Μήπως έχει δίκιο η κυβέρνηση που επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία πως τα πράγματα με την ακρίβεια θα ήταν πολύ χειρότερα αν δεν είχε εφαρμόσει τα διάφορα «pass» και μέτρα όπως «το καλάθι του νοικοκυριού»; Διότι βλέποντας τον συγκριτικό πίνακα της πλατφόρμας Numbeo με τους δείκτες ακρίβειας σε 42 ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα όντως βρίσκεται κοντά στη μέση.

Ads

Η αλήθεια βέβαια για την ζωή στην χώρα αποκαλύπτεται στην σύγκριση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών με τον μέσο καθαρό μισθό, όπου η Ελλάδα εντοπίζεται 9η από το τέλος, πάνω μόνο από κάποιες χώρες των Βαλκανίων και του πρώην ανατολικού μπλοκ και τελευταία ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ.

Στην μέση του πίνακα στο κόστος ζωής, προς τον πάτο η αγοραστική δύναμη

Στον παρακάτω πίνακα συγκεντρώσαμε τα δεδομένα για την Ελλάδα και ακόμα δέκα κράτη της Ευρώπης. Οι δείκτες της συμμετοχικής πλατφόρμας δεδομένων Numbeo, των οποίων τις τιμές βλέπουμε ανά χώρα, είναι το ποσοστό από την αντίστοιχη τιμή που ισχύει στην πόλη της Νέας Υόρκης, στις ΗΠΑ.

Ads

Δηλαδή βάση των στοιχείων που έχουν καταγράψει οι πολίτες στην πλατφόρμα, το κόστος ζωής μαζί με το κόστος ενοικίου στην Ελλάδα είναι ίσο με το 35,8% του αντίστοιχου στη Νέα Υόρκη και η αγοραστική δύναμη του Έλληνα που αμείβεται με τον μέσο καθαρό φορολογημένο μισθό (811,61 ευρώ) είναι ίση περίπου με το 40% του κατοίκου της Νέας Υόρκης που παίρνει τον αντίστοιχο μέσο μισθό (5.386,32 ευρώ).

image
image

Τι συμπεραίνουμε από τον πίνακα; Ότι το κόστος ζωής στην Ελλάδα δεν είναι υψηλό σε σχέση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο η αγοραστική δύναμη του Έλληνα εργαζόμενου που λαμβάνει τον μέσο μισθό είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Συγκεκριμένα η Ελλάδα κατατάσσεται 22η στις 42 χώρες ως προς το κόστος ζωής και το ενοίκιο, δηλαδή πολύ κοντά στη μέση της σχετικής κατάταξης, αλλά μόλις 34η όσον αφορά στην αγοραστική δύναμη. Με άλλα λόγια, με τα 811,61 ευρώ που μένουν σε έναν μέσο μισθωτό αφού του έχουν κρατηθεί οι φόροι του, είναι ένας από τους φτωχότερους εργαζόμενους στην Ευρώπη.

Στον αντίποδα, ο μέσος μισθωτός στη Ρουμανία, αν και σε απόλυτους αριθμούς αμείβεται χαμηλότερα, με τον μισθό του μπορεί να αγοράσει περισσότερα πράγματα στην χώρα του και γι’ αυτό η Ρουμανία κατατάσσεται 27η στην σχετική κατάταξη. Σε καλή «μοίρα» είναι και οι εργαζόμενοι στην Τσεχία, όπου το κόστος ζωής είναι κατά τι χαμηλότερο από την Ελλάδα, αλλά ο μέσος μισθός και κατ’ επέκταση η αγοραστική δύναμη πολύ υψηλότερα.

Τις υψηλότερες τιμές στην αγοραστική δύναμη «απολαμβάνουν» οι εργαζόμενοι στην Ελβετία και την Γερμανία (πάνω από την αντίστοιχη των Νεοϋορκέζων), τη Δανία, το Λουξεμβούργο και τη Σουηδία. Δεν είναι τυχαίο, ότι Γερμανία και Σουηδία είναι σχετικά χαμηλά στην κατάταξη όσον αφορά στο κόστος ζωής αλλά στην πρώτη πεντάδα όσον αφορά στην αγοραστική δύναμη.

Διαβάστε επίσης: Eurostat: «Στον πάτο» της Ευρώπης η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων

Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα ότι η Ελλάδα είναι ένας προσιτός προορισμός για κάποιον που είναι μισθωτός σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες – μάλλον αυτό είχε στο μυαλό του ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν είχε μιλήσει για την «καταπληκτική ποιότητα ζωής» – αλλά μια χώρα που δύσκολα τα βγάζουν πέρα οι εργαζόμενοι στο εσωτερικό της.

Αυτή η πραγματικότητα μάλιστα φαίνεται να συνδέεται με την ανισόρροπη μεγέθυνση του τουριστικού κλάδου τα τελευταία χρόνια, όπου όλο και περισσότεροι τουρίστες προτιμούν την χώρα μας ως εξαιρετικό πακέτο με όρους «value for money», την ώρα που οι εργαζόμενοι σηκώνουν την «εθνική βιομηχανία» στις πλάτες τους σε συνθήκες γαλέρας.

Οι «εργαζόμενοι – φτωχοί»

Το παραπάνω συμπέρασμα από τα στοιχεία της Numbeo έρχεται να ενισχύσει όσα είχε πει πριν μερικές εβδομάδες στο tvxs.gr με αφορμή τότε την έκθεση της Oxfam για τις ανισότητες, η οικονομολόγος Ειρήνη Νταή. «Πρέπει να καταλάβουμε ότι η φτώχεια και οι ανισότητες δεν πλήττουν μόνο τους φτωχούς και τις ευάλωτες ομάδες αλλά και ευρύτερα στρώματα. Μιλάμε πλέον όλο και περισσότερο για ‘εργαζόμενους-φτωχούς’. Το 71% των εργαζόμενων έχει προβεί σε περιορισμό βασικών δαπανών, όπως διατροφή, στέγη, θέρμανση και υγεία», είχε πει η κα. Νταή.

Υπενθυμίζεται ότι από τα στοιχεία που έδωσε η ΕΛΣΤΑΤ το περασμένο καλοκαίρι, προκύπτει ότι σχεδόν τα μισά νοικοκυριά (46,3%) αδυνατούν να ανταποκριθούν σε έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες ενώ περισσότερα από το ⅓ (36,4%) αδυνατούν να ανταποκριθούν σε πάγιες και αναγκαίες δαπάνες διαβίωσης όπως η πληρωμή ενοικίου, πάγιων λογαριασμών ή καταναλωτικού δανείου.