Η ακριβότερη χώρα στην Ευρώπη είναι η χώρα μας όσον αφορά τη στέγαση, σύμφωνα με νέα στοιχεία της Eurostat για το έτος 2020, με το 33,3% των Ελλήνων να δίνει περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του στη κάλυψη των αναγκών στέγασης.

Ads

Το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με κάθε άλλη χώρα της ΕΕ. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η χώρα μας διαθέτει πάρα πολύ χαμηλούς μισθούς, με αποτέλεσμα το κόστος στέγασης να είναι δυσβάστακτο.

Στα έξοδα αυτά περιλαμβάνονται το ενοίκιο για τους ενοικιαστές, ή η δόση του στεγαστικού δανείου για τους ιδιοκτήτες, καθώς και τα κοινόχρηστα και οι δαπάνες θέρμανσης, ύδρευσης, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεφωνίας και κοινοχρήστων.

Κατά μέσο όρο, το 7,8% των κατοίκων της Ε.Ε. έδινε τουλάχιστον το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για το κόστος στέγασης. Ωστόσο, σημειώθηκαν πολύ μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, σε 13 κράτη μέλη το ποσοστό αυτό ανερχόταν κάτω από 5%. Χαμηλότερο ήταν το ποσοστό στην Κύπρο (1,9%), στη Λιθουανία (2,7%), τη Μάλτα (2,8%) και τη Σλοβακία (3,2%). Αντιθέτως, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφηκε στη Δανία (14,1%), τη Βουλγαρία (14,4) και πρώτη με διαφορά ήταν η Ελλάδα (33,3%).

Ads

Συνθήκες διαβίωσης

Όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης, τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν πως το 17,5% του πληθυσμού της ΕΕ ζούσε σε συνωστισμένα νοικοκυριά το 2020. Ως συνωστισμένα νοικοκυριά ορίζονται εκείνα όπου δεν υπάρχουν αρκετά δωμάτια για τα μέλη της οικογένειας, δεδομένης της οικογενειακής κατάστασης και της ηλικίας τους.

Όπως σημειώνεται, η έλλειψη χώρου ήταν δυσκολότερη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν τα παιδιά βρίσκονταν στα ίδια δωμάτια με τους γονείς τους, που έπρεπε να εργαστούν εξ αποστάσεως. Επίσης, τα συνωστισμένα νοικοκυριά αύξαναν τον κίνδυνο της εξάπλωσης του ιού.

Το χαμηλότερο ποσοστό συνωστισμένων νοικοκυριών το 2020 καταγράφηκε στην Κύπρο (2,5%), την Ιρλανδία (3,2%), τη Μάλτα (4,2%) και τις Κάτω Χώρες.

Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στην Ρουμανία όπου σχεδόν ο μισός πληθυσμός (45,1%) ζούσε σε συνθήκες συνωστισμού, ενώ ακολουθούσαν η Λετονία (42,5%), η Βουλγαρία (39,5%), η Πολωνία (36,9%) και η Κροατία (36,2%).