Σε αποχή συσσιτίου προχώρησαν τη Δευτέρα οι κρατούμενοι σε 21 από τις 33 φυλακές της χώρας, καταγγέλλοντας τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησής τους, αλλά και το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για την αποσυμφόρηση των φυλακών. Ο εγκληματολόγος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Πανούσης μιλά στο tvxs.gr για τη νέα νομοθετική πρωτοβουλία, την οποία αποκαλεί «εκ των πραγμάτων αποσπασματική». «Πονάει δόντι, βγάζει δόντι», δηλώνει χαρακτηριστικά.

Ads

Συνέντευξη στη Φανή Παρλή

Το νέο νομοσχέδιο «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης» του υπουργείου Δικαιοσύνης που κατατέθηκε τη Δευτέρα 22 Νοεμβρίου στη Βουλή, προϋποθέτει άμεση αποφυλάκιση 1.230 κρατουμένων σε σύνολο 11.934 κρατουμένων, καθώς και δυνατότητα εξαγοράς της ποινής για κατηγορίες φυλάκισης μέχρι τρία χρόνια.

Σύμφωνα με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, μικροπαραβάτες που επιβαρύνονται με ποινή φυλάκισης μέχρι τρία χρόνια, θα μπορούν να εξαγοράσουν την ποινή τους, η οποία θα καθορίζεται ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση, δηλαδή ποσό που αντιστοιχεί σε 5 ευρώ την ημέρα για τους ανέργους και φτάνει μέχρι τα 100 ευρώ την ημέρα για τους επιχειρηματίες που κατηγορούνται για οικονομικά εγκλήματα. Ακόμη, υπάρχει δυνατότητα αποπληρωμής με δόσεις για όσους αδυνατούν να πληρώσουν το ποσό που τους αναλογεί σε διάστημα τριών ετών. Ελαφρυντικά μέτρα προβλέπονται ακόμη για τους ανήλικους και τις κρατούμενες μητέρες.

Ads

Σχολιάζοντας τις ρυθμίσεις, ο κ. Πανούσης θεωρεί ότι υπάρχουν δύο πτυχές της σύγχρονης σοφρωνιστικής πολιτικής που χρήζουν εξέτασης: «Πρώτον, ότι φτάνουμε τους 13.000 κρατούμενους, ενώ οι θέσεις είναι 9.000 -και ζήτημα αν είναι μόνο 9.000. Έχουμε έναν υπερπληθυσμό που στην ουσία ακυρώνει οποιαδήποτε σωφρονιστική πολιτική. Όταν δηλαδή σε ένα θάλαμο πρέπει να είναι 10 και είναι 30, ή άνθρωποι είναι στους διαδρόμους ή είναι σε άλλους χώρους κοινής χρήσης, δεν μπορείς να μιλήσεις για ανθρώπινες συνθήκες, για δικαιώματα των κρατουμένων ή για σωφρονιστική πολιτική. Επομένως, οι αριθμοί επιβάλλουν ένα άνοιγμα».

«Το δεύτερο είναι ότι η πραγματικότητα επιβάλλει ένα άνοιγμα. Δηλαδή, αυτό που παλιά θεωρούσαμε ένα σκληρό έγκλημα σήμερα έχει σιγά σιγά ξεπεραστεί από οργανωμένες μαφίες, από μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Επομένως, ο παλιός τύπος του εγκληματία, που ήταν ένας κλέφτης, ένας απατεώνας έχει ξεπεραστεί. Με την έννοια αυτή ο εγκλεισμός τους σήμερα, κυρίως όταν αφορά και ανήλικους, δεν εξυπηρετεί καμία από τις λειτουργίες και τους ρόλους της ποινής. Άρα, οι μικρές ποινές πια (παλιά, όταν λέγαμε μικροποινή εννοούσαμε μέχρι δύο χρόνια, μετά έγινε μέχρι τρία, τώρα πάμε μέχρι πέντε), οι μικρές ποινές εγκλεισμού δεν φέρνουν σοκ. Υπήρχε η φήμη ότι με μια ποινή, έστω ενός μηνός κάποιος παθαίνει ένα σοκ και δεν ξαναεγκληματεί. Όμως, δεν είναι έτσι πια, διότι οι συνθήκες και οι όροι της εγκληματογένειας έχουν αλλάξει».

Σχετικά με τη δυνατότητα εξαγοράς της ποινής, ο εγκληματολόγος διερωτάται: «Αυτό επιβάλλει ένας πολιτισμός, δηλαδή κάποιος να μπει μέσα τώρα επειδή δεν έχει να πληρώσει; Θα έπρεπε θεωρητικά να υπάρχουν κοινωνικοί φορείς ή άλλοι φορείς που να πληρώνουν».

Εξάλλου, ο καταδικασμένος έχει πάντα το στίγμα της φυλακής, «ή κουβαλάει το βάρος της καταδίκης ή μιας αποδοκιμασίας κοινωνικού ελέγχου, κοινωνικής περιθωριοποίησης, και οι όροι που τον οδήγησαν εξακολουθούν να υπάρχουν. Γι’ αυτό και, κατά βάση, πρέπει να ανοίγουμε τις φυλακές για τους όρους που εξήγησα και να δίνουμε περισσότερες ευκαιρίες», εξηγεί.

Αξιολογώντας το νομοσχέδιο ως προς τη συνεισφορά του στην αντιεγκληματική πολιτική θεωρεί ότι «μια τέτοια νομοθετική πρωτοβουλία είναι αποσπασματική εκ των πραγμάτων. Πονάει δόντι, βγάζει δόντι. Από την άλλη πλευρά, για να δει κανείς το σύνολο της αντιεγκληματικής πολιτικής, πρέπει να το ξεκινήσει από την πρόληψη, να πάει στην αστυνομία, να πάει στα δικαστήρια, να πάει στις φυλακές, να πάει στην επανένταξη. Επομένως, είναι δύσκολο να κάνεις μία γενική αποτίμηση των πραγμάτων. Δεν είναι εύκολη η ισορροπία ανάμεσα, αφενός σε μία κοινή γνώμη ή αν θέλετε σε μία λειτουργία της ποινής, η οποία πρέπει να υπάρχει και να την αισθάνεται κάποιος, και αφετέρου στις δυνατότητες δεύτερης και τρίτης ευκαιρίας. Αν βάλουμε από τη μία έναν αυστηρό ποινικό κώδικα και από την άλλη μία δικαιοσύνη που φοβούμενη μην κατηφορηθεί για παραδικαστικό κύκλωμα, αντί να βάζει δύο (χρόνια), βάζει πέντε, ξαφνικά βρίσκουμε έναν άνθρωπο με πέντε χρόνια φυλακής, ενώ δεν θα έπρεπε να φάει πέντε χρόνια φυλακή. Άρα λοιπόν, υπό μια έννοια, αυτό διορθώνεται κάπως. Διορθώνεται σε κάποιες αυστηρές ποινές. Κατά βάση είναι “φτωχοδιάβολοι” αυτοί που κινούνται σ’αυτές τις ποινές».

Ωστόσο, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση, τονίζει ο κ. Πανούσης, πρέπει να υπάρχει ένας συγκεκριμένος έλεγχος από την Πολιτεία. «Καλό θα είναι να υπάρχουν κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες, με την έννοια κάποιοι άνθρωποι να έχουν μελετηθεί από τους κοινωνικούς λειτουργούς και απ’ τους ψυχολόγους, μήπως παρά το μικρό της ποινής, παρουσιάζεται κάποια επικινδυνότητα. Αλλά αυτό είναι ψιλά γράμματα στο τρόπο που λειτουργεί το σύστημα».

Διαβάστε επίσης: Χ. Καστανίδης: Σκοπιμότητες πίσω από τις αντιδράσεις στις φυλακές