Δεν διοικούν οι συνδικαλιστές τη χώρα, διαμηνύει χαρακτηριστικά στο tvxs.gr ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος, απαντώντας στην κριτική ότι σήμερα τα συνδικάτα εμφανίζονται κατώτερα των προσδοκιών. Ο ίδιος διαψεύδει σε υψηλούς τόνους ότι συμφώνησε με τους εργοδοτικούς φορείς για τις επιχειρησιακές συμβάσεις, «διαβάζει» τις κρίσιμες ρήτρες του Μνημονίου και αναφέρεται στη στρατηγική της Συνομοσπονδίας απέναντι στην ασκούμενη πολιτική.

Ads

Επιχειρηματολογώντας υπέρ της επαρκούς δράσης της ΓΣΕΕ, ο κ. Παναγόπουλος επικαλείται παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, τα συνδικάτα των οποίων έχουν διοργανώσει λιγότερες γενικές απεργίες, και υπογραμμίζει ότι στην Ελλάδα «η συνδικαλιστική δράση είναι δύσκολη», καθώς υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις κάτω των 9 ατόμων. Σε αυτό το πλαίσιο, καλεί τους πολίτες σε «κοινωνική αντίθεση και κοινωνική δράση».

Ο ίδιος εκφράζει τον αποτροπιασμό του για τη ρήτρα του Μνημονίου η οποία ακυρώνει την επέκταση των συμβάσεων εργασίας στους εργαζόμενους εκτός σωματείων. Επιπλέον, αναδεικνύει ως μετρήσιμους στόχους της ΓΣΕΕ τη θωράκιση των ανέργων μέσα από την αναβάθμιση των επιδομάτων και την επαναφορά της 13ης και 14ης σύνταξης.

Γενικότερα, κάνει λόγο για -συνολικά ευρωπαϊκή- πολιτική με «νεοφιλελεύθερο πρόσημο» η οποία «καταδυναστεύει και τα κράτη και τους λαούς», υπογραμμίζοντας ότι οι εκπρόσωποι της τρόικας στην Ελλάδα, από τον αρχικό στόχο της δημοσιονομικής προσαρμογής, «έφτασαν στο σημείο να ζητούν αλλαγή ολόκληρου του παραγωγικού και κοινωνικού μοντέλου της χώρας».

Ads

Ακολουθεί η τηλεφωνική συνομιλία με τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ:

Πρώτης τάξης εργασιακό «μέτωπο», τα τελευταία 24ωρα, είναι ο καθορισμός των όρων και της ισχύος των λεγόμενων επιχειρησιακών συμβάσεων, έναντι των κλαδικών. Καταρχάς, επιμένετε στη διάψευση περί σχετικής συνάντησης και συμφωνίας με το ΣΕΒ;

Θέλω να είμαι σαφής, απόλυτος, κατηγορηματικός: Συμφωνία δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ώστε οι επιχειρησιακές συμβάσεις να υπερισχύουν των κλαδικών και να μειώνονται τα εισοδήματα των εργαζομένων. Και νομίζω ότι πιο κατηγορηματική διάψευση δεν μπορεί να υπάρχει.

Έχει να επιδείξει «κόκκινες γραμμές» η Συνομοσπονδία σε αυτή τη διαδικασία;

Το να θέτεις «κόκκινες γραμμές» και αυτές να παραβιάζονται από αλλού, και όχι από εσένα, δεν έχει έννοια. Να σας εξηγήσω τι εννοώ. Δεν βρισκόμαστε σε μία φάση διαπραγμάτευσης. Το Μνημόνιο προβλέπει μια, κατά τη γνώμη μου, απαράδεκτη ρήτρα για τις συλλογικές συμβάσεις η οποία αφορά όλες τις συμβάσεις εργασίας και έχει ξεφύγει της προσοχής: από εδώ και στο εξής οι συμβάσεις που συνομολογούνται θα καλύπτουν μόνο όσους συμμετέχουν στη συνομολόγηση των συμβάσεων. Ενώ το δικό μας εργατικό δίκαιο, όπως ξέρετε, επεκτείνει τη σύμβαση σε όλους τους εργοδότες, είτε είναι μέλη της εργοδοτικής οργάνωσης είτε όχι, και σε όλους τους εργαζόμενους, είτε είναι μέλη των συνδικάτων είτε όχι.

Αντιλαμβάνεστε ότι πλέον ακυρώνεται ο θεσμός των συμβάσεων, μια και δεν θα υπάρχει συνομιλητής από την άλλη μεριά (για να αποφύγει τη σύμβαση). Ταυτόχρονα, προβλέπει η απαράδεκτη αυτή ρήτρα ότι η κυβέρνηση οφείλει να νομοθετήσει, ώστε να κατισχύουν οι επιχειρησιακές συμβάσεις των κλαδικών. Αν η κυβέρνηση, αγνοώντας τη δική μας αντίθεση, αγνοώντας τις απεργιακές κινητοποιήσεις που κάναμε και αυτές που έχουμε εξαγγείλει (τη μεγάλη γενική απεργία στις 15 Δεκέμβρη), προχωρήσει σε μια τέτοια κατεύθυνση, η ευθύνη είναι της κυβέρνησης και βεβαίως θα είναι οποιουδήποτε συνδικαλιστή συνομολογήσει μείωση μισθών (γιατί απαιτείται σύμβαση για να μειωθούν οι μισθοί).

Ποια είναι η στρατηγική της ΓΣΕΕ αυτή την περίοδο; Έχει μετρήσιμους στόχους;

Θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής. Οι μετρήσιμοι στόχοι ήταν στην επιδίωξή μας, τους έχουμε συζητήσει. Γι’ αυτό προσπαθούμε, από το να λέμε γενικά: ‘όχι σε αυτόν τον τυφώνα που μας έχει πλήξει’, να βάλουμε συγκεκριμένα αιτήματα. Όπως μπορέσαμε να κάνουμε -έστω- προκαλώντας «ρωγμή» στο Μνημόνιο με την υπογραφή σύμβασης που προβλέπει αυξήσεις στο ύψος του ευρωπαϊκού πληθωρισμού (μικρές αλλά αυξήσεις), και όταν το Μνημόνιο προέβλεπε «πάγωμα» των μισθών για 3 χρόνια. Όπως μπορέσαμε, ελπίζω, γιατί εδώ φαίνεται να καταλήγει, να διασωθεί ο θεσμός της διαιτησίας.

Αντίστοιχα, επικεντρώνουμε σε κάποια επείγοντα πράγματα: α) συμβάσεις β) ανεργία (οι άνεργοι πολλαπλασιάζονται, επιβάλλονται μέτρα ανακούφισης αυτών, με επιμήκυνση του χρόνου χορήγησης του επιδόματος και διεύρυνσής του σε υψηλό επίπεδο –σημειώνω εδώ ότι τα επιδόματα ανεργίας δεν πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά από τις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών, δηλαδή δεν επιβαρύνουν δημοσιονομικά το κράτος γ) επαναφορά της 13ης και 14ης σύνταξης, με άμεση προτεραιότητα στους χαμηλοσυνταξιούχους, εκείνους που λαμβάνουν 800, 900 ακόμη και 500 ευρώ.

Αυτοί είναι μετρήσιμοι στόχοι που τους «παλεύουμε», αλλά σε κάθε περίπτωση αντιλαμβάνεστε ότι δυστυχώς με τη γενικότερη πολιτική, και στη χώρα, και στην Ευρώπη, τα «μαύρα σύννεφα» πληθαίνουν και εξαπολύονται -οι πλέον απροσχημάτιστες- επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων της εργασίας.

Ποια εντύπωση έχετε αποκομίσει από τις επαφές σας με τους τεχνοκράτες της τρόικας; Συναισθάνονται τον κοινωνικό αντίκτυπο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής;

Καταρχήν, πρόκειται για τεχνοκράτες, υψηλόβαθμους υπαλλήλους, οι οποίοι διατηρούν μόνιμη σχέση όχι με τους ανθρώπους αλλά με τους αριθμούς (νούμερα, τόκους κλπ). Ως εκ τούτου, γνωρίζουν μεν γενικά ότι αυτά τα μέτρα είναι άδικα και άνισα, το φοβούνται, το αντιλαμβάνονται, ωστόσο, εκπροσωπούν μια πολιτική η οποία δεν αφήνει «να πάμε κάπου διαφορετικά». Να το πω αλλιώς. Σε πρώτη φάση, εμφανίστηκαν, όπως θα θυμάστε, ζητώντας να ανατάξουμε τα δημοσιονομικά της χώρας, να δούμε τι θα γίνει με το χρέος. Έπειτα, έφτασαν σε σημείο να ζητούν να αλλάξουμε ολόκληρο το παραγωγικό και κοινωνικό μοντέλο της Ελλάδας. Κι εδώ, μπαίνει ένα έντονο ιδεολογικό πρόσημο, ένα νεοφιλελεύθερο πρόσημο, μια δοξασία, η οποία έχει καταρρεύσει παντού. Κι όμως, καταδυναστεύει και τα κράτη και τους λαούς.

Αρκετοί ασκούν έντονη κριτική στα συνδικάτα, τα οποία θεωρούν υπαίτια για το γεγονός ότι, τηρουμένων των αναλογιών, δεν έχουν σημειωθεί ιδιαίτερες λαϊκές αντιδράσεις. Ποια είναι η γνώμη σας;

Κρατώ το «τηρουμένων των αναλογιών». Στην Ελλάδα, μαζί με την απεργία που κάνουμε στις 15 του Δεκέμβρη, μετράμε ήδη 8 γενικές απεργίες (συν στάσεις εργασίας, συν συλλαλητήρια). Και νομίζω ότι φτάνουμε στα όρια αντοχής. Γιατί ο κόσμος της εργασίας, από τη μια μεριά χάνει από τις περικοπές, από την άλλη μεριά κάθε απεργιακή κινητοποίηση έχει κάποιο κόστος. Και θα χρειαστούν και πολλές άλλες κινητοποιήσεις, και πολλοί αγώνες. Σε άλλες χώρες, και αυτό αποσιωπάται, στην Ισπανία για παράδειγμα, έγινε μία γενική απεργία μετά από 8 χρόνια. Κι εκεί λαμβάνονται μέτρα ανάλογα με αυτά που λαμβάνονται στην Ελλάδα, χωρίς μάλιστα η χώρα να έχει προσφύγει στο ΔΝΤ. Στην Πορτογαλία έκαναν, στις 24 Νοεμβρίου, την πρώτη τους απεργία μετά από 13 χρόνια!

Εμείς προσπαθούμε, αλλά δεν μπορούν τα συνδικάτα να σηκώσουν τα βάρη όλου του κόσμου. Και μην ξεχνάτε ότι στη δική μας περίπτωση, λόγω το κατακερματισμού των επιχειρήσεων (έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις, πάνω από 600.000 απασχολούν λιγότερα από 9 άτομα), η συνδικαλιστική δράση είναι δύσκολη. Δεν μπορείς να στηρίζεις όλους τους αγώνες και τις προσπάθειες σε κάποιες ΔΕΚΟ, οι οποίες βρίσκονται και αυτές στο «μάτι του κυκλώνα». Δεν βρισκόμαστε σε μια χώρα με εταιρείες όπως η Renault, η Volkswagen κλπ, εταιρείες με εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Ως εκ τούτου, μη ζητούν όλοι τις ευθύνες από το συνδικαλισμό. Έχουμε ευθύνες. Έχουμε ευθύνες και για το παρελθόν, έχουμε ευθύνες και τώρα. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν είμαστε εμείς αυτοί που διοικήσαμε ή διοικούμε αυτή τη χώρα.

Ενδεχομένως να είναι περιττή η ερώτηση. Ίσως και όχι. Θεωρεί στην πραγματικότητα η ηγεσία της ΓΣΕΕ ότι σήμερα πρέπει να «ξεσηκωθεί» ο κόσμος;

Εγώ πιστεύω ότι ο κόσμος δεν πρέπει μόνο να συμμετέχει στις απεργίες. Πρέπει να συμμετέχει στις απεργιακές συγκεντρώσεις. Πρέπει να συμμετέχει στα συλλαλητήρια. Να δείξει την αντίθεσή του, την οργή, την αγανάκτησή του. Δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι οι διαμεσολαβητές, δηλαδή οι εκπρόσωποι, όπως γινόταν μέχρι τώρα, είναι σε θέση από μόνοι τους να φέρουν αποτελέσματα. Χρειάζεται κοινωνική αντίθεση και κοινωνική δράση.