Μια ιδεολογική, πολιτική και καλλιτεχνική «κατάθεση» έκανε ο Γιώργος Νταλάρας, στην εκπομπή Mega Stories του Mega και στη Δώρα Αναγνωστοπούλου, όπου προχώρησε σε έναν προσωπικό απολογισμό, μέσα από στιγμής της ζωής και της πορείας του στη μουσική.

Ads

Μεταξύ άλλων, αφηγήθηκε ένα περιστατικό στη χούντα, το οποίο αναδεικνύει και τις νοσηρά γκροτέσκες πλευρές του αιμοσταγούς καθεστώτος.

«Ένα βράδυ παίζαμε στα Νέα Δειλινά. Έρχεται μέσα η χωροφυλακή και θέλανε να μας σταματήσουν, γιατί εγώ έκανα την κουταμάρα να τραγουδάω τραγούδια του Θεοδωράκη, ενώ απαγορευόταν. Γύρισα στον κόσμο και λέω με το μικρόφωνο, ‘κοιτάξτε, εμείς τραγουδάμε για σας. Ήρθαν τώρα οι εκπρόσωποι του νόμου και μας λένε να σταματήσουμε, αλλά δεν ξέρω αν είναι στη δική τους δικαιοδοσία αυτό. Εγώ θα πάρω εντολή από σας. Να σταματήσω ή να τραγουδήσω;’. Και κατάλαβες ο κόσμος τι είπε. Φοβηθήκανε οι χωροφύλακες, μείνανε λίγο πίσω. Μόλις τελείωσα με πήγανε στον διοικητή, στο τμήμα, και την άλλη μέρα με φώναξε ο Σπανός, ο βασανιστής Σπανός που ήταν το γραφείο του στην ΕΣΑ. Και μου είπε ‘κάνετε πράγματα εναντίον της πατρίδας, λέτε τραγούδια αυτού του κομμουνιστή του Θεοδωράκη’.

»Και του λέω ‘όχι κύριε διοικητά, είναι λάθος, μήπως εννοείτε αυτό το τραγούδι που λέει πετούν τα παλιομάχαιρα με χαρές και πάνε’; Μου λέει ‘αυτό εννοώ, αυτά είναι πράγματα τρομοκρατικά, είναι κομμουνιστικά’. Και του λέω ‘όχι κύριε, είναι πλάνη αυτό, αυτό το τραγούδι είναι του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου’. Και μου λέει ‘λες;’. Κι έτσι τη γλίτωσα. Βρήκα λοιπόν την ευκαιρία και έφυγα από εκείνο το κέντρο και πήγα στην Πλάκα. Και επιτέλους, λέω, εδώ θα κάνω αυτό που θέλω. Τι ήθελα να κάνω; Ήθελα να λέω ρεμπέτικα και μπαλάντες πολιτικές, και τα τραγούδια του Θεοδωράκη, και όποια άλλα τραγούδια γράφονταν εκείνα τα χρόνια που κάτι είχαν να πουν για αυτό το συλλογικό όνειρο των ανθρώπων που μετά από τη χούντα έπρεπε να κατευθυνθούν προς ένα καθαρό ξέφωτο».

Για το ΕΑΜ και την Δεξιά

Σε άλλο σημείο αναφέρθηκε στο έπος της ΕΑΜικής αντίστασης. «Η γέννηση του ΕΑΜ είναι μια συγκλονιστική ιστορία για την Ελλάδα. Μακάρι να μπορούσε ο κόσμος να ενωθεί με τον ίδιο τρόπο. Θα μου πεις, τότε ήταν πόλεμος, τώρα για ποια πράγματα να ενωθούμε; Όλα έχουν αλλοιωθεί. Ακόμα και τα ιδεολογήματά μας έχουν σχεδόν καταρρεύσει ή έχουν πάει αλλού, έχουν στρίψει. Δύσκολο. Αλλά το ΕΑΜ ήταν μια μεγάλη στιγμή για τον ελληνικό λαό. Ελπίζω με κάποιον τρόπο μικρές ομάδες ανθρώπων να ξαναπάρουν θάρρος και να στήσουν πάλι από την αρχή μια κοινωνία πιο ίση, πιο δίκαια. Και κάποια στιγμή αυτός ο χώρος της συντηρητικής παράταξης, αυτό που λέμε δεξιά, χρωστάει μια συγγνώμη στον ελληνικό λαό για αυτά όλα που τράβηξε».

Αναφερόμενος στο σήμερα διηγήθηκε ένα περιστατικό στο οποίο έγινε μάρτυρας: «Πριν από 6-7 χρόνια ήμουν στο δρόμο και γινόταν παντζουρλισμός, κόρνες, φωνάζανε. Ψάχνω να βρω τι έγινε. Και πλησιάζω στο δρόμο και βλέπω ένα νεαρό παιδί, 20 χρονών, και παίρνει ένα σκυλάκι μέσα από τη λεωφόρο, που αν περνούσε από την άλλη μεριά θα το σκοτώνανε. Και το πήρε στα χέρια του. Και λυπήθηκα που δεν ήμουν εγώ αυτός. Και οι άλλοι οι κάφροι του φωνάζανε, ‘φύγε ρε μ…κα από τη μέση’. Αυτή δεν είναι ζωή. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι. Και είμαστε γεμάτοι από τέτοιους».

«Αυτή την Ελλάδα ονειρεύτηκα, όχι την άλλη. Είναι άλλη Ελλάδα, με άλλους Έλληνες. Δεν τη θέλω αυτή την Ελλάδα, δεν μου αρέσει. Δεν είναι χώρα αυτή έτσι όπως πάμε. Πρέπει να κοιταχτούμε στον καθρέφτη για να τα ξανακάνουμε από την αρχή. Αισθάνομαι σαν ένα παιδί εργατικής τάξης, μιας οικογένειας βιοπαλαιστών που γεννήθηκε σε μια παράγκα στην Κοκκινιά, και είναι σαν να εκπροσωπώ αυτή την τάξη. Δεν σταμάτησα ποτέ να αισθάνομαι εργάτης. Όταν έχω ζήσει όλα αυτά, δεν μπορώ να αφήσω τα πράγματα στην τύχη τους».

Για τον Γιάννη Μπεχράκη

«Και ο άλλος ήρωάς μου είναι ο Γιάννης Μπεχράκης, αυτός που έδωσε τη ζωή του όλα αυτά τα χρόνια να μαζεύει πρόσφυγες… Αυτήν την Ελλάδα ονειρεύτηκα. Όχι την άλλη. Μια άλλη Ελλάδα, με άλλους Έλληνες. Δεν τη θέλω εγώ αυτήν την Ελλάδα, δε μ’αρέσει. Δεν είναι χώρα αυτή έτσι όπως πάμε. Πρέπει να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να βρούμε κάτι από τον εαυτό μας για να τα ξανακάνουμε από την αρχή. Γιατί τα λέω αυτά ακόμα σε αυτήν την ηλικία; Εγώ αισθάνομαι σαν ένα παιδί της εργατικής τάξης, μιας οικογένειας βιοπαλαιστών, που γεννήθηκε μέσα σε μια παράγκα στην Κοκκινιά, και είναι σαν να εκπροσωπώ με κάποιον τρόπο αυτήν την τάξη. Δε σταμάτησα ποτέ να αισθάνομαι εργάτης. Δουλεύω οπουδήποτε πάω. Ποτέ δε σταμάτησα. Δουλεύω για όλα αυτά που πιστεύω ότι πρέπει να δουλεύω. Όταν λοιπόν έχω ζήσει εγώ όλα αυτά τα πράγματα, δεν μπορώ να τα αφήσω στην τύχη. Θα αναλάβω να κάνω κάτι. Και βέβαια θα αναλάβω και την ευθύνη και θα δεχθώ και τη μήνη των άλλων».

Για την μουσική και την καλλιτεχνική πορεία του

Ο Γιώργος Νταλάρας θυμήθηκε τα χρόνια του στο μεροκάματο, στην οικοδομή και το μηχανουργείο, αλλά και την ευκαιρία που του έδωσε στα τέλη της 10ετίας του ’60 ο Μάκης Μάτσας για την πρώτη του ηχογράφηση.

Ads

Αναφέρθηκε επίσης και στις συνεργασίες και μουσικές συναντήσεις με τους μεγαλύτερους Έλληνες δημιουργούς, μεταξύ αυτών τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Απόστολο Καλδάρα και πολλούς άλλους.

«Ο Θεοδωράκης με μάγεψε γιατί τα τραγούδια του είχαν κάτι από τον Τσιτσάνη. Ο Θεοδωράκης είχε πτυχία μουσικής, ο Τσιτσάνης δεν είχε και όμως εξύψωσε, ύμνησε τους άλλους και τιμήθηκε και εκείνος», είπε αρχικά ο Γιώργος Νταλάρας, τονίζοντας πως δεν αισθάνεται διάσημος.

«Μισώ τη διασημότητα, δεν τη θέλω. Γιατί ο διάσημος των καιρών μας, τη μετά τηλεόραση εποχή, είναι ένας διάσημος άνθρωπος, ο οποίος θεοποιείται ή ειδωλοποιείται με έναν τρόπο και ο κουτός το δέχεται αυτό λόγω της θεοποίησης. Αυτός έχασε την οντότητά του, δεν είναι πια ο ίδιος. Αν θέλει να κρατήσει την οντότητά του υγιή, πρέπει να είναι γνωστός και με το όνομά του. Εμένα αν με ρωτήσεις ποιος θα ήθελα να είμαι, θα σου έλεγα ο Γιώργος, ο Νταλάρας μού είναι αδιάφορος», δήλωσε.

«Εγώ είμαι λαϊκός, λέω πολλά λαϊκά τραγούδια, δεν είμαι αποκλεισμένος».

«Μικρό παιδί γεννήθηκα εκεί μέσα και πήγα σε μία κατηγορία που ήταν ό,τι χειρότερο. Ερχόντουσαν λεφτάδες και ματσωμένοι από τα Μέγαρα και την Ελευσίνα, μεγάλοι έμποροι, είχαν και τα πιστόλια τους μαζί, έριχναν και καμία στο τσακίρ κέφι. Το καθεστώς σε αυτά τα μαγαζιά ήταν ότι έπαιρναν μουσικούς, τραγουδιστές και 10-15 κορίτσια που κάνουν κονσομασιόν για να έχει παρέα ο πεινασμένος σεξουαλικά θαμώνας που ερχόταν για να ρίξει και μια παραγγελιά. Αυτό δεν μπορεί να αρέσει σε ένα παιδί 16 χρονών».