του ενός άκρου. Είναι κατ’ αντιστοιχίαν η οπαδική συμπεριφορά που επιχαίρει όταν βρίζονται όλες οι πειραιώτισσες ή θεσσαλονικιές μάνες επειδή μια ηχηρή μειοψηφία φωνάζει Βούλγαροι ή βρίζει νεκρούς. Είναι κατ’ αντιστοιχίαν σα να χρεώνονται όλοι κι όλες όσοι επιβαίνουν σε ένα αστικό λεωφορείο, τον εφαψία ή τον πορτοφολάκια που βρέθηκε να μετακινείται μαζί τους. Είναι κατ’ αντιστοιχίαν η πολιτική ρητορική που εάν υπήρξε ειλημμένη απόφαση να καταργηθούν οι δημόσιες συγκοινωνίες θα κανοναρχούσε (τους απαραίτητους για την αποδοχή από το «κοινό» της απόφασης μήνες) μέσα από τα μίντια «για τους εφαψίες και τους πορτοφολάκηδες που αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία, βρίσκοντας ‘προνομιακό καταφύγιο μέσα στα λεωφορεία».
 
Όποιος/α έχει συμμετάσχει σε πορεία μπορεί άνετα να την συγκρίνει με την δημόσια συγκοινωνία. Πολυσυλλεκτικές από τη φύση τους κι απόλυτα εξατομικευμένες, δίνουν την ευκαιρία σε κάθε γκρουπ να κατεβάσει τα συνθήματα του και να αναδείξει την συμπεριφορά του. Στην πραγματικότητα μία από τις πρώτες περιόδους στις οποίες άρχισα να αντιλαμβάνομαι την χειριστική αναπαράσταση της αλά μίντια «πραγματικότητας», ήταν όταν νέα έβλεπα μπάχαλους να σπάνε τις αλυσίδες μας γιατί προφανώς στον δικό μου χώρο δεν είχαμε χτισμένους «οικοδόμους» και κρατούσαμε συχνά βιβλία. Κι όμως η αφήγηση των καναλιών  έθετε το ερώτημα με τρόπο που φώτιζαν τις ευθύνες μου και όχι τις ευθύνες της αστυνομίας. Προσωπικά έχω δει κτηνωδία σε όλους τους χώρους και δεν φταίνε πάντα οι αστυνομικοί, ας μην είμαστε τόσο παθολογικά νάρκισσοι ώστε να βολευόμαστε σε «πάντα» και «ποτέ». Αλλά το ότι η ευθύνη ήταν δική «μου» να σταματήσω τον ‘φορτωμένο’ μπάχαλο που με χρησιμοποιούσε και κυνικά και ξαφνικά ως ασπίδα ενώ ήμουν και άοπλη και πιτσιρίκα, κι όχι των ένστολων μέσα από τους οποίους περνούσαν κάποιες φορές, και η προβολή της στους απόμακρους καναπεδάκηδες ως «αυτονόητης»,  με είχε κάνει να «στροφάρω». Άλλο ζούσα συχνά κι άλλο μου έλεγαν πως ζούσα.

Ads

Αυτό κάνει αυτήν την στιγμή η Κυβέρνηση Μητσοτάκη: Χειραγωγεί τα συναισθήματα των συντηρητικών πολιτών, τον (δίκαιο) «αποτροπιασμό» τους από εμφυλιοπολεμικά συνθήματα όσων αρνούνται να ξεχάσουν τον Δεκέμβρη, (λες και δεν βλέπουν πόσο το εμφυλιοπολεμικό κλίμα κάνει ξάφνου παρέλαση σε εφημεριδες και κοινωνικά δίκτυα της δεξιάς ώστε να καλυψουν τοσο ανεξήγητα έναν παιδόφιλο –και μη μου πείτε πως απηχούν τόσο συντονισμένα δικές τους απόψεις- γιατί οι ηγέτες δουλεύουν με μπροστινούς ώστε να μείνουν αδιάβροχοι) ώστε να τους πείσει  πως η «Δημοκρατία» κινδυνεύει από έναν ισοβίτη, πως όλη η αριστερά ταυτίζεται με τις μεθόδους του και να τους κάνει  συνένοχους με την σιωπή τους. Ο Lacan υποστήριξε ότι η πραγματικότητα υφίσταται μια μορφή «φαντασιακής αιχμαλωσίας σε μια εξωτερική εικόνα» «πραγματική» ή «επιβαλλόμενη», που είναι στην πραγματικότητα η εικόνα ενός άλλου που κατανοείται ως εαυτός. Αυτό σας κάνουν, αυτό μας κάνουν.

Τα χάσματα μεταξύ των στοιχείων και των ατόμων μιας πολυσχιδούς και πολυπρισματικής την ίδια ώρα πραγματικότητας «καλύπτονται από κοινά σύμβολα και ιδανικά, που ενώνουν τις αντιφάσεις και μειώνουν τις αντιθέσεις, ώστε να μπορούν να μεταλαμπαδεύσουν τα συναισθήματα του ιερού, της αγάπης, του σεβασμού, της θυσίας, του φόβου, που αποτελούν το συνθετικό υλικό των κοινοτήτων» έγραψε ο Ballibar κι ανάμεσα τους η υποχρέωση του σεβασμού στη ζωή και του νομικού πολιτισμού, ακόμη κι όταν απέναντι σου στέκεται άτομο που δε σεβάστηκε κανένα από τα δύο, ώστε να δείξεις πως είσαι (ή κρατάς μια ελπίδα να γίνεις) ως κοινωνία καλύτερη του, πως έχεις -γι’αυτό- το δικαίωμα να τον κρίνεις, κι εκ δεξιών κι εξ αριστερών. Γιατί καθόλου δεν ταυτιζόμαστε μαζί του, αφού το μόνο που καταφέρνει ο αδιέξοδος δρόμος της τρομοκρατίας (που χτυπά συμβολικά άτομα λες και οι δομές δεν θα παράξουν άλλα στη θέση τους, λες κι έχουμε δικαίωμα να πάρουμε ζωές «πολιτικά άλλων») είναι να αναπαράγει τον κανιβαλισμό κι άρα να επανασυγκροτεί την κυριαρχία. Όμως η αναγνώριση των κοινών συμβόλων δημιουργεί και αναπαράγει συνθήκες ηρεμίας και οικειότητας (Giddens, A. 1991), που οι κοινωνίες έχουν ανάγκη όσο ποτέ, όπως και αναπαράγεται σ’ αυτές, παραμένοντας ανεκτική σε διαφορές που δεν αναιρούν τη συναίρεση των βασικών προτιμήσεων της ομάδων. «Όμως, σε συνθήκες απειλής και κρίσης… μπορεί να αναδείξει τις οξείες γωνίες της, να απολέσει την ανεκτικότητα, να γίνει μια βίαιη ματιά που… εκβιάζει την ομοιότητα να μετατραπεί την κοινωνία σε εφιάλτη» (Θεοδωρίδης, Π. 2004, σελ. 120).
 
Το να το κάνουν περιθωριακοί και ακραίοι είναι πολύ διαφορετικό από το να το κάνει μια Κυβέρνηση, κρατικά ό,τι πιο κεντρικό, πολύ προβληματικό. Κι όταν προσπαθεί να το επιβάλλει στην κοινωνία ώστε να την κάνει συνεργάτη με την σιωπή της, (γιατί μου είναι ακατανόητο πως μπορεί οποιοσδήποτε να επιχαίρει αραχτός με έναν αναμενόμενο θάνατο. Πόσο μάλλον όταν αυτός κρίνει ένα από τα τελευταία αναχώματα της ίδιας της -πανταχόθεν βαλλόμενης- “αστικής Δημοκρατίας”, επηρεάζοντας την ζωή όλων μας, όποια στάση κι αν έχουμε) τότε γίνεται και πολύ επικίνδυνο.
 
Θα ήθελα να διευκρινίσω (πέρα από το αυτονόητο πως το αίτημα ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ να αλλάξει η ποινή του τρομοκράτη) πως όποιος.α πιστεύει στην διαλεκτική και δεν ψάχνει διαρκώς την αυτοδικαίωση του “ακόμη κι αν ο κόσμος καεί”, γνωρίζει θαρρώ πως στην ζωή είναι απαραίτητοι και το ίδιο χρήσιμοι (ανάλογα τις περιστάσεις) κι αυτοί που τραβούν μπροστά κι αυτοί που τραβούν τα γκέμια όταν χρειάζεται. Έτσι, παρόλο που η ατμομηχανή της ιστορίας είναι οι πρώτοι.ες, έχω ακούσει σε κάποιες περιπτώσεις με πολύ ΣΕΒΑΣΜΟ τις απόψεις συντηρητικών φιλοσόφων μα και πολιτών που θεωρούσα έντιμους.ες. Ακόμη και τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης είχα ανάγκη να βλέπω το καλό δίπλα στο κακό. Υπήρξα στα περισσότερα μάλλον πολιτικά αφελής, αλλά η ανάγκη δεν αίρεται. Είχα την φαντασίωση πως θα το βούλωναν οι μπάχαλοι εάν υπήρξε μία χειρονομία μεγαλείου από μέρους όσων κυβερνούν, κι ιδίως από όσους θρηνούν νεκρό. Αντιμετωπίζω τα αισθήματά τους με απόλυτο σεβασμό. Όχι όμως την διάθεση του κράτους στην υπηρεσία των συναισθημάτων τους. Αντ’ αυτού θέλουν να σας δέσουν με σιωπή και να μας αντιπαρατάξουν με μίσος. Κανείς χώρος δεν είναι αθώος του αίματος. Αλλά μην τσουβαλιάζετε και μην τσουβαλιάζουμε κανέναν χώρο ώστε ν’ αλλαξει εις βάρος όλων μα η ατζέντα. Μην το επιτρέψετε. Εάν αυτοθεωρήστε ραχοκοκαλιά της κοινωνίας πως αφήνετε να σας χρησιμοποιούν ως συνομιλητές των ακραίων τόσο της κουκούλας όσο και της γραβάτας; Από αυτό εξαιρώ φανερά τις οικογένειες των θυμάτων, η ανακοίνωση των οποίων πρέπει να γίνει αποδεκτή με σεβασμό κι όχι με αφ’ υψηλού κριτική.

Δεν έχω δικαίωμα να τους ζητήσω να ξεχάσουν αφού δεν ξέρω αν θα ξεχνούσα εγώ. Άλλο όμως κατανοώ (δεν δικαιολογώ) τον γονιό που πάει να εκδικηθεί για το παιδί του κι άλλο δέχομαι παθητικά την προώθηση της θανατικής ποινής από την συντεταγμένη πολιτεία, είτε στην περίπτωση του Κουφοντίνα, είτε των Χουντικών, είτε του Λιγνάδη. “Η εκδίκηση είναι ένα είδος πρωτόγονης δικαιοσύνης, προς την οποία έλκεται η ανθρώπινη φύση. Το χρέος του νόμου είναι να προσπαθεί να την ξεριζώσει.” έγραψε ο Βάκων

Ads

Σε περιόδους που οι ταυτότητες βρίσκονται υπό απειλή και άρα υπό διαπραγμάτευση, αναπτύσσονται συστήματα λόγου που έχουν ευθεία αναφορά και επί-δραση στη λεγόμενη «πόλωση της κατασκευής». Ο λόγος μετατρέπεται έτσι σε κοινωνική δράση, σε ρητορικά εργαλεία συγκεκριμένων κατηγοριών, που χρησιμοποιούνται για να έχουν μικροκοινωνιολογικά αλλά και μακροκοινωνιολογικά αποτελέσματα (Edwards D. and Potter, J., 1992) για το σύνολο της κοινωνίας.

Φοβάμαι δηλαδή ότι θα το καταφέρουν ΚΑΙ αυτό… Να γίνει η Ελλάδα η 1η Ευρωπαϊκή χώρα με νεκρό απεργό πείνας στον 21ο αιώνα, να βγουν τα μπάχαλα να ρημάζουν, κι οι ίδιοι να συσπειρώσουν το “ακροδεξιό κοινό” τους αλλάζοντας και την κοινωνικοπολιτική ατζέντα…Έτσι είναι! Άμα δεν χρησιμοποιήσεις κυνικά έναν “αρεστό θάνατο” τι πολιτικός καριέρας είσαι;