Την επιδείνωση, κατά την τελευταία διετία, της διαχρονικά προβληματικής κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της εκπαίδευσης, καταγράφει για ακόμα μια φορά η «Ετήσια Έκθεση για την Εκπαίδευση 2019-2020 – Μέρος Α: Δείκτες και βασικά μεγέθη των εκπαιδευτικών συστημάτων στην ΕΕ-28» του Κέντρου Αανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ.

Ads

Η Έκθεση αποτυπώνει τη θέση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ, στο σύνολο σχεδόν των διαθέσιμων (ευρωπαϊκών και διεθνών) δεικτών για τον μαθητικό/σπουδαστικό και φοιτητικό πληθυσμό του συστήματος καθώς και για τις δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες για αγορά αγαθών και υπηρεσιών εκπαίδευσης για την περίοδο αναφοράς 2001-2018.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της Έκθεσης, τα διαχρονικά προβλήματα του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος – που αφορούν τόσο σε ζητήματα εισροών (χρηματοδότηση, εκπαιδευτικό προσωπικό και λοιπό ανθρώπινο δυναμικό, επάρκεια και ποιότητα υποδομών-εξοπλισμού, προγράμματα σπουδών κ.λπ.) όσο και εκροών (μαθησιακά-εκπαιδευτικά αποτελέσματα) αλλά και γενικότερα σε θέματα εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων–, παρουσιάζουν περαιτέρω όξυνση κατά την τελευταία δεκαετία στη χώρα, κατατάσσοντάς τη στους περισσότερους δείκτες σε εξαιρετικά δυσχερή θέση συγκριτικά με τον Ευρωπαϊκό Μ.Ο. και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ28.

Πιο αναλυτικά, από την Έκθεση προκύπτει ότι:

Ads
  • Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης για εκπαίδευση στην Ελλάδα διαχρονικά υπολείπονται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (8,3% έναντι 10,2% αντίστοιχα, σύμφωνα με στοιχεία του 2018 – 27η θέση). Ιδιαίτερα την περίοδο 2008-2018, και οι δύο πηγές χρηματοδότησης (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και Τακτικός Προϋπολογισμός Υπουργείου Παιδείας) καταγράφουν πρωτοφανείς μειώσεις. Η οριζόντια αυτή μείωση έχει σοβαρότατες συνέπειες στα μικρότερα μεγέθη του συστήματος, παρά τον σημαντικό τους ρόλο στην κοινωνική συνοχή (προσχολική εκπαίδευση, εκπαίδευση αλλοδαπών & μεταναστών, ειδική αγωγή και συνεκπαίδευση) και στην ανάπτυξη της χώρας (επαγγελματική εκπαίδευση & κατάρτιση), ιδιαίτερα στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές της χώρας.
  • Οι δαπάνες των νοικοκυριών για εκπαίδευση στην Ελλάδα διαχρονικά υπερέχουν ιδιαίτερα σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (2,1% έναντι 1,2% αντίστοιχα, το 2018 – 4η θέση) και κυρίως αφορούν στην εξωσχολική υποστήριξη των μαθητών (Δευτεροβάθμια εκπαίδευση) ή δαπάνες για εκπαίδευση μελών του νοικοκυριού σε άλλη πόλη από την έδρα του νοικοκυριού (κυρίως Τριτοβάθμια εκπαίδευση).
  • Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της περιόδου 2002-2014, η επάρκεια των ακόλουθωνεπιμέρους υποδομών αποδεικνύεται κατώτερη των προαπαιτούμενων σε όλες τιςβαθμίδες, υποβαθμίδες και τύπους μονάδων στο σύστημα: κτιριακές υποδομές(συντήρηση, εκσυγχρονισμός, και ανέγερση και ανέγερση νέων μονάδων), εργαστηριακός εξοπλισμός, υλικοτεχνική υποδομή και δαπάνες για απαραίτητα αναλώσιμα υλικά εργαστηρίων και μονάδων.
  • Σύμφωνα και πάλι με τα διαθέσιμα στοιχεία της περιόδου 2002-2014, καταγράφεται σημαντική γήρανση του διδακτικού προσωπικού (αλλά και του εργαστηριακού και λοιπού διοικητικού προσωπικού) σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης, η οποία οφείλεται κυρίως στην αδυναμία του κράτους να προσλάβει μόνιμο διδακτικό και λοιπό εργαστηριακό & διοικητικό προσωπικό.
  • Σε αρκετούς δείκτες συμμετοχής στην εκπαίδευση, η Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ. Ενδεικτικά: Ενήλικες (25-64 ετών) με ποσοστό συμμετοχής 3,9% (25η θέση), Μεταπτυχιακοί φοιτητές με ποσοστό συμμετοχής 3,1% (25η θέση), Συνολικός βρεφικόςνηπιακός πληθυσμός με ποσοστό συμμετοχής 9,2% (28η θέση), Συνολικός μαθητικός πληθυσμός της ανώτερης δευτεροβάθμιας ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ εκπαίδευσης με ποσοστό συμμετοχής 28,8% (23η θέση).
  • Ως προς τις εκροές του (απόφοιτοι ανά πεδίο σπουδών – ταξινόμηση UNESCO), το σύστημα φαίνεται να κινείται θετικά και πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ αποτυπώνεται επίσης χαμηλός ο δείκτης πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης & κατάρτισης νέων ηλικίας 18-34 ετών (4,7% – 4η θέση).

image

Τέλος, η Ελλάδα παρουσιάζει ορισμένες αρνητικές πρωτιές στους δείκτες κοινωνικών ανισοτήτων: Κατέχει την 1η θέση στην ΕΕ28, σύμφωνα με στοιχεία του 2018, σε ποσοστό πληθυσμού 15-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (35,3% έναντι 22,2 του Ευρωπαϊκού Μ.Ο.).

Επίσης, την 4η θέση στην ΕΕ28, σύμφωνα με στοιχεία του 2018, στον δείκτη NEET (Νέοι 15-24 ετών που βρίσκονται εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης) με ποσοστό 14,1% έναντι 9,6% του Ευρωπαϊκού Μ.Ο.