Παρακολουθώντας την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη και τη στάση της στα εθνικά θέματα, διαπιστώνει κανείς ότι απλώς η κυβέρνηση δεν διαθέτει εξωτερική πολιτική. Η στάση της διαμορφώνεται από την εκάστοτε συγκυρία, υπηρετεί συστηματικά μικροπολιτικούς σχεδιασμούς και υπακούει μονίμως στις επιταγές της επικοινωνίας.

Ads

Γι’ αυτό και αιωρείται στο πεδίο μεταξύ ακραίων εθνικιστικών θέσεων αφενός και απόλυτης ενδοτικότητας αφετέρου. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολουθεί δηλαδή τη χρυσή συνταγή για μια χωρίς στρατηγική, χωρίς στόχους, συγκυριακή και γι’ αυτό χαμηλών προσδοκιών εξωτερική πολιτική.

Η στάση της ΝΔ στη Συμφωνία των Πρεσπών

Η απουσία εξωτερικής πολιτικής της ΝΔ ξεκινά από τη στάση της προεκλογικά ακόμη, στην υπόθεση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Τότε που το κόμμα της ελληνικής Δεξιάς ακολούθησε μια ακραία εσωστρεφή και αυτιστική, πλήρη εθνικιστικών κραυγών πολιτική, για μια Συμφωνία που έλυσε ένα μακροχρόνιο εθνικό ζήτημα με έναν τρόπο δίκαιο και ταυτόχρονα βιώσιμο.

Ads

Μια Συμφωνία που σέβονταν τα εθνικά μας συμφέροντα και ήταν απολύτως συμβατή με τις πάγιες θέσεις διαχρονικά, όλων των ελληνικών κυβερνήσεων.
Και επιπλέον μια Συμφωνία που ωφέλησε την Ελλάδα διεθνώς, καθώς αναβάθμισε τη διεθνή μας εικόνα, βελτίωσε σημαντικά τη θέση μας στα Βαλκάνια, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα την Τουρκία που είχε βλέψεις στην περιοχή.

Το κυριότερο όφελος της Συμφωνίας των Πρεσπών όμως για την χώρα μας, είναι ότι κλείνοντας ένα μέτωπο της εξωτερικής μας πολιτικής στα βόρεια σύνορα της χώρας, άνοιξε ο δρόμος για να ασχοληθούμε αποκλειστικά με το πιο σοβαρό ζήτημα που απειλεί πάγια, εδώ και δεκαετίες, τα εθνικά μας συμφέροντα, το ζήτημα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων και ιδίως το ζήτημα της αντιμετώπισης της κλιμακούμενης Τουρκικής επιθετικότητας και επεκτατικότητας σε βάρος της Ελλάδας.

Η στάση της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη απέναντι στις νέες ευκαιρίες που διαμορφώθηκαν για την Ελλάδα με τη Συμφωνία των Πρεσπών ήταν μια στάση απόλυτα κοντόφθαλμη και μυωπική, εσωστρεφής και ακραία εθνικιστική, που υπηρετούσε αποκλειστικά τις ανάγκες μιας προσωρινής μικροπολιτικής διαχείρισης των εθνικών μας θεμάτων, σύμφωνα με την οποία ακόμη και αυτά τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής έπρεπε να υπηρετούν την αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ, προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές του 2019.

Η αποτυχία του προσφυγικού

Κι ύστερα ήρθε η αποτυχία της διαχείρισης του προσφυγικού. Στο οποίο η ΝΔ ακολουθώντας την ίδια ακροδεξιά πολιτική, έκανε περισσότερο από 6 μήνες για να καταλάβει ότι κακώς κατήργησε το σχετικό υπουργείο, για να το επαναφέρει, χωρίς όμως και πάλι να ακολουθεί συγκεκριμένη πολιτική. Εντωμεταξύ όμως οι προσφυγικές ροές αυξήθηκαν κατακόρυφα και το πρόβλημα στα νησιά έγινε εκρηκτικό. Κι αντί η κυβέρνηση να επεξεργαστεί μια λύση αποσυμφόρησης των νησιών και δίκαιης κατανομής του προβλήματος σε πολλές περιοχές στο εσωτερικό της χώρας, όπως είχε κάνει επιτυχώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, εκείνη συγκρούστηκε με τους κατοίκους των νησιών οι οποίοι αντιδρούσαν στη δημιουργία κλειστών κέντρων στις περιοχές τους.

Στέλνοντας μάλιστα στους ανθρώπους που κρατούν εδώ και χρόνια τις Θερμοπύλες της χώρας τα ΜΑΤ για να τους δείρουν, λες και επρόκειτο για τρομοκράτες ή για παραβατικούς. Καταλήγοντας στο γνωστό φιάσκο στη Χίο και στα υπόλοιπα ακριτικά νησιά, από όπου οι τοπικές κοινωνίες έδιωξαν τις δυνάμεις καταστολής κακήν κακώς…

Οι αλλεπάλληλες ήττες στην εξωτερική πολιτική

Εντωμεταξύ, η κυβέρνηση Μητσοτάκη εν υπνώσει ευρισκόμενη και απολαμβάνοντας σε πλήρη ευωχία τα οφέλη της κυβερνητικής εξουσίας, που πρακτικά σημαίνει «business as usual» για τα δικά της παιδιά και τους φίλους επιχειρηματίες, δεν πήρε χαμπάρι την αυξανόμενη επιθετικότητα, από πλευράς Τουρκίας, στο ζήτημα της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, ούτε το Τουρκο-Λιβυκό σύμφωνο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στη ΝΑ Μεσόγειο σε βάρος της χώρας μας και με την πλήρη απουσία μας.

Η αδράνεια και η απουσία της Ελλάδας στις διεθνείς εξελίξεις στην ευρύτερη  περιοχή ενδιαφέροντός μας οδήγησε στη μη πρόσκλησή μας, για πρώτη φορά στα χρονικά, στη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη.

Οδήγησε όμως και στο φιάσκο της συνάντησης Μητσοτάκη – Τραμπ στο Λευκό Οίκο, όπου ο Έλληνας πρωθυπουργός χρησιμοποιήθηκε σαν ντεκόρ της συνέντευξης που ο Αμερικανός πρόεδρος έδωσε σε δημοσιογράφους για τα Αμερικανικά θέματα. Στην οποία συνέντευξη που ο Μητσοτάκης παρακολούθησε άφωνος, υποχρεώθηκε να ακούει τον Αμερικανό πρόεδρο να αναφέρεται με κολακευτικά λόγια για τον «φίλο του τον Ερντογάν», την επιθετικότητα του οποίου υποτίθεται ότι διεκδικούσε να καταδικάσει ο Αμερικανικός παράγοντας.

Οι ελληνικές θέσεις ακούστηκαν από τον Έλληνα πρωθυπουργό για λίγα μόλις δευτερόλεπτα, για να μη σχολιαστούν καθόλου από τον Αμερικανό πρόεδρο.
Μετά από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες σε μια σειρά από σοβαρά θέματα εξωτερικής πολιτικής, στα οποία η Ελλάδα υπήρξε από αδρανής έως απούσα και αφού δεν καταφέραμε να αποσπάσουμε ούτε κουβέντα από τους Αμερικανούς συμμάχους υπέρ των Ελληνικών συμφερόντων στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο, ακολουθήσαμε τυφλά τα Αμερικανικά συμφέροντα στη Μ. Ανατολή, απομακρυνόμενοι από την Ευρωπαϊκή πολιτική και εγκαταλείποντας την πάγια φιλική προς τους Άραβες και τις χώρες της Μ. Ανατολής θέση της Ελλάδας. Και αυτό χωρίς να έχουμε την παραμικρή υπόσχεση υποστήριξης των συμμάχων μας στο θέμα της κλιμακούμενης Τουρκικής επιθετικότητας.

Η επικοινωνιακή επιτυχία της πολιτικής του αυτονόητου

Κι ύστερα ήρθε η στιγμή ο Έλληνας πρωθυπουργός, έχοντας υποστεί μια σειρά από ήττες στην εξωτερική πολιτική, να δρέψει επικοινωνιακές δάφνες στα φιλοκυβερνητικά ελληνικά ΜΜΕ πράττοντας το αυτονόητο, αυτό το οποίο είχαν κάνει δηλαδή όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις στο παρελθόν, αντιμετωπίζοντας προσφυγικές ροές στα χερσαία μας σύνορα.

Έκλεισε δηλαδή τα σύνορα απέναντι στην προσπάθεια της Τουρκίας να στείλει μαζικά πρόσφυγες και μετανάστες στην Ελληνική πλευρά, προκειμένου να δημιουργήσει ένταση στις μεταξύ μας σχέσεις. Αυτή η αυτονόητη για την ελληνική πλευρά αμυντική στάση υμνήθηκε από τα προτελευταία στην Ευρώπη, ως προς τον πλουραλισμό και την ελευθεροτυπία, ελληνικά ΜΜΕ, σαν ο μεγαλύτερος θρίαμβος που μπορούσε να επιτύχει η ελληνική εξωτερική πολιτική υπό τον… στρατηλάτη Μητσοτάκη. Αφού δεν υπήρχαν πραγματικές επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική, έπρεπε να εφευρεθούν και να κατασκευαστούν.

Υποχωρητικοί και ενδοτικοί στα πραγματικά εθνικά ζητήματα

Και τέλος, μετά από την προβληθείσα σαν δήθεν ηρωική, ανυποχώρητη και εθνικά υπερήφανη στάση του Μητσοτάκη απέναντι σε δυστυχείς πρόσφυγες που η Τουρκία χρησιμοποιούσε σαν ανθρώπινες βόμβες για να υπηρετήσει τα δικά της επιθετικά σχέδια απέναντι στην Ελλάδα, ήρθε η στιγμή ο Έλληνας πρωθυπουργός να δρέψει πραγματικές δάφνες, δείχνοντας ανυποχώρητη εθνική στάση σε ένα πραγματικό πρόβλημα εισβολής Τούρκων σε ελληνικό έδαφος.

Από τη στιγμή που συνέβη το περιστατικό, για το οποίο στην Ελλάδα ενημερωθήκαμε μέσω του ξένου τύπου, καθώς τα ελληνικά ΜΜΕ για μια ακόμη φορά επιβεβαίωναν την τελευταία θέση τους στην Ευρώπη ως προς την αντικειμενικότητα των ειδήσεων, ο λαλίστατος κατά τα άλλα Έλληνας πρωθυπουργός είναι άφαντος. Από εκεί που έκανε διαγγέλματα κάθε βδομάδα για καθαρά επιστημονικά ζητήματα του COVID19, τα οποία άλλωστε δεν είναι και της αρμοδιότητάς του, όταν παρουσιάστηκε ένα πραγματικά σοβαρό εθνικό ζήτημα στον Έβρο, που αφορά κατ’ εξοχήν τις δικές του κυβερνητικές αρμοδιότητες, «εδοξάσθη κρυπτόμενος» όπως έλεγε και ο γέρος Παπανδρέου. Δεν εμφανίστηκε ούτε για να το διαψεύσει, ούτε για να το επιβεβαιώσει.

Όσο για την Ελληνική εξωτερική πολιτική, εδώ και μέρες αιωρείται μεταξύ αφενός των απαράδεκτα ενδοτικών και υποχωρητικών δηλώσεων του υπουργού των εξωτερικών περί μη επιθυμίας της χώρας να δημιουργεί εντάσεις για… λίγες δεκάδες μέτρα ελληνικής γης, δηλώσεις που ακόμη και αν δεν είχε υπάρξει η Τουρκική εισβολή, είναι ανεπίτρεπτο να ακούγονται από επίσημα ελληνικά χείλη.

Μέχρι από την άλλη την απόλυτη άρνηση της κυβέρνησης ότι υπήρξε επεισόδιο εισβολής και κατάληψης ελληνικών εδαφών. Η οποία άρνηση του περιστατικού διαψεύστηκε αμέσως από την ίδια την κυβέρνηση, η οποία προχώρησε σε επίσημο διάβημα προς την Τουρκία, επιβεβαιώνοντας έτσι την ύπαρξη προβλήματος.

Από την ακροδεξιά και εθνικιστική στάση της απόρριψης της Συμφωνίας των Πρεσπών, μέχρι την ενδοτική στάση της Ελλάδας και την… εξαφάνιση Μητσοτάκη στο εθνικό ζήτημα που προκλήθηκε από την εισβολή Τούρκων σε ελληνικά εδάφη στον Έβρο, η μόνη σύνδεση που υπάρχει είναι η ανάγκη της ΝΔ, κάθε φορά, να υποτάσσει την εξωτερική πολιτική στα μικροπολιτικά συμφέροντα και τις επικοινωνιακές ανάγκες της συγκυρίας. Προεκλογικά, που στόχος της ΝΔ ήταν η επικράτηση στις εκλογές, η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία υποστηρίχθηκε από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, απορρίπτονταν ως ενδοτική και εθνικά απαράδεκτη.

Σήμερα, που στόχος της ΝΔ είναι η επικοινωνιακή της κυριαρχία και η παραμονή της στην κυβερνητική εξουσία, η απώλεια ελληνικών εδαφών στον Έβρο μετριέται με τα… στρέμματα. Αν τα στρέμματα της Τουρκικής κατάληψης είναι λίγα, η εξωτερικά πολιτική της Ελλάδας κρύβεται πίσω από ένα «δεν πειράζει, ας μην δημιουργούμε εντάσεις».

Η συγκυριακή και υποταγμένη σε μια μικροπολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση όμως εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποδυναμώνει συστηματικά τη θέση της Ελλάδας διεθνώς, απέναντι σε μια Τουρκία που είναι σταθερή και δεν υποχωρεί, όσον αφορά στις βλέψεις και τις αξιώσεις της απέναντι στη χώρα μας.

Όσο όμως τα εξαγορασμένα από την κυβέρνηση ελληνικά ΜΜΕ κρύβουν το ζήτημα, η θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι ζήτημα δεν υπάρχει.
Η κυβέρνηση της Δεξιάς είναι ακριβή στα πίτουρα του αυτονόητου κλεισίματος των συνόρων μας απέναντι στις μεταναστευτικές ροές που στέλνουν οι Τούρκοι και φτηνή στο αλεύρι της υποχωρητικότητας μπροστά στην Τουρκική εισβολή και την απώλεια εθνικών εδαφών στον Έβρο.