Πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δυνάμεις του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία αποτελεί η διάσωση της ελληνικής οικονομίας και του ευρώ. Επανεξέταση των όρων δανεισμού Ελλάδας και Ιρλανδίας ζητά η υπουργός Οικονομικών της Ισπανίας. Και την ώρα που συνεχίζονται οι «τυμπανοκρουσίες» περί αναπόφευκτης αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιχειρεί να «ξεφορτωθεί» ομόλογα χωρών προς χρεοκοπία.

Ads

Δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel, με τίτλο «Ο Συνασπισμός λογομαχεί για την διάσωση του ευρώ», είναι ενδεικτικό της αναστάτωσης η οποία επικρατεί στην πολιτική ζωή της Γερμανίας και που ενδέχεται να καθορίσει τις γενικότερες διεθνείς οικονομικές εξελίξεις.

«Έχουμε ξεκαθαρίσει ότι αρνούμαστε κάθε είδους πρόγραμμα επαναγοράς κρατικά ομολόγων. Ως προς αυτό, δεν υπάρχει χώρος για ερμηνευτικά παιχνίδια. Η κυβέρνηση καλά θα κάνει να μην απογοητεύσει πάρα πολύ τις προσδοκίες μας», προειδοποιούν χαρακτηριστικά «πρωτοκλασάτα» στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών και των Φιλελεύθερων την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ και τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Στο πλαίσιο της κριτικής η οποία ασκείται προς αυτή την κατεύθυνση, εκφράζονται αμφιβολίες κατά πόσο μια τέτοια ενέργεια είναι σύμφωνη με το γερμανικό σύνταγμα. «Αυτό που προτείνεται εδώ δεν είναι τίποτα άλλο από μια ένωση μεταφοράς χρημάτων από την πίσω πόρτα», αναφέρουν χαρακτηριστικά Γερμανοί βουλευτές, επικριτές της ιδέας.

Ενόψει της άτυπης Συνόδου Κορυφής στις 11 Μαρτίου, η Γερμανίδα καγκελάριος δεν συναινεί αλλά συγχρόνως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο της επαναγοράς ομολόγων. Ακριβέστερα, μέσω ανάλογου ψηφίσματος των βουλευτών του κυβερνητικού συνασπισμού, δεσμεύεται να αρνηθεί μία ανάλογη εξέλιξη ως μέρος του ευρωπαϊκού προγράμματος διάσωσης «αδύναμων κρίκων» της ευρωζώνης. Αυτό, ωστόσο, δεν αποκλείει την πιθανότητα οι εμπλεκόμενες χώρες, με τα δάνεια από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, να επιλέξουν οι ίδιες να αγοράσουν πίσω τα ομόλογα από τις αγορές.

Ads

Πάντως, εν μέσω αυτής της συζήτησης, το Spiegel αναφέρει πως η ΕΚΤ επιδιώκει και προωθεί σε διαβουλεύσεις με κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να είναι η λεγόμενη ευρωπαϊκή ασπίδα διάσωσης αυτή η οποία θα αναλάβει τα κρατικά ομόλογα της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας που βρίσκονται στην κατοχή της Κεντρικής Τράπεζας κατόπιν αποφάσεων για τη στήριξη του ευρώ.

Στο μεταξύ, η υπουργός Οικονομικών της Ισπανίας Έλενα Σαλγκάντο ζητά την επανεξέταση των όρων του δανεισμού της Ελλάδας και της Ιρλανδίας. «Υπάρχει μια αίσθηση ότι τα επιτόκια που απαιτούνται από Ελλάδα και Ιρλανδία είναι υψηλά», αναφέρει σε συνέντευξη στη Wall Street Journal, αναρωτώμενη σε ποιο βαθμό «η βοήθεια, με τους όρους υπό τους οποίους δίνεται σε αυτές τις δύο χώρες είναι χρήσιμη».

Το μόνο σίγουρο είναι ότι για αρκετούς οικονομολόγους και αναλυτές «μία αναδιάρθρωση του χρέους είναι αναπόφευκτη». Αυτός είναι άλλωστε ο τίτλος συνέντευξης του Νουριέλ Ρουμπινί στη La Tribune, στην οποία γίνεται λόγος για σοβαρούς κινδύνους στασιμοπληθωρισμού, παράλληλα με την κρίση χρέους στην Ευρώπη αλλά και στην Κίνα. «Ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδας, ακόμη κι αν εκπλήρωνε το φύλλο πορείας που έχει επιβληθεί από το ΔΝΤ και την ΕΕ, δηλαδή μία δημοσιονομική προσαρμογή κοντά στο 10% του ΑΕΠ της, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα σταθεροποιείτο στο 150% του ΑΕΠ στα επόμενα δύο χρόνια», αναφέρει χαρακτηριστικά για την ελληνική περίπτωση.

Στο ίδιο μήκος κύματος, η δεξαμενή σκέψης Bruegel στις Βρυξέλλες, επισημαίνει (σε πόρισμα του Φεβρουαρίου) ότι τα ασφάλιστρα κινδύνου για κρατικά ομόλογα 10ετούς διάρκειας είναι σήμερα υψηλότερα από το επίπεδο στην αρχή της κρίσης σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Σε αυτό το πλαίσιο, προτείνεται αναδιάρθρωση του χρέους η οποία θα προβλέπει μείωση των απαιτήσεων των πιστωτών της χώρας κατά περίπου 30%. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση πάντως εκτιμάται ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να μειώσει το χρέος της στο 60% του ΑΕΠ πριν από το 2034.

Για «ασταμάτητη κατηφόρα της Ελλάδας» κάνει λόγο άρθρο στη γερμανική εφημερίδα Die Welt, το οποίο αφού αναφέρεται σε δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού πριν από ένα χρόνο: «Η Ελλάδα δεν θέλει ούτε ένα σεντ από το Γερμανό φορολογούμενο», διαπιστώνει ότι από τότε η Ελλάδα έχει λάβει οικονομική βοήθεια δισεκατομμυρίων, και παρόλα αυτά αντιμετωπίζει ολοένα και μεγαλύτερη οικονομική ύφεση.