Η Γερμανία αποκλείστηκε για δεύτερη συνεχόμενη φορά στη φάση των ομίλων του Παγκοσμίου Κυπέλλου και πολλοί είναι αυτοί που μιλούν για το τέλος εποχής μιας «μεγάλης ποδοσφαιρικής δύναμης». Μέχρι και Γκάρι Λίνεκερ, ο παλαίμαχος Άγγλος στράικερ και νυν αθλητικός σχολιαστής του BBC και του BT Sports, έσπευσε να «ανανεώσει» τη θρυλική του φράση.

Ads

«Το ποδόσφαιρο είναι ένα απλό παιχνίδι. 22 άνδρες κυνηγούν μια μπάλα για 90 λεπτά και στο τέλος κερδίζουν πάντοτε οι Γερμανοί», είχε πει. Μετά τον νέο αποκλεισμό από τη φάση των ομίλων με ανάρτησή του στο Twitter συμπλήρωσε: «Αρκεί να καταφέρουν να περάσουν από τη φάση των ομίλων».

Στη Γερμανία έχει ξεκινήσει ήδη το «blame game». «Χιλιοστά… κι όμως μίλια» έγραψε το Spiegel παρουσιάζοντας τον αποκλεισμό της Εθνικής Γερμανίας. Η αναφορά αφορούσε το γκολ της Ιαπωνίας που μέτρησε επειδή για χιλιοστά η μπάλα βρισκόταν πάνω από την τελική γραμμή. «Αν κατά την κατασκευή είχε βαφτεί η γραμμή λίγο πιο λεπτή… αλλά αυτή η παχιά λευκή τελική γραμμή επέτρεψε στον Ιάπωνα Kaoru Mitoma να “σπάσει” την μπάλα για τον Ao Tanka… που έριξε νοκ άουτ τη Γερμανία από μακριά (σ.σ. ο αγώνας της Γερμανίας διεξαγόταν την ίδια ώρα σε άλλο γήπεδο)».

Ήταν όντως αυτό το γκολ που έδωσε τη νίκη στους Ιάπωνες κόντρα στην Ισπανία και παράλληλα έστειλε σπίτι τους τους Γερμανούς. Όμως μήπως τελικά αυτή η εθνική Γερμανίας απέχει… «μίλια» από την ποιότητα προηγούμενων ομάδων.

Ads

Οι Γερμανοί άφησαν τη μοίρα τους στα χέρια άλλων και πλήρωσαν το τίμημα, όπως έχει συμβεί και με πολλές άλλες ομάδες στο παρελθόν. Όμως ξέρουν πως δεν έφταιγε η Ισπανία που δεν μπόρεσε να κερδίσει τους Ιάπωνες, κάτι που θα τους έδινε την πρόκριση, αφού οι ίδιοι κέρδισαν τελικά 4-2 την Κόστα Ρίκα. «Η Γερμανία δεν είναι πλέον μια ομάδα ελίτ», σημείωσε στη Deutsche Welle ο αθλητικός δημοσιογράφος Τζόναθαν Χάρντινγκ.

Όπως υπογραμμίζει στο άρθρο του η ομάδα είχε ελλείψεις σε σημαντικές θέσεις, όπως στο κέντρο ή στα ακραία μπακ. Κυρίως όμως ο αρθρογράφος εστιάζει στα διαρθρωτικά προβλήματα του γερμανικού ποδοσφαίρου και τις ακαδημίες.

«Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 υπήρξε μια σημαντική αναθεώρηση στο σύστημα ακαδημιών της Γερμανίας που δημιούργησε μια γενιά τεχνικά προικισμένων και τακτικά έξυπνων παικτών. Αυτό οδήγησε, εν μέρει, και στις λαμπρές ποδοσφαιρικές σελίδες του 2014. Όμως από τότε η Γερμανία καθυστέρησε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Οι μεταρρυθμίσεις στις ακαδημίες έχουν ήδη ξεκινήσει αλλά θα χρειαστούν τουλάχιστον μια δεκαετία για να αποδώσουν καρπούς», αναφέρει.

Στην τρέχουσα φάση, σημειώνει ο Τζόναθαν Χάρντινγκ, μια είναι η αλήθεια που τόσο καιρό έμενε κάτω από το χαλί: «Η Γερμανία δεν ανήκει πλέον στην κατηγορία των μεγάλων ομάδων. Είναι απλά μια ακόμη ομάδα και τα στατιστικά της το αποδεικνύουν. Έχει μόλις τρεις νίκες στα τελευταία δέκα επίσημα παιχνίδια».

Όπως έγραψε η Bild: «πρόκειται για το τέλος εποχής ενός άλλοτε μεγάλου ποδοσφαιρικού έθνους. Τέσσερις φορές παγκόσμιοι πρωταθλητές, τρεις φορές πρωταθλητές Ευρώπης». «Μετά τη Ρωσία το 2018, πιστεύαμε ότι δεν θα μπορούσε να γίνει χειρότερο. Αλλά τώρα ξέρουμε ότι μπορεί. Είναι μια καταστροφή. Η Γερμανία έχει γονατίσει», έγραψε η sportbild.

Για το «Kicker», το κορυφαίο ποδοσφαιρικό περιοδικό της Γερμανίας, η εθνική της χώρας «είναι συντρίμμια σε όλα τα επίπεδα». «Η ευθύνη βαραίνει πολλούς, από τον προπονητή Χανς Φλικ μέχρι τον αθλητικό διευθυντή Όλιβερ Μπίρχοφ και τον πρόεδρο της Γερμανικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (DFB) Μπερντ Νόιεντορφ», έγραψε. «Ένα αποτέλεσμα που ταιριάζει σε αυτό τεράστιο χάος», συμπληρώνει σε άρθρο της η Süddeutsche Zeitung.

Η κριτική στον Χανς Φλικ είναι δεδομένη, ωστόσο το «ελαφρυντικό» που πολλοί του αναγνωρίζουν είναι πως ο 57χρονος πρώην προπονητής της Μπάγερν Μονάχου ανέλαβε μόλις τον Αύγουστο του 2021 και το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ ήταν μόλις το πρώτο του μεγάλο τουρνουά. Έτσι τα περισσότερα πυρά συγκεντρώνει ο Όλιβερ Μπίρχοφ, ο αθλητικός διευθυντής που ήταν υπεύθυνος στις τελευταίες αποτυχίες της εθνικής ομάδας.

Δημοσιεύματα, σύμφωνα με τη Deutsche Welle, κάνουν λόγο για «νέο χαμηλό στην ιστορία του γερμανικού ποδοσφαίρου», ενώ κάποιοι αναρωτιούνται μήπως η ιστορία με το περιβραχιόνιο «One Love» απέσπασε την προσοχή των ποδοσφαιριστών από τις επιδόσεις τους εντός γηπέδου. «Αν είχαν το θάρρος να φορέσουν το περιβραχιόνιο – εκατομμύρια Γερμανοί οπαδοί θα είχαν τουλάχιστον έναν λόγο να είναι περήφανοι για την εθνική τους ομάδα», έγραψε η Bild.

Το περιβραχιόνιο «One Love» και το «φάντασμα του Οζίλ»

Το θέμα με το περιβραχιόνιο «Onel Love» βρέθηκε στο επίκεντρο της διοργάνωσης στο Κατάρ. Η Εθνική ομάδα της Γερμανίας, στην πρεμιέρα της στο Μουντιάλ στον αγώνα της 23ης Νοεμβρίου κόντρα στην Ιαπωνία, θέλησε να εμφανιστεί στο γήπεδο με περιβραχιόνιο – σημαία της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας καταγγέλλοντας τις πολιτικές του Κατάρ σε βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η FIFA, επικαλούμενη τους κανονισμούς της διεθνούς ομοσπονδίας, «μπλόκαρε» τη συγκεκριμένη κίνηση και έτσι οι παίκτες εμφανίστηκαν στην ομαδική φωτογραφία (κεντρική φωτό) πριν από την έναρξη του αγώνα με τα χέρια στο στόμα, στέλνοντας το μήνυμα της φίμωσης.

Η κίνηση τους έκανε τον γύρο του κόσμου με πολλά θετικά σχόλια, ωστόσο υπήρξαν και αυτοί που έκαναν λόγο για υποκρισία. Πολλοί συνέκριναν την σχετικά χλιαρή κίνηση των Γερμανών διεθνών ποδοσφαιριστών με τη στάση που κράτησαν τα μέλη της εθνικής ομάδας του Ιράν, οι οποίοι αν και διέτρεχαν σοβαρούς κινδύνους δεν δίστασαν να διαμαρτυρηθούν για το αιματοκύλισμα του κινήματος των γυναικών στη χώρα τους. Επίσης ήρθε σε μια στιγμή που η γερμανική κυβέρνηση, όπως αναφέρει το Foreign Policy, οριστικοποιούσε μια μεγάλη συμφωνία με το Κατάρ για παροχή υγροποιημένου φυσικού αερίου από τη χώρα του Κόλπου.

Άλλοι πάλι θυμήθηκαν την υπόθεση του Μεσούτ Οζίλ, του τουρκογερμανού αστέρα του ποδοσφαίρου που αποχώρησε από την Εθνική Γερμανίας, καταγγέλλοντας ως ρατσιστική την κριτική που είχε δεχτεί στην προηγούμενη μεγάλη αποτυχία της ομάδας το 2018. Στην εν λόγω υπόθεση αναφέρεται σε εκτενές άρθρο του και το Foreign Policy. Και η πραγματικότητα είναι πως ο Οζίλ είχε συγκεντρώσει σχεδόν όλα τα πυρά σε συνδυασμό και με τη συνάντηση που είχε το προηγούμενο διάστημα με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Πολλοί, ακόμα και αξιωματούχοι της Γερμανικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, άφησαν υπονοούμενα έως και για την αφοσίωσή του στη Γερμανία.

Όπως είχε πει αποχωρώντας, δεν επιθυμούσε να εκπροσωπεί πλέον μια χώρα που δεν τον σέβεται. «Οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν τη φωτογραφία μου με τον Πρόεδρο Ερντογάν ως ευκαιρία για να εκφράσουν τις προηγουμένως κρυμμένες ρατσιστικές τάσεις τους», είχε τονίσει  Οζίλ. Αναρωτήθηκε γιατί οι Γερμανοπολωνοί συμπαίκτες του Μίροσλαβ Κλόζε και Λούκας Ποντόλσκι δεν κλήθηκαν ποτέ να μιλήσουν για τη Βαρσοβία ή ο πρώην αρχηγός της Γερμανίας Λόταρ Ματέους δεν αντιμετώπισε μεγάλη κριτική όταν συναντήθηκε με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Ρωσία. Εξάλλου ο Ρώσος Πρόεδρος διατηρούσε ιδιαίτερα στενούς έως και φιλικούς δεσμούς με πολλούς ανώτατους Γερμανούς αξιωματούχους πριν από την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο. Στο κλίμα που είχε διαμορφωθεί εις βάρος του, ο Οζίλ είδε έναν διττό ρόλο και κατέληξε στο συμπέρασμα: «Είμαι Γερμανός όταν κερδίζουμε, αλλά είμαι μετανάστης όταν χάνουμε».

Έκτοτε, ο Οζίλ – ο οποίος έχει εκφράσει την έντονη υποστήριξή του και για τους Παλαιστίνιους αλλά και τους Ουιγούρους – έχει εξελιχθεί σε μια εμβληματική φιγούρα σε μεγάλο μέρος του ισλαμικού κόσμου. Μάλιστα οι φωτογραφίες του έκαναν την εμφάνισή τους και κατά τη διάρκεια του αγώνα της Γερμανίας με την Ισπανία στο Κατάρ. Οι άνθρωποι που τις κρατούσαν έκλειναν τα στόματά τους, όπως έκαναν οι Γερμανοί ποδοσφαιριστές στην πρεμιέρα, θέλοντας να τους «πικάρουν». Σύμφωνα δημοσιεύματα, το καθεστώς του Κατάρ ενδεχομένως να ήταν ο ενορχυστρωτής της συγκεκριμένης δράσης, θέλοντας να δώσει μια απάντηση στη στάση των Γερμανών.

Όπως σημειώνει στο εκτενές άρθρο του για τον Οζίλ το Foreign Policy, οι παραλληλισμοί μεταξύ των ομοφοβικών νόμων του Κατάρ – που προβλέπουν ακόμη και την ποινή του θανάτου για τους ομοφυλόφιλους – με την υπόθεση του Οζίλ είναι προφανώς υπερβολικοί. Ωστόσο το «φάντασμα του Οζίλ», όπως χαρακτηρίζει το δημοσίευμα την υπόθεση, φαίνεται πως στοιχειώνει τη Γερμανία. Και αναπόφευκτα επέστρεψε με την κριτική περί υποκρισίας.