Μπορεί ο Κ. Μητσοτάκης να θριαμβολογεί, η σκληρή πραγματικότητα, ωστόσο, που βιώνει ο ελληνικός λαός δεν αποκλείει, αντικειμενικά, μια ρελάνς της προοδευτικής αντιπολίτευσης. Αυτό θα μπορούσε να είναι το «ζουμί» από την αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος από τον Guardian.

Ads

Για τη βρετανική εφημερίδα, ο Μητσοτάκης κέρδισε εν μέρει λόγω των ενδείξεων οικονομικής προόδου και εν μέρει επειδή οι ψηφοφόροι που σημαδεύτηκαν από την κρίση χρέους της ευρωζώνης, αναζήτησαν σταθερότητα.

Η κυβέρνηση πόνταρε σε δείκτες όπως η αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων κατά 50%, το 2022, την ώρα που η ελληνική οικονομία, αν και από πολύ χαμηλή βάση, αυτή τη στιγμή αναπτύσσεται διπλάσια από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Επιπλέον, μετά από τρία μνημόνια, η διεθνής εποπτεία τερματίστηκε τελικά το περασμένο καλοκαίρι.

Ads

Ταυτόχρονα η μείωση φόρων, συνδυάστηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη με «αδίστακτα λαϊκιστικές πολιτικές» για τη μετανάστευση, συμπεριλαμβανομένης της «τραμπικής» υπόσχεσης για επέκταση του φράχτη στα σύνορα με την Τουρκία.

Για την αριστερά, ωστόσο, το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής μπορεί να θεωρηθεί ως το «ζοφερό φινάλε ενός πολιτικού κύκλου που ξεκίνησε το 2015, όταν ο ηγέτης του Σύριζα, Αλέξης Τσίπρας, κέρδισε την εντολή να αντισταθεί στα συντριπτικά μέτρα λιτότητας που ζητούσαν οι Βρυξέλλες, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο».

Οι συνθήκες της «επακόλουθης στροφής του κ. Τσίπρα – υπό ακραίες πολιτικές πιέσεις καθώς η Ελλάδα βρισκόταν στο χείλος της αποχώρησης από το ευρώ – στη συνέχεια διέλυσε την αριστερά και υπονόμευσε την αξιοπιστία της.».

Έχοντας θεσπίσει σαρωτικά μέτρα λιτότητας μεταξύ 2015 και 2019, ο κ. Τσίπρας έκανε προεκλογική εκστρατεία ζητώντας αυτή τη φορά μεγαλύτερες δαπάνες στην κοινωνική πρόνοια και δημόσιες επενδύσεις.

Δεν πέτυχε.

Ένα υψηλό ποσοστό αποχής και η κατακόρυφη πτώση των ψήφων του ΣΥΡΙΖΑ, έδειξαν απώλεια πίστης στο κύριο προοδευτικό κόμμα της Ελλάδας και στον ηγέτη του.

Παράλληλα, η επανεμφάνιση του ΠΑΣΟΚ, που επισκιάστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ την εποχή της κρίσης στην ευρωζώνη, «μπορεί να υποδηλώνει μια μελλοντική αναδιάταξη».

Πάντως, «το πολιτικό μέλλον του κ. Τσίπρα φαίνεται αβέβαιο μετά από αυτό (σς: το εκλογικό αποτέλεσμα) που ισοδυναμεί με ταπείνωση.».

Ωστόσο, η εφημερίδα τονίζει, ότι «για χάρη των εκατομμυρίων νοικοκυριών που ζουν κοντά στο χείλος του γκρεμού, τα κόμματα της ελληνικής αντιπολίτευσης πρέπει να ανασυνταχθούν γρήγορα και να βρουν κοινό έδαφος».

Αυτό, διότι, «οι φιλικές προς την αγορά μεταρρυθμίσεις του κ. Μητσοτάκη μπορεί να έχουν ευχαριστήσει τράπεζες και επενδυτές και να καθησύχασαν τα άνετα μεσαία στρώματα, αλλά οι λιγότερο εύποροι συνεχίζουν να υφίστανται τις ολέθριες συνέπειες της τιμωρητικής και διαρκούς λιτότητας».

Η δε ελληνική οικονομία «παραμένει περίπου ένα πέμπτο μικρότερη από ό,τι ήταν πριν από το 2008».

«Τα επίπεδα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η αποπληρωμή του χρέους προς τους διεθνείς πιστωτές έχουν επιτευχθεί σε βάρος του γενικού βιοτικού επιπέδου. Ο κ. Μητσοτάκης θα δώσει περισσότερα από τα ίδια και οι αγορές θα τον επευφημήσουν γι’ αυτό».

Γι’ αυτό, καταλήγει ο Guardian, «μετά από μια θλιβερή νύχτα, οι προοδευτικές δυνάμεις πρέπει να βρουν έναν τρόπο να επιστρέψουν».