Δύο μέτρα και δύο σταθμά επιφυλάσσει η ελληνική κυβέρνησης –καθώς και η ΕΕ- στην αντιμετώπιση των προσφύγων που εισέρχονται στη χώρα. Ενώ οι Ουκρανοί καλωσορίστηκαν από το ελληνικό κράτος, καρπούμενοι των μηχανισμών για ενσωμάτωση και χορήγηση ασύλου, οι Αφγανοί πρόσφυγες βιώνουν τέτοια ταλαιπωρία, που πρόσφατες εκθέσεις δείχνουν ότι πολλοί εξ’ αυτών σκέφτονται ακόμα και την αυτοκτονία.

Ads

Μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, περίπου 70.000 Ουκρανοί έχουν αναζητήσει καταφύγιο στην Ελλάδα, ενώ η ΕΕ κινήθηκε ταχύτατα για να εκδώσει οδηγίες προσωρινής προστασίας για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ανθρώπων που απελπισμένοι εγκατέλειψαν τη χώρα τους.

Αν και οι Ουκρανοί που κατευθύνθηκαν στην Ελλάδα είναι σχετικά λίγοι, ωστόσο,  όπως αναφέρει σε ρεπορτάζ της η Guardian, έτυχαν ασυνήθιστης θερμής υποδοχής, με ανώτερους αξιωματούχους να αναφέρονται συχνά στους νεοφερμένους ως «πραγματικούς πρόσφυγες». Ωστόσο, σύμφωνα με το δημοσίευμα δεν συμβαίνει το ίδιο με τους Αφγανούς, ειδικά μετά την εγκατάλειψη της χώρας τους πριν ένα χρόνο, όταν οι Ταλιμπάν ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας.

Έκτοτε, η Ελλάδα συνεχίζει να είναι ο πρώτος σταθμός για χιλιάδες Αφγανούς, ενώ μετά τους Ουκρανούς, αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα αιτούντων άσυλο στην ΕΕ και μακράν τη μεγαλύτερη στην Ελλάδα, όπου περισσότεροι από 37.000 –πάνω από το 1/3 των εγγραγραμμένων– έχουν υποβάλει αιτήσεις ασύλου.

Ads

Σύμφωνα με την Δήμητρα Καλογεροπούλου, διευθύντρια της Διεθνούς Επιτροπής Διάσωσης (IRC)  στην Ελλάδα, «ενώ η ελληνική κυβέρνηση καλωσόρισε πρόσφυγες από την Ουκρανία, καταγράφοντας τους αποτελεσματικά,  εκδίδοντας νομικά έγγραφα και επιτρέποντας την άμεση πρόσβαση στην εργασία, οι Αφγανοί στην Ελλάδα, μαζί με άλλους αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες, συνεχίζουν να είναι απομονωμένοι από την ελληνική κοινωνία στην οποία επιδιώκουν να ξαναχτίσουν τις ζωές τους». Όπως υπογραμμίζει μάλιστα ακόμα και όταν καταφέρουν να αποκτήσουν ιδιότητα πρόσφυγα επίσημα, έχουν περιορισμένη υποστήριξη για να ενταχτούν.

Το 50% είχε σκεφτεί να αυτοκτονήσει

Η βρετανική εφημερίδα επικαλείται μάλιστα πρόσφατη έκθεση της IRC η οποία καταγράφει τις δυσκολίες των Αφγανών προσφύγων στην Ελλάδα και τις σοβαρές επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική τους υγεία. Από τους 192 Αφγανούς που εξετάστηκαν από τους ειδικούς στην ψυχική υγεία μεταξύ Απριλίου 2021 και Μαρτίου 2022, περίπου το 97% είχε αναφέρει συμπτώματα κατάθλιψης, ενώ το 50% είχε σκεφτεί να αυτοκτονήσει, αναφέρει η έκθεση IRC.

«Πολλοί Αφγανοί που φεύγουν μακριά από συγκρούσεις και διώξεις στη χώρα τους πιστεύουν ότι τα προβλήματά τους θα τελειώσουν μόλις φτάσουν στην Ευρώπη. Αυτό απλά δεν ισχύει», λέει η Δήμητρα Καλογεροπούλου, διευθύντρια του IRC στην Ελλάδα. «Αντίθετα, οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τη σκοτεινή πραγματικότητα των βίαιων επαναπροωθήσεων από τα ελληνικά σύνορα, ζουν για μήνες ή χρόνια με τον φόβο μήπως τους στείλουν πίσω στην Τουρκία ή το Αφγανιστάν, όπου θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ανείπωτη φρίκη, παρατεταμένες περιόδους παγιδευμένοι στα ΚΥΤ λες και είναι σε φυλακές, μακριά από πόλεις, δίχως υποστήριξη για να αρχίσουν να ξαναφτιάχνουν τις ζωές τους», λέει η ίδια.

Περιμένουν χρόνια

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της 25χρονης Suna Hamanawa, η οποία το 2018 έφτασε με μια λέμβο, από την Τουρκία στη Λέσβο με τον σύζυγό της, Μοχάμεντ, περίμενε τέσσερα χρόνια για να γίνει ένας από τους 28.500 Αφγανούς για να εξασφαλίσει το καθεστώς του πρόσφυγα. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο διάστημα συγκριτικά με πρόσφυγες άλλων κρατών, όπως της Ουκρανίας.
«Είμαστε καλύτερα εδώ, είμαστε πιο ασφαλείς εδώ, παρόλο που εγώ και ο σύζυγός μου και το πρώτο μας μικρό παιδί [αρχικά] περάσαμε 10 μήνες στη Μόρια», λέει. «Η ελληνική κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα. Απλώς λέει συνέχεια «περίμενε, περίμενε, περίμενε». Και αυτό κάνουμε όλη μέρα, κάθε μέρα. Περιμένουμε τα χαρτιά μας, περιμένουμε  τα ταξιδιωτικά μας έγγραφα. Περιμένουμε την ελευθερία».

Άλλο παράδειγμα είναι εκείνο της 26χρονης μητέρας πέντε παιδιών Khorshid Ahmadi, η οποία μιλώντας στη Guardian, λέει ότι ζει στην Ελλάδα εδώ και τέσσερα χρόνια ωστόσο, «το αίτημα της οικογένειάς μου για άσυλο έχει απορριφθεί τρεις φορές. Συνεχίζουν να λένε ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην Τουρκία, ακόμα κι αν η Τουρκία δεν πάρει κανέναν πίσω από την Ελλάδα». Συνεπώς, όπως λέει, κανένας από την οικογένειά της, ούτε αυτή δεν απολαμβάνουν δικαιώματα στέγασης ή οικονομικής βοήθειας.

Ο τρόπος που εξετάζονται οι αιτήσεις ασύλου στην Ελλάδα έχει και άλλες συνέπειες. Σύμφωνα με τον Μοχάμεντ Μιρζάι, εκπρόσωπο της αφγανικής κοινότητας στην Ελλάδα, ο οποίος έφτασε στη χώρα το 2006 σε ηλικία 14 ετών, «κάθε μέρα, ακούμε από οικογένειες Αφγανών να χάνονται στα σύνορα. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά μας είναι ότι πολλοί νέοι Αφγανοί, των οποίων τα αιτήματα ασύλου απορρίπτονται, πέφτουν στα ναρκωτικά, ένα πρόβλημα που τώρα προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε ως κοινότητα. Είναι όλα πολύ δύσκολα. Πολύ λίγοι θέλουν να μείνουν εδώ, δεν θέλουν να θέσουν σε κίνδυνο το μέλλον τους. Σίγουρα, θα μπορούσατε να πείτε, ότι οι Ουκρανοί έχουν πολύ διαφορετική μεταχείριση».

Κάντο όπως και με τους Ουκρανούς

Σύμφωνα με την Σοφία Κουβελάκη, υπεύθυνη ενός προγράμματος της ΜΚΟ Home, που φροντίζει ασυνόδευτους ανηλίκους τη μεταχείριση που έχουν οι Ουκρανοί θα μπορούσαν να έχουν και οι Αφγανοί. «Στην Ελλάδα και στην ΕΕ έχουν δείξει ότι αν θέλουμε να ενσωματώσουμε μπορούμε και αν θέλουμε να υποδεχτούμε ανθρώπους με ανθρώπινο πρόσωπο μπορούμε να το κάνουμε κι αυτό».

Όπως αναφέρεται στην έκθεση της IRC, είναι ζωτικής σημασίας να εξασφαλιστεί στους Αφγανούς πρόσβαση σε πλήρεις και δίκαιες διαδικασίες ασύλου και να δοθεί «αξιοπρεπής» υποστήριξη με στέγαση και ενσωμάτωση.

Πάντως σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο για τους Αφγανούς που ζητούν άσυλο είναι η αμφιλεγόμενη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας που χαρακτηρίζει την Τουρκία ως «ασφαλή τρίτη χώρα» για ανθρώπους όχι μόνο από το Αφγανιστάν αλλά και από το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν, τη Σομαλία και τη Συρία. Αυτή η απόφαση εμπόδισε χιλιάδες ανθρώπους να μπορέσουν να εξηγήσουν γιατί χρειάζονται διεθνή προστασία.

Κατακραυγή από διεθνείς φορείς

Στη γραμμή πάντως με το IRC είναι και διεθνείς φορείς, οι οποίοι επιπλήττουν την Αθήνα ότι καταφεύγει σε τακτικές ωμής βίας για να κρατήσει μακριά τους αιτούντες άσυλο. Όπως αναφέρει το δημοσίευμα της Guardian, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει ότι ακολουθεί μια «σκληρή αλλά δίκαιη» μεταναστευτική πολιτική ασύλου και αρνείται τις κατηγορίες για βίαιες επαναπροωθήσεις, παρά τα συντριπτικά στοιχεία. Τον Σεπτέμβριο, ο υπουργός Μετανάστευσης, Νότης Μηταράκης, σημείωσε ότι η χώρα είχε εμποδίσει περίπου 50.000 μετανάστες να εισέλθουν στην Ελλάδα μόνο τον Αύγουστο.

Ο Νότης Μηταράκης, μάλιστα αναφέρει ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να αντικαθιστά υπαίθρια στρατόπεδα σε νησιά, όπως η Λέσβος, με περίκλειστα με συρματοπλέγματα «κλειστά ελεγχόμενα» κέντρα και θα προωθήσει σχέδια για επέκταση συνοριακού φράχτη κατά μήκος της γης του Έβρου σύνορα με την Τουρκία.

Την ίδια στιγμή, η ειδική εισηγήτρια του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα Mary Lawlor μετά από 10ημερη επιτόπια έρευνά της στην Ελλάδα τον Ιούνιο, κατηγόρησε την κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι δημιουργεί ένα «κλίμα φόβου», όχι μόνο για τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο που φεύγουν από τη φτώχεια και τις διώξεις αλλά και για ομάδες που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των μεταναστών επί τόπου. Οι παράνομες επαναπροωθήσεις των αιτούντων άσυλο στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα έχουν γίνει γενική πολιτική στην Ελλάδα, κατέγραψε.