Όπως προκύπτει από έγγραφο, του Μαρτίου του 1967, που δημοσιεύεται στο «Βήμα της Κυριακής», η Ελλάδα δεν είχε παραιτηθεί από τη διεκδίκηση πολεμικών αποζημιώσεων  από τη Γερμανία.

Ads

Το συγκεκριμένο έγγραφο είχε αποστείλει η πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Αθήνα, στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, τον Μάρτιο του 1967.

Το έγγραφο περιγράφει ρητά τις αξιώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος από «χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις» την περίοδο της Κατοχής. Συνδέει μάλιστα αυτές τις αξιώσεις με εκείνες των αποζημιώσεων βάσει της Συμφωνίας του Λονδίνου.

Ουσιαστικά μέσω του εγγράφου, η γερμανική πρεσβεία απαντά σε σχετική ρηματική διακοίνωση της ελληνικής πλευράς της 9ης Νοεμβρίου 1966 προς τη Βόννη. Η Αθήνα δηλώνει ρητά, ότι ουδέποτε υπήρξε τέτοια ελληνική παραίτηση, κατόπιν απαντήσεως που η ίδια η κυβέρνηση της Βόννης έστειλε στην πρεσβεία της στην Αθήνα.

Ads

Τον Οκτώβριο του 1965 πραγματοποιούνται συζητήσεις στην Αθήνα μεταξύ της Ελλάδας και Γερμανίας για το ζήτημα, ενώ έχουν προηγηθεί σχετικές επαφές τον Σεπτέμβριο του 1964 και τον Μάρτιο του 1965, με προσωπική μάλιστα εμπλοκή του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου αλλά και του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως προκύπτει από αυτή τη γερμανική ρηματική διακοίνωση.

Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου έχει πέσει, προτού λάβει τις σχετικές απαντήσεις από τη Βόννη, από τους αποστάτες. Τελικά έχει αλλάξει σειρά κυβερνήσεων ως τη στιγμή που στις 31 Μαρτίου του 1967, μόλις τρεις εβδομάδες πριν από τη χούντα, το γερμανικό έγγραφο παραδίδεται στο υπουργείο Εξωτερικών. Οι Γερμανοί απαντούν ότι η Ελλάδα δεν έχει παραιτηθεί αλλά οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα παρασύρουν την απάντηση στο ούτως ή άλλως απόρρητο ελληνικό ερώτημα στην αφάνεια.

Εν τέλει, η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα αναφέρει με τη ρηματική διακοίνωσή της (verbal note) με αριθμό πρωτοκόλλου Νο. 68/67 και ημερομηνία 31 Μαρτίου 1967 προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Κατά τη διάρκεια ανταλλαγής ιδεών μεταξύ της εξοχότητος του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών και του ομοσπονδιακού υπουργού Εξωτερικών δρος Γκέρχαρντ Σρέντερ που έλαβε χώρα στην Αθήνα τη 15η Οκτωβρίου 1966, η ελληνική πλευρά, μεταξύ άλλων, ήγειρε το ζήτημα των αξιώσεων τις οποίες η Τράπεζα της Ελλάδος ισχυρίζεται ότι έχει εναντίον της Γερμανίας και οι οποίες προέρχονται από ορισμένες χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής της Ελλάδας τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε αυτό το πλαίσιο ο υπουργός Σρέντερ ανέφερε τις επιστολές του διευθυντή του ομοσπονδιακού υπουργείου των Οικονομικών Ράινχαρντ της 30ης Σεπτεμβρίου 1964 στον πρώην πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και του διευθυντή του ίδιου υπουργείου δρος Κάιζερ της 26ης Μαρτίου 1965 στον βουλευτή-καθηγητή Α. Παπανδρέου. Σε αυτές τις επιστολές γίνεται αναφορά σε δηλώσεις που έγιναν από αντιπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης το 1958 με την ευκαιρία της ολοκλήρωσης της συμφωνίας μεταξύ της γερμανικής κυβέρνησης και της Ελλάδας που αφορά τη χορήγηση πίστωσης 200 εκατ. μάρκων”…… “Οι δηλώσεις των Ελλήνων αντιπροσώπων ήταν της φύσεως που επέτρεψε στη γερμανική πλευρά την ερμηνεία ότι πιθανές ελληνικές αξιώσεις προερχόμενες από την εποχή της γερμανικής Κατοχής δεν θα ακολουθούνταν εν όψει της συμφωνηθείσας γερμανικής οικονομικής βοήθειας. Ωστόσο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ουδέποτε θεώρησε ότι με δηλώσεις αυτού του είδους, τότε ή σε μεταγενέστερες περιπτώσεις, η ελληνική κυβέρνηση είχε την πρόθεση να παραιτηθεί επισήμως από τις νομικά θεμελιωμένες αξιώσεις που πιστεύει ότι έχει από την εποχή της Κατοχής κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου”….”Μπορεί να αναφερθεί ότι η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να χορηγήσει την πίστωση 200 εκατ. μάρκων είχε ως κίνητρό της τις φιλικές σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και της Ελλάδας και την επιθυμία να βοηθήσει την Ελλάδα, ανεξάρτητα από τη νομική κατάσταση η οποία έχει δημιουργηθεί από την παραπάνω Συμφωνία».