Ολική επαναφορά στις «καλές εποχές» των Μνημονίων αναφορικά (και) με τα εργασιακά επιχειρείται μέσα από τις διατάξεις του λεγόμενου «αναπτυξιακού» πολυνομοσχεδίου που βρίσκεται εδώ και περίπου μια εβδομάδα σε δημόσια διαβούλευση κι αναμένεται να έρθει σύντομα προς ψήφιση στη Βουλή. Έντονες είναι ήδη οι αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και συνδικάτα, με Ομοσπονδίες κι Εργατικά Κέντρα να προγραμματίζουν πανελλαδική απεργία για τις 24 του Σεπτέμβρη, ενώ χθες το ΠΑΜΕ πραγματοποίησε συλλαλητήρια σε όλη τη χώρα.

Ads

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις προβλέψεις του και στο όνομα της «ευελιξίας» οι αρμόδιοι υπουργοί Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, κι Εργασίας, Γιάννης Βρούτσης, βάζουν στο στόχαστρό τους τις κλαδικές συμβάσεις, τη δυνατότητα κήρυξης απεργιών, καθώς επίσης προσβλέπουν και στην επέκταση της μερικής απασχόλησης. Κάτι τέτοιο σημαίνει πρακτικά πως οι μισθοί για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους αναμένεται να πάρουν και πάλι την κατιούσα, ενώ περιορίζονται δραστικά με μέσα αντίδρασης απέναντι σε οιασδήποτε μορφής εργοδοτικής αυθαιρεσίας.

Ειδικότερα, σταχυολογώντας τα επίμαχα σημεία του νομοσχεδίου αναφορικά με το πεδίο των εργασιακών, αξίζει κανείς να σταθεί στα παρακάτω:

  • Ορίζεται πως οι εθνικές και τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις είναι δυνατόν να θεσπίζουν ειδικούς όρους ή να εξαιρούν από την εφαρμογή συγκεκριμένων όρων τους εργαζομένους που απασχολούνται σε ειδικής κατηγορίας επιχειρήσεις όπως επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού σκοπού και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όπως κατ’ εξοχήν επιχειρήσεις σε καθεστώς προπτωxευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή εξυγίανσης.
  • Προβλέπεται ρητά η εξαίρεση από τους όρους της συλλογικής σύμβασης του κλάδου τους των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κατάσταση πτώχευσης.
  • Ορίζεται πως οι τοπικές κλαδικές αλλά και οι επιχειρησιακές συμβάσεις θα μπορούν να υπερισχύουν της εθνικής κλαδικής σύμβασης.
  • Σε ό,τι αφορά την επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων, εισάγεται ο όρος της  «τεκμηρίωσης των επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα του κλάδου»
  • Προβλέπεται η θέσπιση “ηλεκτρονικού μητρώου” και καθιέρωση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για τις γενικές συνελεύσεις και απεργίες.
  • Νομοθετείται η ουσιαστική κατάργηση και του ελάχιστου δικαιώματος για μονομερή προσφυγή στον ΟΜΕΔ, καθώς μπαίνουν πολλές αποτρεπτικές προϋποθέσεις. Κατ΄ ουσίαν η προσφυγή θα γίνεται μόνο στην περίπτωση που το επιθυμούν και τα δυο συμβαλλόμενα μέρη. Αντίθετα, αφαιρείται η σχετική δυνατότητα για τις επιχειρησιακές συλλογικές διαφορές εργασίας, αφού αυτές κατά κανόνα δεν έχουν «ευρύτερες επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο, στην οικονομία και στο δημόσιο συμφέρον», όπως ορίζεται σχετικά στην επίμαχη διάταξη του πολυνομοσχεδίου
  • Προβλέπεται η δυνατότητα μερικής απασχόλησης με σχέση ιδιωτικού δικαίου και στις δημόσιες επιχειρήσεις, τους οργανισμούς και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Παράλληλα, παρέχεται η δυνατότητα στους εργοδότες για μερική απασχόληση σε βάθος έτους με τη μορφή της εκ περιτροπής εργασίας
  • Επικίνδυνη γκρίζα ζώνη ανοίγει και στο θέμα της βλαπτικής μεταβολής λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων. Η σχετική διάταξη του αναπτυξιακού νομοσχεδίου αναφέρει ότι «θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου πέραν των δύο (2) μηνών από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης». Τούτο σημαίνει πως η δίμηνη μη καταβολή δεδουλευμένων θα στοιχειοθετεί λόγο λύσης της σύμβασης εργασίας, με την κυβέρνηση να προβάλει τον ισχυρισμό πως έτσι θα «απεγκλωβιστούν» εργαζόμενοι, που παραμένουν απλήρωτοι για πολλούς μήνες και θα έχουν τη δυνατότητα διεκδίκησης αποζημίωσης.

«Επαναφορά από το παράθυρο των μνηνονιακών ρυθμίσεων»

Ads

Για «ουσιαστική επαναφορά των αντεργατικών μνημονιακών ρυθμίσεων για αναστολή ισχύος των κλαδικών συμβάσεων» κάνει λόγο μιλώντας στο tvxs ο καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Γιάννης Κουζής, επισημαίνοντας παράλληλα: «Αυτή τη φορά βέβαια και με δεδομένη τη λήξη επενέργειας των μνημονίων τον Αύγουστο του 2018, κάτι που σήμανε και την επαναφορά της ισχύος των κλαδικών συμβάσεων, επιχειρείται η έμμεση αναστολή τους. Με άλλα λόγια, εφόσον δεν μπορεί και δε θέλει -για λόγους επικοινωνιακούς- να τις καταργήσει, εισάγει τέτοιες ρήτρες εξαίρεσης από αυτές, ώστε τις καθιστά στην πραγματικότητα ανενεργές».

«Ήταν γνωστό άλλωστε πως κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο θα ασκούνταν έντονες πιέσεις, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, για ενταφιασμό των συμβάσεων, με στόχο τη συμπίεση του μισθολογικού κόστους. Δεν είναι τυχαίο πως ο ΣΕΒ μιλούσε διαρκώς για τις περίφημες “καλές ευρωπαϊκές πρακτικές”, καθώς αυτά στην Ευρώπη έχουν “ρυθμιστεί” εδώ και περίπου 25 χρόνια» τονίζει ο κύριος Κουζής.

Παράλληλα, σημειώνει: «Εκείνο που γίνεται εν προκειμένω έχει να κάνει με την κατάργηση των δύο βασικότερων προβλέψεων των συλλογικών συμβάσεων: της ευνοϊκής ρύθμισης αλλά και της επεκτασιμότητας. Πλέον δηλαδή σχεδόν όλες οι επιχειρήσεις θα μπορούν να επικαλούνται “ανυπέρβλητα” οικονομικά προβλήματα, προκειμένου να επιβάλλουν χαμηλότερους μισθούς σε σχέση με αυτούς που προβλέπουν οι κλαδικές».

Ιδιαίτερη έμφαση δίνει ταυτόχρονα ο κύριος Κουζής και στην θέσπιση τοπικών κλαδικών συμβάσεων: «Στην ουσία πρόκειται για τη θέσπιση ειδικών οικονομικών ζωνών, οι οποίες θα εξαιρούνται από τις ευνοϊκές μισθολογικές κι άλλες ευνοϊκές εργασιακές ρυθμίσεις. Και σε αυτό το πεδίο έχουμε αρκετά παραδείγματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εδώ και περίπου δυο δεκαετίες».

Την ίδια στιγμή, στέκεται και στην επέκταση της μερικής απασχόλησης, αναφέροντας: «Δίνεται πλέον η δυνατότητα στους εργοδότες να απασχολούν εργαζόμενους με εκ περιτροπής εργασία και μάλιστα σε βάθος έτους. Με άλλα λόγια, θα μπορούν να απασχολούν για παράδειγμα κάποιον για έξι μήνες το χρόνο με πλήρες ωράριο, αλλά με την εξειδίκευση του χρόνου εργασίας -ποιους μήνες ακριβώς θα εργάζεται και ποιους όχι-  να είναι στη διακριτική ευχέρεια των επιχειρήσεων».

Τέλος, ο κύριος Κουζής εκφράζει σοβαρές ενστάσεις και σε σχέση με την πρόβλεψη για ηλεκτρονική ψηφοφορία των εργαζομένων για την κήρυξη απεργιών: «Με αυτό τον τρόπο, η κυβέρνηση θέλοντας να δώσει “δημοκρατική επίφαση” στη λήψη αποφάσεων, ουσιαστικά ακυρώνει τις συλλογικές διαδικασίες. Δεν είναι δυνατό να αποφασίζει κάποιος από τον καναπέ του σπιτιού του για κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν συλλογική δράση».