Ήταν σαν σήμερα 52 χρόνια πριν όταν το αντιτορπιλικό «Βέλος» εγκατέλειψε τις ασκήσεις του ΝΑΤΟ, προσορμίστηκε στο Φιουμιτσίνο της Ρώμης και το πλήρωμά του ζήτησε πολιτικό άσυλο στη Ιταλία
Η είδηση μεταδίδεται από τη RAI και σαν αστραπή πέφτει ανάμεσα σε όλους εμάς που σπουδάζουμε στη γειτονική χώρα. Το μήνυμα είναι σαφές.
Αν η αυτοθυσία του Κώστα Γεωργάκη, στις 19 Σεπτεμβρίου 1970, στην πλατεία Ματτεόττι της Γένοβας, έχει στιγματίσει το καθεστώς της χούντας, η ανταρσία του «Βέλος», σίγουρα θα προκαλέσει ένα κύμα συμπαράστασης, θα δημιουργήσει κλυδωνισμούς στους κόλπους των Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα και ενδεχομένως θα επιταχύνει την πτώση των συνταγματαρχών.
Το ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση Αντρεόττι, το κυβερνών Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα.
Πράγματι, λίγες ώρες αργότερα, βροχή αρχίζουν να πέφτουν τα τηλεγραφήματα συμπαράστασης στον κυβερνήτη του «Βέλος», Νίκο Παππά, και το πλήρωμά του.
Η ανταρσία, άμεσα συνδεδεμένη με το κίνημα του Πολεμικού Ναυτικού, ευθύς εξαρχής πυροδοτεί την κατακραυγή της ιταλικής κοινής γνώμης κατά της χούντας.
Στη Μπολόνια, στην εντίκολα (περίπτερο), δίπλα στην Πιάτσα Ματζιόρε, χώρο συνάντησης όλων των φοιτητικών παρατάξεων, εκεί, όπου φτάνουν εφημερίδες από την Ελλάδα, αλλά και άλλα ελληνόφωνα έντυπα του εξωτερικού, έχουν συγκεντρωθεί πολλοί Έλληνες.
Κάποιοι ρίχνουν την ιδέα να συγκεντρωθούν χρήματα για να βοηθήσουμε το πλήρωμα. Άλλοι αποφασίζουν να ενημερώσουν ιταλούς φίλους, στα συνδικάτα, στα γραφεία του PCI, του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, του Σοσιαλιστικού, του PdUP, της Lotta Continua και άλλων οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Και δεν είναι λίγοι αυτοί που λένε ότι θα πάνε στη Ρώμη για να συμπαρασταθούν από κοντά στους δικούς μας ανθρώπους.
Τι είχε, όμως, προηγηθεί;
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2001, για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ για την ανταρσία του «Βέλος» και το Κίνημα του Πολεμικού Ναυτικού, μίλησα με τους πρωταγωνιστές της ιστορίας.
«Μια στρατιωτική δικτατορία δεν πέφτει με τίποτα, ούτε με στρακαστρούκες, ούτε με διακηρύξεις, ούτε με τίποτα εκτός από τα όπλα. Τα όπλα λοιπόν, τα κατείχαμε εμείς οι αξιωματικοί. Και όχι μόνο όπλα, αλλά και πολύ κόσμο από κάτω» μου λέει ευθέως ο Νίκος Παππάς.
«Έτσι λοιπόν, υπήρξαμε από τους πρωτεργάτες του Κινήματος του Ναυτικού. Οργανώσαμε αυτό το κίνημα, μετά πολλών βασάνων και κόπων και το 1973, από τον Γενάρη, είμαστε έτοιμοι. Το μόνο που ζητάγαμε ήταν να επαναφέρουμε τη χώρα στην δημοκρατική τάξη και σε μία κυβέρνηση εθνικής ενότητας για ένα μικρό χρονικό διάστημα, η οποία αμέσως θα προκήρυσσε εκλογές».
Το Κίνημα του Πολεμικού Ναυτικού, όμως, θα αποτύχει.
Ο Γιάννης Σταθόπουλος, αξιωματικός τότε του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, αποκαλύπτει ότι «ένας υπαξιωματικός που είχε μυηθεί για να συμμετάσχει στον απόπλου του αντιτορπιλικού «Θεμιστοκλής», το οποίο θα το καταλαμβάνανε, επειδή δεν ήταν μυημένος ο κυβερνήτης, φαίνεται ότι αυτός έδωσε (στους χουντικούς) την πληροφορία. Η οποία συνδυάστηκε με μία ακριτομυθία από μία γυναίκα, η οποία είχε μάθει ότι τα πλοία θα απέπλεαν. Αυτή η πληροφορία συνδυάστηκε και άρχισαν το βράδυ της 22ας Μαΐου οι συλλήψεις».
Ο κυβερνήτης του «Βέλος» μαθαίνει τα κακά μαντάτα από την RAI, την ώρα που το αντιτορπιλικό πλέει ανοιχτά της Σαρδηνίας, καθότι συμμετέχει σε άσκηση της Ατλαντικής Συμμαχίας.
«In Grecia ammiragli e ufficiali in servizio arrestati» αναφέρει ο παρουσιαστής της ιταλικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.
«Αμέσως πάω στο δωμάτιο μου -αφηγείται ο Παππάς- και παίρνω στα χέριά μου το Σύμφωνο του ΝΑΤΟ.
Στο προοίμιό του γράφει ότι η οργάνωση του ΝΑΤΟ γίνεται για να προστατεύσει τα ατομικά δικαιώματα, την ελευθερία, τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια του ατόμου. Από αυτό λοιπόν, ξεκινάω και συντάσσω ένα σήμα, στα αγγλικά, απευθυνόμενος στον διοικητή του ΝΑΤΟ, ο οποίος βρισκόταν στις Βρυξέλες, τον Γουντμπάστερ. Ήταν αμερικανός στρατηγός, με κοινοποίηση προς όλους τους ΝΑΤΟϊκούς διοικητές, το ΓΕΝ, και τον διοικητή μου της δυνάμεως του ΝΑΤΟ, τον πλοίαρχο Μπιρέμ.
Στο σήμα αυτό ξεκινώ, σημειώνοντας το εξής: «είμαστε πιστοί στη Συμμαχία πλην όμως, αυτή τη στιγμή στην πατρίδα μου έχει εγκαθιδρυθεί μία στυγνή δικτατορία ιδιοτελών αξιωματικών και αυτή τη στιγμή βασανίζονται εν ενεργεία αξιωματικοί στα μπουντρούμια της ΕΣΑ. Για αυτό και εγώ θα αποχωρήσω από τις ασκήσεις του ΝΑΤΟ».
Την απόφασή του αυτή ο κυβερνήτης του «Βέλος» την κοινοποιεί στο πλήρωμα.
«Το πλήρωμα όλο με μια φωνή, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις είπε με μια φωνή ότι θα έρθουμε μαζί σου και πραγματικά βγάλαμε έναν κατάλογο, στο καρέ των αξιωματικών, και γράφαμε ποιοι επιθυμούν να ακολουθήσουν τον κυβερνήτη» μου λέει ο σημαιοφόρος τότε του «Βέλος», Κώστας Γκορτζής.
«Σε κάποιον αριθμό 130, 140, δεν θυμάμαι ακριβώς, σταματήσαμε από μόνοι μας, γιατί υπήρχαν αντικειμενικές δυσχέρειες. Γιατί δεν μπορούσαμε να εγκαταλείψουμε το πλοίο σε ξένο κράτος. Είναι η έσχατη προδοσία ενός επαγγελματία αξιωματικού. Δεν μπορούσαμε να βγούμε όλοι έξω, γιατί δεν ξέραμε τι μας περιμένει».
Τελικά συμφώνησαν να ζητήσουν πολιτικό άσυλο 29, οι οποίοι αργότερα έγιναν 31, όταν ένας ακόμη υπαξιωματικός πήδηξε στη θάλασσα τη στιγμή που εγκατέλειπαν το «Βέλος» και ένας άλλος, ο Κώστας Κωστάκης, ήρθε από την Γένοβα μόλις έμαθε το γεγονός».
Το απόγευμα της 26ης Μαίου 1973, ο Κώστας Γκορτζής, ο Γιώργος Στράτος και ο Κώστας Ματαράγκας, με εντολή του κυβερνήτη Παππά, αποβιβάζονται κρυφά στην προβλήτα του Φιουμιτσίνο.
Την περίοδο εκείνη, ο Άντζελο Σφεράτσα είναι διευθυντής του πολιτικού γραφείου του τότε πρωθυπουργού, Τζούλιο Αντρεόττι.
«Ήταν ένα σοκ. Ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός, που ταρακούνησε τον πολιτικό κόσμο στην Ιταλία.
Η πλειοψηφία των Ιταλών ήταν κατά της χούντας. Υπήρχε μία ισχυρή αλληλεγγύη προς τον ελληνικό λαό. Η πλειοψηφία των πολιτικών ήθελε την επιστροφή στη δημοκρατική τάξη. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι ένα γεγονός σαν αυτό που συνέβη, που άγγιζε τις διμερείς σχέσεις, τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ, ήταν ένα λεπτό ζήτημα.
Το πρώτο πράγμα, που έκανα, ήταν να ενημερώσω τον πρωθυπουργό Αντρεόττι, ο οποίος είχε ήδη ειδοποιηθεί από τις στρατιωτικές αρχές, για την πολιτική βαρύτητα της ενέργειας. Άλλωστε είχαν ήδη ενημερωθεί και οι Έλληνες φίλοι αντιστασιακοί για τα τεκταινόμενα».
Στο Φιουμιτσίνο, στο μεταξύ, καταφθάνουν ανώτεροι έλληνες αξιωματικοί της χούντας, που ζητούν επιτακτικά από τις ιταλικές αρχές να τους παραδώσουν τον Νίκο Παππά και το πλήρωμά του.
Διότι θεωρούνται λιποτάκτες ενός σύμμαχου κράτους και πρέπει, σύμφωνα με τον νόμο, (οι ιταλικές αρχές) να τους συλλάβουν και να τους εκδώσουν στην Ελλάδα».
Πρώτος εμφανίζεται ο πλωτάρχης Αντωνόπουλος, αξιωματικός στο ΝΑΤΟ για να συναντηθεί με ανώτατους αξιωματικούς του ιταλικού Γενικού Επιτελείου Ναυτικού. Νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας φτάνει ο έλληνας πρέσβης στη Ρώμη, Ροκανάς με τον στρατιωτικό ακόλουθο και στις 7:00, από τη Νάπολι, προστέθηκαν ο Αρβανίτης και οκτώ έλληνες αξιωματικοί στο ΝΑΤΟ.
Δύο μικρά δωμάτια στο ισόγειο του Λιμεναρχείου του Φιουμιτσίνο γίνονται για ολόκληρη την ημέρα στρατηγείο συναντήσεων και διαπραγματεύσεων.
«Η κατάσταση απαιτούσε μία αξιοπρεπή λύση για τους ναυτικούς του «Βέλος». Ο Αντρεόττι, όπως πάντα ιδιαίτερα προσεκτικός, κατάλαβε τη σημασία του προβλήματος. Ότι, δηλαδή, εάν δεν λυνόταν αμέσως, μπορούσε να δημιουργήσει διεθνείς επιπλοκές. Για αυτό επιτάχυνε όλους τους χρόνους για την αποβίβαση και την παροχή πολιτικού ασύλου» μου λέει ο Σφεράτσα.
Μετά από 17 ώρες ο κυβερνήτης Παππάς και οι 31 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του «Βέλος» κατεβαίνουν από το πλοίο, χωρίς κανένα πρόβλημα και μάλιστα ένστολοι.
Ο Νίκος Παππάς δεν αμφιβάλλει ότι «το κίνημα του Ναυτικού κατέρρευσε το μύθο του Παπαδόπουλου. Γιατί όλοι αυτοί οι επαναστάτες της 21ης Απριλίου λέγανε ότι την επανάσταση την έχουν κάνει οι Ένοπλες Δυνάμεις. Στο ΝΑΤΟ αυτός ο μύθος είχε καταρριφθεί πλέον.
Ο Παπαδόπουλος ξεσκεπάστηκε και στο εξωτερικό είδαν την γυμνότητα της χούντας, ότι δηλαδή ήταν μια ομάδα ιδιοτελών αξιωματικών, η οποία σφετερίστηκε την εξουσία».
Ο Κώστας Γκορτζής, ο σημαιοφόρος του «Βέλος» από τη Θεσσαλονίκη καταλήγει: «Το «Βέλος» και το Κίνημα του Ναυτικού θα γραφτούν ως κρίκος στην αλυσίδα της τελικής αντίστασης του ελληνικού λαού, που περιλάμβανε και την Νομική.
Γιατί το κίνημα της Νομικής καταπνίχτηκε μεν, αλλά έδωσε τα μηνύματα του στους αξιωματικούς του Ναυτικού, οι οποίοι αισθανόντουσαν τα ίδια πράγματα.
Όπως επίσης, το Κίνημα του Ναυτικού κέντρισε πλέον το εξουθενωμένο φοιτητικό κίνημα της Νομικής και εμφανίστηκε η εξέγερση του Πολυτεχνείου μετά από λίγους μήνες».
Τις μέρες αυτές, με αφορμή την Έκθεση Ντοκουμέντων της Αντιδικτατορικής Αντίστασης 1967-1974 στην Ιταλία, που διοργανώσαμε στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής του Δήμου Θεσσαλονίκης, ξαναβρεθήκαμε αρκετοί από εκείνα τα χρόνια, φοιτητές τότε και μέλη του πληρώματος του «Βέλος».
Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Όλους/ες μάς συνδέει, μας ενώνει σαν στίγμα αναλλοίωτο στον χρόνο το κοινό παρελθόν.
Ακούστηκαν προσωπικές ιστορίες, ξεδιπλώθηκαν αναμνήσεις, δόθηκε το πολιτικό στίγμα εκείνης της εποχής, αποδόθηκε φόρος τιμής σε εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους.
Η παραμονή μας στην Ιταλία εκείνα τα χρόνια δεν ήταν απλώς σπουδές στην αλλοδαπή, ή για άλλους εξορία.
Ήταν μύηση σε μια στάση ζωής, στην ευθύνη, στην ενσυναίσθηση, στην ελευθερία.
Γιατί όποιος θυμάται έτσι, όποιος ακόμη αντιστέκεται, δεν γερνάει ποτέ στ’ αλήθεια.
(οι φωτογραφίες της έκθεσης είναι του Γιώργου Γιακουμίδη και του «Βέλος» από το προσωπικό αρχείο του Κώστα Γκορτζή).
*Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, συγγραφέας του βιβλίου «Η αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή», εκδ. Παπαζήση.