Το ΔΝΤ προβλέπει ύφεση 10% για την Ελλάδα το 2020 και ανεργία στο 22,3%. Προειδοποιεί ότι η χώρα μας θα εμφανίσει την μεγαλύτερη οικονομική συρρίκνωση σε όλη την ευρωζώνη λόγω του κοροναϊού – ενδεικτικά για την Ιταλία δίνει ύφεση 9,1% και για την Ισπανία 8% – και αναμένει, υπό προϋποθέσεις μερική ανάκαμψη το 2021 με ανάκτηση του 5,1% του ΑΕΠ.

Ads

Το καλό νέο είναι πως οι προβλέψεις του ΔΝΤ ειδικά για την Ελλάδα δεν έχουν ιστορικό… υψηλής αξιοπιστίας. Το κακό νέο είναι πως συνήθως διαψεύδονται επί τα χείρω και, στην συγκεκριμένη περίπτωση, συγκλίνουν με τις εκτιμήσεις των περισσότερων αναλυτών εντός και εκτός ελληνικών συνόρων.

Οι αναλυτές που επικαλείται η Handelsblatt προβλέπουν ότι η πανδημία θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε ύφεση 15% και σε κατάρρευση των φορολογικών εσόδων. Η Unicredit ανεβάζει την έκταση της ύφεσης στο 18,6% επισημαίνοντας την βαθιά εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό, ενώ οι εκτιμήσεις των περισσότερων επενδυτικών τραπεζών συγκλίνουν σε παράλληλη εκτίναξη του χρέους πάνω από το 200%, σε δημοσιονομικό έλλειμμα από 12% έως 14% και σε άνοδο της ανεργίας πάνω από το 20% – δηλαδή, κοντά στο 1 εκατομμύριο ανέργους.

Αυτή είναι, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η εικόνα που βρίσκεται πίσω από την προειδοποίηση Μητσοτάκη για «μεγάλη ύφεση» το 2020. Και το ερώτημα είναι ποιο μοντέλο και ποια εργαλεία μπορεί – και θέλει – να επιστρατεύσει η κυβέρνηση αφενός για να αμβλύνει τις συνέπειες της κρίσης και αφετέρου να δρομολογήσει την ταχεία επανεκκίνηση της οικονομίας.

Ads

Το βέβαιο, επί του παρόντος τουλάχιστον, είναι πως ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας δεν θέλει να αγγίξει δύο από αυτά τα εργαλεία: Τις πιστωτικές γραμμές του ESM και το μαξιλάρι ασφαλείας, το cash buffer, που άφησε κληρονομιά η κυβέρνηση Τσίπρα και η πολιτική Τσακαλώτου.

Ως προς το πρώτο, είναι εμφανές ότι η κυβέρνηση δεν θέλει να μπει στις γκρίζες ζώνες που άνοιξε η συμφωνία του Eurogroup και οι οποίες δεν αποκλείουν, είτε πιο light, είτε πιο σκληρούς, μνημονιακούς όρους και δεσμεύσεις για όσες χώρες προσφύγουν στην πιστωτική δεξαμενή των 240 δις ευρώ του ESM. Αντιθέτως επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το, άνευ όρων, νέο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ – εξ ου και η απόφαση να βγει σήμερα το ελληνικό δημόσιο στις αγορές, παρά την εξαιρετικά ρευστή συγκυρία, με την έκδοση νέου 7ετούς ομολόγου και με στόχο την άντληση 2,5 δις ευρώ.

Ως προς τον «κουμπαρά» ασφαλείας των 37 δις ευρώ ο Χρήστος Σταϊκούρας επιβεβαίωσε χθες το βράδυ πως «φιλοδοξία είναι να μην τον αγγίξουμε ούτε τον Ιούνιο». Και κατέστησε σαφές πως στόχος είναι να διατηρηθούν τα ταμειακά διαθέσιμα του cash buffer, ύψους 20 δις ευρώ, ως εφεδρεία για επόμενη φάση της κρίσης, ειδικά εάν η πτώση στον τουρισμό είναι ακόμη πιο βαθιά απ’ ό,τι τώρα εκτιμάται. «Πρέπει να υπάρχουν καύσιμα για την επόμενη μέρα», είπε χαρακτηριστικά.

Στον ΣΥΡΙΖΑ η εκτίμηση είναι διαφορετική, τόσο ως προς το μοντέλο αντιμετώπισης της κρίσης όσο και ως προςτο εύρος των διαθεσίμων. Εν ολίγοις, στην Κουμουνδούρου θεωρούν ότι η παρέμβαση και η στήριξη στην οικονομία πρέπει να είναι επιθετική και εμπροσθοβαρής, όπως θεωρούν επίσης ότι «καύσιμα» υπάρχουν, τόσο για άμεσα μέτρα ανακούφισης, όσο και ως εφεδρείες.

Όπως εξηγούν, το «μαξιλάρι» διαθέτει σήμερα 37 δις ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν τα 16 δις είναι «κλειδωμένα» για το χρέος. Τα υπόλοιπα 20 δις είναι άμεσα διαθέσιμα, ενώ συνυπολογίζουν άλλα 13 δις που έχουν αντληθεί από τις εξόδους στις αγορές καθώς και 7 δις διαθέσιμα φορέων τα οποία βρίσκονται στις εμπορικές τράπεζες.

Πάνω σ’ αυτό το απόθεμα ρευστότητας βασίζουν και την πρόταση για άμεση δημοσιονομική παρέμβαση 14,5 δις, στην αφετηρία και πριν από την κορύφωση της κρίσης. Διότι όπως λένε χαρακτηριστικά «για να επανεκκινήσει και να ανακάμψει η οικονομία πρέπει να έχουν μείνει ζωντανές οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και να υπάρχουν εργαζόμενοι».

Εδώ, οι πλέον καχύποπτοι προσθέτουν και την υπόνοια ότι το cash buffer Τσακαλώτου παραμένει σφραγισμένο για να το χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση όχι ως κοινωνική, αλλά ως εκλογική εφεδρεία εάν η διαχείριση της ύφεσης καταλήξει σε αδιέξοδο, και πολύ περισσότερο, σε απειλή νέου Μνημονίου.

Δεν είναι το σενάριο που θεωρεί πιο πιθανό ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως τουλάχιστον αντιλαμβάνονται οι συνομιλητές του. Εν προκειμένω όμως τις τελικές αποφάσεις δεν τις παίρνει ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και από αυτές θα καθοριστεί εάν οι συνέπειες της νέας οικονομικής κρίσης μπορεί να αποβούν χειρότερες, ή μη, από εκείνες της πανδημίας..