Με δύο ομαδικές αγωγές που κατέθεσαν στο Μισθοδικείο, οι δικαστές ζητούν την επαναφορά της φοροαπαλλαγής του 25% επί του ακαθάριστου ετήσιου εισοδήματός τους, που καταργήθηκε το 2017 με τον νόμο 4472, για τους βουλευτές και για τους δικαστές.

Ads

Όπως αναφέρει δημοσίευμα της Εφημερίδας των Συντακτών το θέμα της φοροαπαλλαγής απασχόλησε το Μισθοδικείο το 2013, μετά από αγωγές δικαστικών ενώσεων, δικαστών, εισαγγελέων και μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που με απόφασή του είχε κρίνει ότι τη φοροαπαλλαγή των βουλευτών τη δικαιούνται και οι δικαστικοί.

Το επιχείρημα των δικαστών που προσέφυγαν στο Μισθοδικείο είναι ότι η διατύπωση της νομοθετικής διάταξης για την κατάργηση της φοροαπαλλαγής αναφέρεται μόνο σε βουλευτές και όχι σε δικαστές. Κατά συνέπεια, η φοροαπαλλαγή του 25% εξακολουθεί να ισχύει για τους δικαστές.

Σύμφωνα με την τότε απόφαση του Μισθοδικείου, το Σύνταγμα καθιερώνει ευθέως την αρχή της διάκρισης των τριών λειτουργιών (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες και επαναλαμβάνει παλαιότερες αποφάσεις του, σύμφωνα με τις οποίες οι αποδοχές των τριών αυτών εξουσιών πρέπει να είναι στο ίδιο ύψος και να
έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση, ανεξάρτητα εάν αυτή είναι ιδιαίτερη.

Ads

Ακόμη, το Μισθοδικείο είχε κρίνει ότι η πρόβλεψη του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ αναθεωρητικής Βουλής, με την οποία απαλλάσσεται από φόρο το 25% των ακαθάριστων βουλευτικών αποδοχών (βουλευτική αποζημίωση), ισχύει και για τους δικαστικούς λειτουργούς. Η φοροαπαλλαγή αυτή αιτιολογήθηκε ότι αποσκοπεί στην κάλυψη των δαπανών παραστάσεως, κίνησης και επικοινωνίας των βουλευτών.