«Εμπόλεμη ζώνη», «Φάκελοι», «Το Κουτί της Πανδώρας», «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» και «Εξάντας». «Ανατροπή» και «Πρόσωπο με Πρόσωπο». Μερικά μόνο από τα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ έρευνας που ανέβασαν ψηλά τον πήχη της ελληνικής δημοσιογραφίας και κάποιες από τις ιστορικές πολιτικές εκπομπές που έβαζαν ζωντανά τον διάλογο κομμάτων και φορέων στα σπίτια των πολιτών. Καμία από αυτές και καμία παρόμοια δεν υπάρχει πια στην ιδιωτική τηλεόραση, μετά και το αιφνίδιο τέλος του «Special Report» από τον ΑΝΤ1 την περασμένη άνοιξη, σε χρονική σύμπτωση με τις πρώτες αποκαλύψεις για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.

Ads

Η ενημέρωση στην ελληνική τηλεόραση στριμώχνεται πλέον στα δελτία ειδήσεων και σε πρωινά ή μεσημεριανά μαγκαζίνο «μεταξύ τυριού και αχλαδιού». Γρήγορα, με πολλές φωνές και λίγα επιχειρήματα, χωρίς κάμερες να αναδεικνύουν τα προβλήματα με ματιά διεισδυτική. Το tvxs.gr μιλά με ανθρώπους του χώρου για τα αίτια αυτής της παρακμής.

Μια γρήγορη και… περίπου ενημέρωση

«Για να μιλήσουμε για τις ενημερωτικές εκπομπές, πρέπει πρώτα να τις ορίσουμε. Διότι αν ρίξουμε μια ματιά στο top 10 των ‘ενημερωτικών’ εκπομπών της περασμένης εβδομάδας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Nielsen, θα παρατηρήσουμε ότι στις πρώτες θέσεις φιγουράρουν τηλεοπτικά προϊόντα όπως ‘Φως στο Τούνελ’, ‘Αλήθειες με τη Ζήνα’, ‘Mega Stories’, ‘Όλα για τη ζωή μας’ και ‘Μηχανή του Χρόνου’ τα οποία μετά βεβαιότητας δεν ασχολούνται ούτε με το ενεργειακό, ούτε με τα ελληνοτουρκικά ούτε με τον πληθωρισμό», λέει στο tvxs.gr η δημοσιογράφος και διδάσκουσας στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, Σόνια Χαϊμαντά.

Ads

Παρατηρώντας επισταμένα το τηλεοπτικό τοπίο, η κα. Χαϊμαντά προσθέτει: «Αυτή την περίοδο δεν υπάρχει έστω μια βραδινή πολιτική εκπομπή σε ιδιωτικό κανάλι πανελλαδικής εμβέλειας. Βέβαια είναι σχεδόν σίγουρο ότι αυτό θα αλλάξει πρόσκαιρα στον δρόμο για τις εθνικές εκλογές, αφενός επειδή θα αυξηθεί το ενδιαφέρον του κοινού, αφετέρου επειδή θα πρέπει να υπερπροβληθούν οι αρεστοί στα κανάλια υποψήφιοι, πριν ξεκινήσει ο περιορισμός του αριθμού των εμφανίσεων».

«‘Θα έρθει στιγμή που για να εκλεγείς θα πρέπει να βγεις την εκπομπή της τάδε παρουσιάστριας‘ ήταν η φράση που, με μια τάση απαξίας, κάθε πολιτικό επιτελείο έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου στους υποψηφίους, στην Ελλάδα του 2000. Οι εποχές όμως άλλαξαν και αυτό είναι πια η πεπατημένη. Αν δεν βγεις σε ψυχαγωγική εκπομπή με αναφορές στα social media δεν μπορείς να θεωρείσαι υποψήφιος. Δε θα σε αναγνωρίσει κανείς, μόνον εκεί μπορείς να φτιάξεις την εικόνα σου, για το λόγο κουβέντα δε χρειάζεται να κάνουμε, άλλωστε ‘Είσαι ό,τι φαίνεσαι, όχι ό,τι δηλώσεις’», σημειώνει από τη μεριά της η Μαρία Καρακλιούμη, πολιτική αναλύτρια της εταιρίας RASS.

«Η τηλεόραση παραμένει το κατ’ εξοχήν λαϊκό μέσο. Μέσω αυτής – και του ραδιοφώνου φυσικά – ενημερώνονται όσοι άνθρωποι δεν είναι εξοικειωμένοι με το διαδίκτυο. Αυτό το γνωρίζουν καλά οι άνθρωποι του χώρου. Δεδομένου ότι από το 2019 βλέπουμε μια πλήρη σύμπλευση των τηλεοπτικών σταθμών με την ατζέντα της κυβέρνησης, η ενημέρωση δεν μένει εκτός προγράμματος αλλά προσφέρεται ως το ‘σερβίρισμα’ της μίας και μοναδικής εκδοχής», υποστηρίζει ο δημοσιογράφος, πρώην υπουργός και πρώην διευθυντής του ρ/σ Στο Κόκκινο, Νίκος Ξυδάκης.

Εντοπίζει μάλιστα ως παράδειγμα αυτής της πρακτικής την καθιέρωση ολιγόλεπτης στήλης πολιτικής ενημέρωσης σε πρωινά μαγκαζίνο lifestyle περιεχομένου, από δημοσιογράφους προσκείμενους στην κυβέρνηση. «Θέλουν όλα τα ακροατήρια να προσλαμβάνουν τη δική τους οπτική για τα πράγματα», υπογραμμίζει ο ίδιος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίθετα με τους σταθμούς πανελλαδικής εμβέλειας, στα περιφερειακά κανάλια ο τηλεθεατής μπορεί να δει αρκετές εκπομπές λόγου, μερικές από τις οποίες, όπως αυτή της Αναστασίας Γιάμαλη στο Kontra Channel, καταγράφουν σημαντική απήχηση.

«Όσο για την δημόσια τηλεόραση, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι γίνονται φιλότιμες προσπάθειες στο ERTNEWS και την ΕΡΤ1. Ωστόσο και αυτές σπάνια ξεπερνούν το όριο της απλής τήρησης της συνταγματικής υποχρέωσης που έχει η ΕΡΤ για πολυφωνική ενημέρωση», συμπληρώνει η κα. Χαϊμαντά.

Φταίει το κοινό που προτιμά άλλα προγράμματα;

«Στις δημοκρατίες του δυτικού κόσμου οι άνθρωποι πλέον ασχολούνται με το πολιτικό life style, όχι με τις κομματικές διαδικασίες και αυτό αντανακλάται και στην τηλεόραση. Οι πολιτικές εκπομπές είναι ελάχιστες και το infotainment κυριαρχεί. Ο λόγος είναι προφανής. Οι πολίτες ζουν μια ζωή με οικονομικές δυσκολίες και δε θέλουν να κουράζουν το μυαλό τους με σκέψεις για την πολιτική ή τη δημοκρατία. Η ματαιότητα που έχει κυριαρχήσει από την επικράτηση της οικονομίας επί της πολιτικής έχει φέρει τον σύγχρονο άνθρωπο σε κατάσταση παραίτησης: ‘Αφού δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα γιατί να ασχοληθώ;’. Αυτό βολεύει ΜΜΕ και πολιτικούς φορείς», παρατηρεί η κα. Καρακλιούμη.

«Από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ίσχυε το ‘άρτος και θεάματα’. Στην κρίση και την καθημερινή δυσκολία ο κόσμος θέλει ριάλιτι, δεν ενδιαφέρεται για πολιτική. Τους αρκεί η δική τους δυστυχία και δεν θέλουν άλλη. Ωστόσο πρέπει να γίνει σαφές ότι πλέον μιλάμε για ένα ακροατήριο με λευκά μαλλιά. Οι νέοι έφυγαν από την τηλεόραση, της γύρισαν την πλάτη. Προτιμούν να ενημερώνονται – και το κάνουν – από το Youtube ή το διαδίκτυο γενικότερα αλλά όχι μέσα από τα συστημικά ΜΜΕ», επισημαίνει η κα. Χαϊμαντά.

Οι διαφημιζόμενοι κόβουν την πολιτική από την τηλεόραση;

«Είναι αλήθεια ότι σε υψηλό βαθμό οι διαφημιζόμενοι δεν επιθυμούν να προβάλλουν προϊόντα και υπηρεσίες σε μη ασφαλή περιβάλλοντα που μιλούν για φτώχεια, πληθωρισμό, σκάνδαλα. Ούτε οι βιασμοί, η παιδοφιλία και άλλα κοινωνικά θέματα τους αρέσουν. Ευτυχώς ούτε η ρητορική μίσους, ο σεξισμός και η περιθωριοποίηση κοινωνικών ομάδων… Χρειάζονται brand safety», αναφέρει η διδάσκουσα στο ΕΚΠΑ και εξηγεί:

«Πρόκειται για έναν νεοπαγή όρο του marketing που εν πολλοίς θέλει να πει ότι οι διαφημιζόμενοι θέλουν να ελέγχουν ή στην καλύτερη περίπτωση να είναι ασφαλείς ότι τα διαφημιστικά διαλείμματα δεν θα περιβάλλονται από πολιτικές αψιμαχίες, από ακραίες θέσεις, από μαύρα θέματα και ειδήσεις που προκαλούν συλλογική κατάθλιψη».

Άρα λείπουν τα λεφτά;

Εφόσον το, εναπομείναν, τηλεοπτικό κοινό προτιμά πιο ελαφριά προγράμματα και οι διαφημιζόμενοι τα αναζητούσαν ανέκαθεν, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι δικαιολογημένα τα κανάλια στριμώχνουν την ενημέρωση και δεν παράγουν εκπομπές. «Ποιός επιχειρηματίας θέλει να ‘μπαίνει μέσα;» είναι το σχετικό επιχείρημα. 

«Μπορεί η σταδιακή εξαφάνιση των ενημερωτικών εκπομπών να ξεκίνησε μέσα στα μνημόνια, όμως ο λόγος δεν είναι οικονομικός. Το να καλέσεις πέντε ανθρώπους να μιλήσουν ζωντανά σε ένα στούντιο είναι το πιο φθηνό περιεχόμενο που μπορεί να παραγάγει ένας τηλεοπτικός σταθμός. Η εξήγηση ωστόσο έχει να κάνει με τα μνημόνια, διότι από το 2010 μέχρι το 2013 ο πολιτικός διάλογος άρχισε να γίνεται με κλιμακούμενη σφοδρότητα στα τηλεοπτικά πάνελ, γεγονός που τρόμαξε τους ιθύνοντες των καναλιών», αντιτείνει ο Νίκος Ξυδάκης.

«Ο οικονομικός παράγοντας δεν είναι αμελητέος, με την έννοια ότι τα talk shows είναι ξεπερασμένα και οι εκπομπές έρευνας πανάκριβες. Αυτό ισχύει βέβαια και σε χώρες της δυτικής Ευρώπης όπου τα κανάλια συνεχίζουν να έχουν ενημερωτικές εκπομπές. Εκεί ο προγραμματισμός των budget γίνεται κεντρικά και έτσι κέρδη από δημοφιλείς σειρές χρηματοδοτούν ενημερωτικά προγράμματα. Στην Ελλάδα οι καναλάρχες θεωρούν ότι όποια εκπομπή δεν …τα φέρνει, πρέπει να κόβεται με ξαφνικό θάνατο», λέει η Σόνια Χαϊμαντά.

Η νέα γενιά καναλαρχών

Ενώ και τη δεκαετία του 2000 οι διαφημιζόμενοι επιζητούσαν τα πιο ευχάριστα τηλεοπτικά περιβάλλοντα, υπήρχε στην ελληνική τηλεόραση πλήθος εκπομπών, έστω κι αν έπαιζαν στην πολύ βραδινή ζώνη. Τί άλλαξε πραγματικά;

«Στο παρελθόν είχαμε καναλάρχες πιο κοντά σε αυτό που λέμε pure media players. Σκεφτείτε για παράδειγμα το Mega, ήταν πέντε εκδότες που το διαχειρίζονταν και όχι ένας εφοπλιστής. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι σημερινοί ιδιοκτήτες καναλιών, με παράλληλη ή μάλλον κυρίαρχη επαγγελματική δραστηριότητα στις κατασκευές, την ενέργεια, τη ναυτιλία, τον τουρισμό και τα έργα με το Δημόσιο, δεν θέλουν να έχουν τον πονοκέφαλο των πάνελ των ενημερωτικών εκπομπών», απαντά η συνομιλήτριά μας.

Το διακύβευμα για τη δημοσιογραφία και τη Δημοκρατία

Για τον Νίκο Ξυδάκη, η εξαφάνιση αφενός των τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ, αφετέρου των πολιτικών εκπομπών λόγου είναι σημαντική για διαφορετικούς λόγους. «Η μη ύπαρξη τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ αφήνει μεγάλο κενό όσον αφορά στο δημοσιογραφικό λειτούργημα και τη δυνατότητα να δοθεί λόγος και εικόνα, με μια σχετική άνεση χρόνου, στους απλούς πολίτες ή τους ειδικούς πάνω σε σοβαρά θέματα. Όμως σε πολιτικό επίπεδο, η μη ύπαρξη εκπομπών λόγου είναι πιο σημαντική. Τα σκάνδαλα της κυβερνητικής παράταξης μπορεί να παίξουν στην όγδοη και ένατη θέση ενός δελτίου ειδήσεων αλλά δεν θα μπορούσαν να μείνουν έξω από τη συζήτηση μιας ζωντανής εκπομπής», επισημαίνει ο έμπειρος δημοσιογράφος.

«Φαίνεται ότι οι τηλεοπτικοί σταθμοί, ιδίως οι ιδιωτικοί, θέλησαν να αφήσουν πίσω την έντονη πόλωση της περιόδου 2009-2015 στην οποία είχαν πρωτοστατήσει τόσο μέσα από τα παράθυρα αντιπαράθεσης στα δελτία ειδήσεων όσο και με talk shows που εξέφραζαν την ‘λαϊκή’ οργή. Είτε για λόγους εμπορικούς είτε ευρύτερα πολιτικούς (άμβλυνση ιδεολογικών
διαφορών), ο πολιτικός διάλογος, όπως τον γνωρίζαμε, εκπαραθυρώθηκε από την τηλεόραση, με εξαίρεση το δημόσιο-κρατικό κανάλι», είναι η ερμηνεία που δίνει ο αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, Βασίλης Βαμβακάς.

Από την πλευρά του ο Γιώργος Πλειός, καθηγητής στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ και επισκέπτης καθηγητής στο τμήμα Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ, θεωρεί ότι η εξαφάνιση των εκπομπών είναι πράξη λογοκρισίας: «Είναι σαφές πως ζήτημα εμπορικότητας δεν τίθεται, εφόσον οι πολιτικές εκπομπές λόγου δεν είναι κοστοβόρες. Η απόφαση είναι πολιτική. Δε θέλουν να ακούγονται άλλες φωνές αυθορμήτως και αυτοβούλως, παρά μόνο όταν αυτές έχουν φιλτραριστεί από την επιλογή των δημοσιογράφων. Πρόκειται για καθαρή μορφή λογοκρισίας», τονίζει ο καθηγητής.