Σχεδόν 50 χρόνια μετά το τέλος της δικτατορίας και με τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής καταδικασμένα πρωτόδικα για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, τα πρόσφατα γεγονότα σχετικά με τη συμμετοχή ή μη του μορφώματος Κασιδιάρη στις επερχόμενες εκλογές ήρθαν να επιβεβαιώσουν ότι σε καμία περίπτωση η ελληνική Δημοκρατία δεν έχει ξεμπερδέψει με την ακροδεξιά.

Ads

Βλέποντας τα ποσοστά που κατέγραψαν οι σχηματισμοί δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας από το 1974 μέχρι το 2019, μέσα από την ανάλυση του διευθυντή του «Σημείου για τη μελέτη και αντιμετώπιση της ακροδεξιάς», Κωστή Παπαϊωάννου, φτάνει εύκολα κανείς στο συμπέρασμα πως η ενσωμάτωση στην μεγάλη δεξιά παράταξη του συγκεκριμένου χώρου τα μεταδικτατορικά χρόνια, δεν αποδείχθηκε ικανή να ξεριζώσει την ελληνική ακροδεξιά.

Σε αυτό το πρώτο μέρος της αναδρομής μας, βλέπουμε τα ποσοστά που κατέγραψαν στις εκλογές οι σχηματισμοί που νοσταλγούσαν την περίοδο της χούντας και πώς από τις αρχές της δεκαετίας του 90, με φόντο τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και την έλευση στην Ελλάδα του πρώτου κύματος μεταναστών από την Αλβανία, οι ακροδεξιοί πέτυχαν να καταστήσουν ακόμα και πλειοψηφικές στην ελληνική κοινωνία τις μισαλλόδοξες ιδέες τους, φορώντας γραβάτες αλλά και… ράσα.

1974-1990: Στο περιθώριο του συστήματος

Στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης, η κυριαρχία της νεοσύστατης τότε Νέας Δημοκρατίας, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήταν απόλυτη (54,37%), όπως επίσης και τα αντιδικτατορικά αισθήματα του λαού. Η Εθνική Δημοκρατική Ένωσις με επικεφαλής τον Πέτρο Γαρουφαλιά λαμβάνει μόλις το 1,07% των ψήφων και μένει εκτός Βουλής. Το 1977 η Εθνική Παράταξις των Στέφανου Στεφανόπουλου και Σπύρου Θεοτόκη εξασφαλίζει το 6,82% και 5 έδρες, όμως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φρόντισε αυτή η επίδοση να μείνει ως… πυροτέχνημα.

Ads

«Το ηγεμονικό τότε αφήγημα ήταν απολύτως καταδικαστικό για την άκρα Δεξιά. Ο Καραμανλής το εντόπισε αυτό και το εκπροσώπησε στο μέτρο που του αναλογούσε. Γι’ αυτό και είχε μια λογική είτε περιθωριοποίησης της άκρας δεξιάς είτε σιωπηρής αφομοίωσης, περνώντας τους ένα μήνυμα, κυρίως μέσω του Ευάγγελου Αβέρωφ τότε που λειτουργούσε ως δίαυλος επικοινωνίας, ότι ‘υπάρχει χώρος για εσάς αλλά καθίστε φρόνιμα’», εξηγεί στο tvxs.gr ο Κωστής Παπαϊωάννου.

Για αυτή την πρώτη περίοδο της ακροδεξιάς στη Μεταπολίτευση, ο συνομιλητής μας σημειώνει:
«Το στοιχείο που χαρακτηρίζει και κινητοποιεί τα ακροδεξιά κόμματα και πρόσωπα της περιόδου
εκείνης είναι κατά βάση το αίτημα αποφυλάκισης των πρωταιτίων του πραξικοπήματος. Τότε προέκυψε επίσης αυτό που συχνά περιγράφουμε ως ‘βασιλοχουντισμό’, δηλαδή την σύμπτωση της ατζέντας των άλλοτε αντιπάλων φιλοχουντικών και βασιλοφρόνων. Σημαντικά είναι επίσης για την μετέπειτα εξέλιξη της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, τα πρόσωπα που υπήρξαν κατ’ εντολή του φυλακισμένου δικτάτορα Παπαδόπουλου, επικεφαλής της νεολαίας της ΕΠΕΝ: Ο Νίκος Μιχαλολιάκος και ο Μάκης Βορίδης».

Αφού έχει ήδη εκλέξει έναν ευρωβουλευτή το 1984, η Εθνική Πολιτική Ένωσις (ΕΠΕΝ) αποτυγχάνει να αφήσει το στίγμα της στις βουλευτικές εκλογές του 1985 (0,60%). Αποτυχημένες ήταν οι κάθοδοι της και στις πολλαπλές αναμετρήσεις της περιόδου 1989-1990. Το κόμμα ανέστειλε τη λειτουργία του το 1996, όμως προηγουμένως, τα πράγματα είχαν γίνει ευνοϊκότερα για την ελληνική ακροδεξιά.

1990-2008: Από το περιθώριο, στο mainstream του Χριστόδουλου και του Καρατζαφέρη

«Κυρίαρχο όχημα της ακροδεξιάς κατά τη δεύτερη περίοδο υπήρξε ο εθνικισμός, με αντικείμενο και αφορμή το Μακεδονικό και το Γιουγκοσλαβικό ζήτημα», εξηγεί ο Κωστής Παπαϊωάννου. «Αν στην πρώτη περίοδο τα ακροδεξιά αφηγήματα έμειναν πάντα περιθωριακά, στη δεύτερη περίοδο διεκδικούν χώρο στο πολιτικό mainstream», υπογραμμίζει.

Θυμίζει ότι στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 90, με το αφήγημα για τους ‘Σέρβους αδελφούς’ και το ζήτημα της ονομασίας της χώρας που πλέον ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία, είχαν συστρατευθεί, προφανώς όχι στην ίδια ένταση που το έκανε η ακροδεξιά, θεσμοί όπως η Εκκλησία, τα συνδικάτα και τα ΜΜΕ. «Μέσα από αυτή τη διαδικασία, η ακροδεξιά ξεπλένεται από το χουντικό της παρελθόν και βρίσκει την τροφή που της επέτρεψε να εξελιχθεί όπως προέκυψε στην συνέχεια», παρατηρεί ο συνομιλητής μας.

Ένα μικρό κομμάτι αυτού του κόσμου εκφράστηκε εκλογικά μέσα από την Πολιτική Άνοιξη του
Αντώνη Σαμαρά, αφού εκείνος είχε έρθει σε ρήξη με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, λαμβάνοντας 4,88% (10 έδρες) στις εκλογές του 1993. «Η Πολιτική Άνοιξη, ναι μεν είχε πίσω της τον μηχανισμό παραγωγής ακροδεξιού λόγου Δίκτυο 21 – σε αυτό συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, ο Φαήλος Κρανιδιώτης και ο Άγγελος Συρίγος – αλλά δεν τελεσφόρησε πολιτικά αφού ήταν κυρίως απότοκο ενός πολιτικού παιχνιδιού σε επίπεδο κορυφής εντός της συντηρητικής παράταξης, χωρίς να εκπροσωπεί τμήματα του πληθυσμού από τα κάτω», λέει ο Κωστής Παπαϊωάννου και προσθέτει: «Σε κάθε περίπτωση, ο Σαμαράς στο μεταναστευτικό και στο Μακεδονικό ήταν πάντα πολύ κοντά στην ακροδεξιά και η ρητορική του άνοιγε διαρκώς διαύλους μαζί της».

Το συγκεκριμένο κόμμα διαλύθηκε αφού απέτυχε να μπει στη Βουλή το 1996 (2,94%). Σε εκείνες τις εκλογές, πραγματοποιεί την πρώτη της κάθοδο σε εθνικές εκλογές η Χρυσή Αυγή, λαμβάνοντας 4.487 ψήφους (0,07%). Στις εκλογές του 2000, αξιοσημείωτη για ιστορικούς λόγους είναι η συνεργασία του «Εθνικού Μετώπου» του Μάκη Βορίδη με τον Κωνσταντίνο Πλεύρη (0,18%).

Σύμφωνα με τον κ. Παπαϊωάννου, το πρόσωπο που πραγματικά σημάδεψε την ακροδεξιά της δεύτερης αυτής περιόδου ήταν ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. «Ο λόγος του ήταν γεμάτος με εθνοφυλετισμό, ξενοφοβία, εθνικισμό και ‘αντιδιανοουμενισμό’ παρόμοιο με αυτόν που συναντάμε αργότερα στην ρητορική, όχι της ακροδεξιάς εν γένει, αλλά της Χρυσής Αυγής. Κορύφωση αυτής της πορείας ήταν η σύγκρουση για την απάλειψη του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, με την τότε κυβέρνηση Σημίτη ευτυχώς να μην υποχωρεί», σημειώνει.

«Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, ό, τι είχε χτίσει ο Χριστόδουλος εκφράστηκε από τον Λαϊκό
Ορθόδοξο Συναγερμό», εξηγεί ο ίδιος. «Αξίζει να τονίσουμε ότι είναι το πρώτο ‘τηλεοπτικό’ κόμμα, αφού η διάχυση των θέσεών του γίνονταν κυρίως με την χρήση της τηλεοπτικής υποδομής που διέθετε ο Γιώργος Καρατζαφέρης και εκεί είδαμε για πρώτη φορά πρόσωπα όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο Κυριάκος Βελόπουλος. Το κόμμα ΛΑ.Ο.Σ ήταν εθνικιστικό, με ρατσιστικό λόγο και έντονο αντισημιτισμό. Δεν προχώρησε σε βίαιο ακτιβισμό, ούτε είχε κινηματικά γνωρίσματα. Ήταν όμως, σε αντίθεση με την Πολιτική Άνοιξη, ένα κόμμα με ευρεία λαϊκή απεύθυνση».

Με την νίκη της Νέας Δημοκρατίας το 2004, το ΛΑ.Ο.Σ αποτυγχάνει να μπει στη Βουλή (2,19%) αλλά το 2007 κερδίζει 10 έδρες με ποσοστό 3,80%. Γιατί όμως, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, η Νέα Δημοκρατία δεν αφομοίωσε αυτόν τον σχηματισμό στα δεξιά της; «Εκείνη την περίοδο, στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας βρίσκεται ο Κώστας Καραμανλής, στον οποίο πρέπει να αναγνωριστεί ότι εφάρμοσε με σχετική συνέπεια την πολιτική επιλογή της μη όσμωσης με τα άκρα», απαντά ο διευθυντής του «Σημείου».

Θα ακολουθήσει το δεύτερο μέρος της αναδρομής στις εκλογικές επιδόσεις της ακροδεξιάς, με την ανάλυση της περιόδου 2008-2023 και το πέρασμα στην τέταρτη φάση, σύμφωνα πάντα με την ανάλυση του Κωστή Παπαϊωάννου.