Σε κάθε δημοκρατικό –και έχοντα σώας τας φρένας- πολίτη, η 18σέλιδη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία προκαλεί ρίγη. Σύμφωνα με την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου, η  προσβαλλόμενη απόφαση του πρώην υπουργού Παιδείας έρχεται σε αντίθεση: «προς την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι, με το πρόγραμμα σπουδών που εισάγει για τις Γ – ΣΤ τάξεις του Δημοτικού και για το Γυμνάσιο, φαλκιδεύεται ο επιβεβλημένος από τη συνταγματική αυτή διάταξη σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Θεός φυλάξοι!

Ads

Ποιο είναι το ανατριχιαστικό; Όχι τόσο ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας ασκεί εμμέσως μια ρεβανσιστική  πολιτική κατά της προηγούμενης κυβέρνησης, ούτε ότι η ακύρωση των (εκσυγχρονιστικών) μέτρων του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί έναν αναχρονισμό που παραπέμπει στο μετεμφυλιακό κράτος –και τον Χομεϊνί. Το φρικιαστικό είναι ότι το ανώτατο δικαστήριο στηρίζει την απόφασή του στο άρθρο 16 του Συντάγματος, για να μας υπενθυμίσει ότι το Σύνταγμα παραμένει «στρατευμένο» στην υπηρεσία του κυρίαρχου συστήματος. Το Σύνταγμα είναι –όπως θα έλεγε το ΚΚΕ- αστικό. Κουμάντο κάνουν οι κυρίαρχοι.

Αυτό το πολύ απλό –και αυτονόητο- δεν φαίνεται να το έχουν εμπεδώσει όλοι στην Αριστερά. Και μη έχοντας κατανοήσει τα βασικά, αντί να δίνουν τη –δύσκολη- μάχη στο επίπεδο των θεσμών για να τους αλλάξουν ή να δημιουργήσουν νέους, αποπειρώνται με μικρομέγαλη προπέτεια να κάνουν το δικό τους σα νάταν η Αριστερά «θριαμβεύουσα». Στον τομέα της Παιδείας, ευτυχώς, αυτό δεν συνέβη, γιατί αρκετές από τις παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ –όπως αυτή με το μάθημα των θρησκευτικών- ήταν ώριμες και λελογισμένες. Βέβαια, την πλήρωσε σε κάποιο σημείο ο Φίλης, αλλά τελικά η πολιτική του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» που ακολουθείται τώρα δεν πρόκειται περπατήσει. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την πολιτική που ακολούθησε η προηγούμενη κυβέρνηση στο θέμα της ΕΡΤ.

Διαβάζω την πικραμένη απάντηση της Κατερίνας Ακριβοπούλου και την χολερική αντίδραση του Σωτήρη Καψώχα στο αυτοκριτικό σχόλιο που έκανε προχτές ο Τσακαλώτος, λέγοντας ότι η ΕΡΤ δεν χρειαζόταν έναν «αριστερό Μπάμπη» και έναν «αριστερό Πορτοσάλτε». Η μεν Ακριβοπούλου μας λέει ότι έχει τις ίδιες (αριστερές) ιδέες εδώ και 30 χρόνια και τις εκφράζει σε όλα τα μέσα που εργάζεται˙ ο δε Καψώχας το χάνει εντελώς και διερωτάται εν τη αφελεία του πόσο αριστερός είναι εν τέλει ο Τσακαλώτος. Κατανοητή σε κάποιο βαθμό η ενόχληση των δημοσιογράφων. Όμως το θέμα δεν ήταν ποτέ η αριστεροφροσύνη τους, αλλά το εάν και κατά πόσον η προηγούμενη κυβέρνηση κατάφερε να δημιουργήσει μια ποιοτική και πραγματικά ανεξάρτητη δημόσια τηλεόραση.

Ads

Φοβάμαι και θλίβομαι μ’ όλα αυτά. Αν ρωτήσουμε στο τέλος της ημέρας τί κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ  στο επίπεδο των θεσμών της ενημέρωσης, η απάντηση δεν θα είναι ευχάριστη. Εκτός από το ότι δεν είδαμε κάποια ουσιαστική αλλαγή στην ποιότητα της δημόσιας τηλεόρασης, θα πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός ότι η ΕΡΤ μετατράπηκε από τη μια μέρα στην άλλη σε πρακτορείο της Νέας Δημοκρατίας μετά τις εκλογές.  Καμιά αλλαγή ήθους, καμιά προσήλωση στις αξίες της καλής δημοσιογραφίας.

Έμαθα εξ εγκύρου πηγής ότι το 2015 γινόταν από την πλευρά της τότε διοίκησης ένας αγώνας για το αυτονόητο, δηλαδή την προτεραιότητα που πρέπει να έχουν οι ειδήσεις απέναντι στην προβολή των κυβερνητικών στελεχών. Σκεφτείτε δηλαδή ότι επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπήρχαν ακόμη άνθρωποι που επέμεναν να βγαίνει στο δελτίο ειδήσεων πρώτα ο πρωθυπουργός, ανεξάρτητα από το αν είχε πει ή κάνει κάτι αξιόλογο εκείνη τη μέρα, και μετά το αντικειμενικά επίκαιρο και το πολιτικά σημαντικό γεγονός. Εξεδιώχθησαν οι λογικοί –και οι πραγματικά αριστεροί- της διοίκησης πυξ λαξ και οδάξ. Και δεν εξεδιώχθησαν μόνο αυτοί, αλλά και η κοινή λογική. Συγχαρητήρια!

Να πω όμως και κάτι άλλο. Το αντίβαρο στη «στρατευμένη» ΕΡΤ δεν θα μπορούσε να είναι η «χλιαρή» δημοσιογραφία και η συμπεριφερολογικά «επιφυλακτική» στάση που επέδειξαν τα τελευταία χρόνια ορισμένοι δημοσιογράφοι της. Εκτός από την Ακριβοπούλου και τον Καψώχα, που ήταν τουλάχιστον ειλικρινείς μέσα στην πλάνη τους, υπήρξαν και οι χαμαιλέοντες. Η διαφορά είναι ουσιώδης –και προφανής. Άλλο να είσαι πραγματικά αντικειμενικός και να παρουσιάζεις όλες τις όψεις ενός θέματος ανεξάρτητα από το τί πιστεύεις και άλλο να προσπαθείς να γίνεσαι αρεστός για να έχεις «καβάντζες». Δεν κρύβονται τα κουτοπόνηρα κι ο καιροσκοπισμός.

Να μη μακρηγορούμε. Το κράτος ήταν και παραμένει αστικό -αστικότατο. Καθήκον της Αριστεράς, που δεν διαθέτει καμία ιδεολογική ηγεμονία -όπως λέει ο Βορίδης- αλλά βρίσκεται εν αμύνη, είναι ν’ αλλάξει τα πράγματα. Με τον «πόλεμο θέσεων», με τη διαρκή γείωση της πολιτικής της στην κοινωνία, με πειθώ, με υπομονή, και πάντως ταυτόχρονα και εν αναλογία με την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών. Αυτό πάει να πει «δημοκρατικός δρόμος στον σοσιαλισμό».