Ξεπέρασαν τις 15.000 οι θάνατοι από την πανδημία στην Ελλάδα. Με πληθυσμό 10,8 εκατομμυρίων, η Ελλάδα έχει μια από τις χειρότερες επιδόσεις στην ΕΕ στους θανάτους ανά ένα εκατομμύριο πληθυσμό, ενώ ξεπέρασε σε θύματα και τη Σουηδία, που προκάλεσε έντονες συζητήσεις και κριτική για την επιλογή της να εφαρμόσει το μοντέλο της ανοσίας της αγέλης χωρίς lockdown. 

Ads

Διαβάστε επίσης: 

Με βάση τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), στις 5 Οκτωβρίου 2021 σύμφωνα με τα στατιστικά που καταγράφονται στην πλατφόρμα Our World In Data, η Ελλάδα είναι πέμπτη σε θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Προηγούνται στη «μαύρη λίστα» η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Λιθουανία και η Λετονία. Επίσης έχει τριπλάσιο ποσοστό θνητότητας από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και κάθε εβδομάδα χάνει, κατά μέσο όρο, 300 ανθρώπους από τον κορονοϊό.

Ads

image

Μάλιστα, αυτό συμβαίνει ενώ η εμβολιαστική κάλυψη στην ηλικιακή ομάδα άνω των 60, αυτή που έχει και τους περισσότερους θανάτους, είναι περίπου στο 80%, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που παρουσίασε ο γενικός γραμματέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας, Μάριος Θεμιστοκλέους.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Την ώρα μάλιστα που κάποιες χώρες έχουν κλείσει τον πανδημικό κύκλο, εμείς να κινδυνεύουμε να πάμε σε παράταση, μετρώντας καθημερινά δεκάδες απώλειες; Θα μπορούσαμε να έχουμε μια καλύτερη εικόνα, αντίστοιχη για παράδειγμα των σκανδιναβικών χωρών;

Γιατί η Σουηδία, η οποία μάλιστα παρουσιαζόταν από τα ελληνικά ΜΜΕ ως μια κυνική χώρα που δεν εφάρμοσε lockdown και με την ανοσία της αγέλης οδηγούσε, κατά τη γνώμη τους, στο θάνατο τους πολίτες της, σήμερα έχει λιγότερους θανάτους από την Ελλάδα με παρόμοιο πληθυσμό και σχεδόν διπλάσια κρούσματα;

Σχετικό ερώτημα, που ανέφερε τα στοιχεία που κατατάσσουν την Ελλάδα στις υψηλότερες θέσεις της Ευρώπης σε αναλογία θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού, τέθηκε προχθές Τρίτη 5 Οκτωβρίου και στην αναπληρωτή υπουργό Υγείας και γιατρό, Μίνα Γκάγκα.

«Αν δούμε συνολικά τον αριθμό των θανάτων», ανέφερε μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, «είμαστε πιθανόν στις πέντε χαμηλότερες στην Ευρώπη. Σε συνολικό αριθμό θανάτων είμαστε στις πέντε καλύτερες (χαμηλότερες) χώρες της Ευρώπης», λέγοντας παράλληλα πως τα στοιχεία που λένε το αντίθετο δεν είναι αληθή.

Εννοεί η κ. Γκάγκα, πως τα στοιχεία του ECDC είναι ψευδή; Όχι. Απλώς παρουσιάζει άλλα στοιχεία. Όχι αυτά με τους θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού, που είναι το βασικό κριτήριο του ECDC, αλλά στοιχεία που συγκρίνουν το συνολικό αριθμό θανάτων σε χώρες ανεξάρτητα με τον πληθυσμό.

Η απάντηση που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα έρχεται ομόφωνα από τους επιδημιολόγους της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Το τελικό αποτύπωμα μιας πανδημίας εξαρτάται από τη διαχείριση.

Που σημαίνει αναπτυγμένο δίκτυο πρωτοβάθμιας φροντίδας, επάρκεια στελέχωσης, υποδομών, κλινών ΜΕΘ στα δημόσια νοσοκομεία, σοβαρή επιδημιολογική παρατήρηση, στοχευμένα μέτρα σε μέσα μεταφοράς, σχολεία και χώρους συνωστισμού, εμπιστοσύνη στους θεσμούς και βέβαια εμβολιασμό στους ηλικιωμένους και ευπαθείς, τις ομάδες δηλαδή με το μεγαλύτερο αριθμό θανάτων.

Η πίεση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, που κυριαρχεί ως περιγραφή σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας μέχρι και σήμερα στην Ελλάδα, δεν είναι αντικειμενική, δεν οφείλεται μόνο στον ιό αλλά κυρίως και στο σύστημα που τον υποδέχεται.

Όπως εξηγεί ο εντατικολόγος και πρόεδρος του Συλλόγου εργαζομένων στο νοσοκομείο Αττικό, Μιχάλης Ρίζος, στο tvxs.gr «η πίεση στο σύστημα υγείας είναι αντικειμενική λόγω της πανδημίας και των χρόνιων ελλείψεων στο ΕΣΥ. Αυτά το πιέζουν όχι ο κόσμος που αρρωσταίνει. Η σημερινή κυβέρνηση όμως και διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις έχουν άλλες προτεραιότητες και όχι την ενίσχυση της δημόσιας υγείας. Αν δε σε αυτά προστεθεί η λοιπή νοσηρότητα που υποθεραπεύεται λόγω των ελλείψεων, η χαοτική κατάσταση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και η μη επίταξη του ιδιωτικού τομέα υγείας, η κατάσταση είναι εκρηκτική».

Η έλλειψη πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας πόσο καθοριστική ήταν και είναι ως προς τη θνητότητα; Μήπως ρίξαμε όλο το βάρος στις ΜΕΘ, καταφεύγοντας στην ιατρική της τελευταίας στιγμής; Και οι ΜΕΘ θα μπορούσαν να τα πάνε καλύτερα στη διάσωση των ασθενών;

«Η αξία των ΜΕΘ (χωρίς να αποτελεί πανάκεια) στη διάσωση ασθενών με βαριά αναπνευστική ή/και πολυοργανική ανεπάρκεια Covid είναι αδιαμφισβήτητη. 3200 ασθενείς έχουν εξέλθει ως τώρα από τις ΜΕΘ-όλοι αυτοί χωρίς ΜΕΘ θα είχαν καταλήξει από τη στιγμή μάλιστα που αναφερόμαστε σε μια νόσο χωρίς, ως τώρα, ειδική θεραπεία» τονίζει ο Μ. Ρίζος και εξηγεί:

«Η αδιαμφισβήτητη αυτή διαπίστωση υπογραμμίζει σαφώς την ευθύνη της πολιτείας στην ανάπτυξη, επέκταση και γενικότερη ενίσχυση των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας σε υλικοτεχνικές υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό. Κάτι που όμως δεν έχει γίνει. Αναφέρω ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: Η ανάγκη προ πανδημίας σε κλίνες ΜΕΘ και ΜΑΦ σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα για το ΕΣΥ – όπου περίπου το 15% του συνόλου των κλινών σε ένα εθνικό σύστημα υγείας πρέπει να είναι κλίνες εντατικής θεραπείας – ήταν περίπου 3500. Σήμερα και παρά την πανδημία Covid έχουν αναπτυχθεί λίγο παραπάνω από το 1/3 των αναγκαίων κλινών.

Ακόμα και αυτές οι ΜΕΘ σε πολλές περιπτώσεις λειτούργησαν και λειτουργούν με μειωμένο προσωπικό. Ακόμη και ο μικρός αριθμός γιατρών και νοσηλευτών που επιστρατεύτηκαν ή προσλήφθηκαν για τις έκτακτες ανάγκες ήταν χωρίς εξειδίκευση που δείχνει την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και εφεδρειών ακόμα και τώρα.

Χωρίς αυτούς τους απαραίτητους όρους είναι μαθηματικά επιβεβαιωμένο ότι η θνητότητα των βαριά πασχόντων (με νόσο Covid ή όχι) θα αυξάνεται.

Είτε γιατί ασθενείς θα παραμένουν διασωληνωμένοι στους διαδρόμους για μέρες, χωρίς να βρίσκουν κλίνη ΜΕΘ. Έχει τεκμηριωθεί ότι κάθε μέρα διασωληνωμένου και υπό μηχανική υποστήριξη της αναπνοής ασθενούς εκτός ΜΕΘ διπλασιάζει τη θνητότητα. Είτε γιατί το ελλιπές και κουρασμένο προσωπικό δεν θα μπορεί να υποδεχτεί πολλά και βαριά περιστατικά ταυτόχρονα ακόμα και όταν υπάρχουν διαθέσιμες κλίνες, όπως συνέβη στα κύματα αιχμές της πανδημίας.

Είτε γιατί το ελλιπές και κουρασμένο προσωπικό δεν θα μπορεί να κάνει την αναγκαία και σωστή επιτήρηση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, δεδομένου ότι όσο περισσότερους βαριά πάσχοντες έχει στην ευθύνη του ένας νοσηλευτής ΜΕΘ τόσο αυξάνει η πιθανότητα μεταφοράς πολυανθεκτικών παθογόνων, με αποτέλεσμα ασθενείς να μην έχουν καλή έκβαση λόγω των μικροβιακών επιπλοκών κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους και όχι της πνευμονίας Covid καθεαυτής.

Είτε γιατί σύγχρονες συσκευές υποστήριξης δεν θα είναι διαθέσιμες. Είτε γιατί ασθενείς που δεν έχουν ακόμα διασωληνωθεί, είναι όμως σε οριακή κατάσταση και χρειάζονται εντατική παρακολούθηση, στη μεγάλη πλειοψηφία τους δεν μπαίνουν στις ελληνικές ΜΕΘ, που να βρεθεί κλίνη γι’ αυτούς, εδώ δεν υπάρχει για τους διασωληνωμένους, κάτι που θα μπορούσε να είχε βοηθήσει στη θετική τους έκβαση. Σε πολλές όμως χώρες του εξωτερικού με αναπτυγμένα συστήματα υγείας τέτοιοι ασθενείς νοσηλεύονται σε ΜΕΘ.

Είτε γιατί συνειδητά στο πλαίσιο του δημοσιονομικού κόστους και των μειωμένων δαπανών μεγεθύνεται η ανισομετρία μεταξύ επαρχιακών και Αθηναϊκών νοσοκομείων ή και μεταξύ νοσοκομείων εντός των μεγάλων πόλεων. Φανταστείτε την επικινδυνότητα μεταφοράς ενός βαρέως πάσχοντα covid από ένα νοσοκομείο σε άλλο λόγω ελλείψεων κλινών ή υποδομών, κάτι που ζήσαμε σε μεγάλο βαθμό στα προηγούμενα κύματα της πανδημίας.

Σε όλα αυτά λοιπόν πρέπει να αναζητηθούν οι αιτίες αυξημένης θνητότητας στις ελληνικές ΜΕΘ και όχι να μετατίθεται πάλι η ευθύνη στους υγειονομικούς ή στον κόσμο “που δεν προσέχει”».