Στο όνομα της «αποσυμφόρησης των νησιών» από την 1η Ιουνίου ξεκίνησε η διαδικασία έξωσης 11.237 προσφύγων οι οποίοι (οι 8.000 περίπου μάλλοι άμεσα) πετιούνται έξω από τα διαμερίσματα, τα ξενοδοχεία και τις δομές, όπου τώρα διαμένουν. Με την απώλεια της στέγης διακόπτεται και η οικονομική τους ενίσχυση από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Estia II» που τους συντηρούσε. Επιπλέον, όπως σημειώνει η οργάνωση ΑΡΣΙΣ  στην απεγνωσμένη επιστολή της  προς το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, «εκατοντάδες παιδιά θα υποχρεωθούν να διακόψουν τη φοίτησή τους στα σχολεία τους, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το ψυχισμό τους».

Ads

* Γράφουν οι Μιχάλης Λάβδας1, Καθ. Στέλιος Στυλιανίδης2
 
Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, οι άνθρωποι αυτοί καλούνται, αφού μάθουν ελληνικά, να βρουν δουλειά, σπίτι και σχολείο για να στείλουν τα παιδιά τους, χωρίς εδώ και 3 χρόνια να έχει εφαρμοστεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο κοινωνικής ενσωμάτωσής τους με κοινοτικούς πόρους, όπως έχει συμβεί σε άλλες λίγες χώρες της Ε.Ε, με φωτεινό παράδειγμα την Πορτογαλία, η οποία μπορεί με το μέγεθος και το ΑΕΠ της να συγκριθεί με εμάς.
 
Αυτοί οι άνθρωποι θα περιφέρονται στα σοκάκια του κοινωνικού αποκλεισμού αβοήθητοι. Για εμάς, τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, που παλεύουμε για να τους βοηθήσουμε να επουλώσουν τα εσωτερικά τους τραύματα, η δοκιμασία στην οποία υποβάλλονται, η “τιμωρία” τους, αποτελεί δραματική ακύρωση της προσπάθειάς μας. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι χωρίς δικαιώματα και ως βάρος, πετιώνται σαν σκουπίδια έξω στο δρόμο. Ορίζονται μέσα από τη «γυμνή ζωή» του Agamben ως άνθρωποι που λειτουργούν ως εξιλαστήρια θύματα μιας κοινωνίας σε κρίση.

Διαβάστε επίσης: Αυτό είναι έγκλημα, κύριε Μητσοτάκη!
 
«Δεν υπάρχει υγεία χωρίς ψυχική υγεία» υποστηρίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στηριζόμενος στις έρευνες που ανέδειξαν την επιβάρυνση που δημιουργούν οι ψυχικές διαταραχές και πώς μπορούν συνολικά να επηρεάσουν τη ζωή ενός ατόμου, της οικογένειάς του και της κοινωνίας ευρύτερα. Το 2019, ο Dainius Pūras με το ρόλο του Special Rapporteur για τα Ηνωμένα Έθνη μιλά για το πώς η ψυχική υγεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Αναφέρει πώς υπάρχει ένα σημαντικό κενό στη δράση με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα για τους ψυχοκοινωνικούς λόγους που δημιουργούν δυσφορία και επιβαρύνουν την ψυχική υγεία όπως και για τα δομικά χαρακτηριστικά ενός συστήματος «φροντίδας» που μάλλον επιβαρύνει παρά υποστηρίζει τη θεραπευτική διαδικασία.
 
Αυτοί οι λόγοι δεν είναι άλλοι από την πρόσβαση σε κατάλληλη στέγαση, την πρόσβαση σε εργασία, την ουσιαστική ενσωμάτωση για την οποία δεν έχει αναπτυχθεί κεντρική πολιτική για τους μετακινούμενους πληθυσμούς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση ευρύτερα.
 
Είναι τεκμηριωμένο πλέον το γεγονός ότι όσοι έχουν βιώσει συγκρούσεις εμφανίζουν σημαντικά αυξημένα ποσοστά προβλημάτων ψυχικής υγείας (Charlson et al., 2019) τα οποία επιβαρύνονται περισσότερο από τις συνθήκες «υποδοχής» στις χώρες που οι άνθρωποι φτάνουν. Λένε οι Sundram και Ventevogel (2017) πώς περιοριστικά μέτρα που εφαρμόζονται άνισα σε προσφυγικό πληθυσμό και οι δομές κράτησης ή περιορισμού όπως είναι τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, οι καταυλισμοί ευρύτερα που βρίσκονται απομονωμένοι από κάθε δυνατότητα ενσωματώσης, επιδρούν αρνητικά στην ψυχική υγεία του πληθυσμού.
 
Ενός πληθυσμού στον οποίο ζητάται η τεκμηρίωση της «ευαλωτότητας» για να μπορεί να έχει πρόσβαση στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Στο να μπορεί να μη χρειάζεται να μοιράζεται μια τουαλέτα ανά 70 άτομα όπως ανέφεραν στην έκθεσή τους οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (9.2018) για το διαβόητο (πλέον) καταυλισμό στη Μόρια. 
 
Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με την αβεβαιότητα του «πού θα κοιμηθώ αύριο ή σε ένα μήνα» και «αν θα μπορώ να επιβιώσω και με τι κόστος», τότε οι παρεμβάσεις ψυχικής υγείας παύουν πλέον να έχουν την αποτελεσματικότητα που θα έπρεπε. Αντί να αντιμετωπίσουμε τους λόγους που «δημιουργούν» προβλήματα ψυχικής υγείας, οι ειδικοί ψυχικής υγείας καλούνται συχνά να γίνουν αυτοί που θα κάνουν τους ανθρώπους «να υποφέρουν ήσυχα». Αυτό ανατρέπει την ουσία της παρέμβασης στην ψυχική υγεία και ειδικά των παρεμβάσεων που διέπονται από τις αρχές της κοινοτικής ψυχιατρικής. Αρχές που λένε πως δεν υπάρχει θεραπεία έξω από την κοινότητα και πώς αν δε σου επιτρέπουν να ζήσεις, τότε η ψυχική σου υγεία είναι επόμενο να επηρεαστεί.
 
Οι ειδικοί ψυχικής υγείας καλούμαστε πλέον να μιλήσουμε και να ενώσουμε και τη δική μας φωνή με όσες φωνές «δεν ακούγονται» όσο θα έπρεπε. Να μιλήσουμε για τους ανθρώπους που βιώνουν μια κατάσταση μακράς αναμονής που βγάζει στην αστεγία, για τους ανθρώπους και τις νέες ανισότητες που δημιουργούνται τόσο μέσα στους καταυλισμούς όσο και έξω από αυτούς και τελικά στο σύνολο μιας κοινωνίας που φοβάται.
 
O Robert Castel σε μια από τις τελευταίες ομιλίες του στην Τεργέστη (2010) έλεγε για το διαρκή κίνδυνο μέσα στον οποίο ζουν οι σύγχρονες κοινωνίες. «Το να χάνεις την εμπιστοσύνη σου στο μέλλον σημαίνει πως ζεις μια διαρκή απειλή και έναν διαρκή κίνδυνο. Αυτό πλέον έχει φτάσει σε εκρηκτικά επίπεδα και έχει οδηγήσει σε μια κοινωνία κινδύνου. Ο φόβος ότι θα χάσουμε ό,τι ψήγματα ασφάλειας έχουν ξεμείνει, βάζει σε κίνδυνο την ίδια τη δημοκρατία. Δε μπορεί κανείς να ζει σε δημοκρατία κάτω από μια μόνιμη απειλή».
 
Σε μερικές ημέρες θα δημοσιευτεί από το Πανεπιστήμιο της Νοτιοανατολικής Νορβηγίας (University of South East Norway) η έκθεση των εξωτερικών αξιολογητών του προγράμματος παρέμβασης στην ψυχική υγεία προσφύγων της ΕΠΑΨΥ όπου με κινητές μονάδες επαγγελματιών και διερμηνέων παρέχουμε από το Μάρτιο του 2018 υπηρεσίες σε πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο που διαμένουν στο πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ που διαχειρίζεται η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.
 
Βασικό σημείο της αποτελεσματικότητας ενός προγράμματος που ως τώρα έχει εξυπηρετήσει περισσότερους από 250 πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο με σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, είναι η δυνατότητα παρέμβασης στο σπίτι των εξυπηρετουμένων όπου παρέχονται υπηρεσίες ψυχικής υγείας με στόχο την ενίσχυση της ελπίδας για το μέλλον και την ενδυνάμωση τους ώστε να προχωρούν ψυχικά και σωματικά. Μέσα από τη θεραπευτική σχέση ενισχύεται η εμπιστοσύνη προς τους άλλους και η δυνατότητα κάθε ανθρώπου να αντέχει στις αντιξοότητες.
 
Όταν ωστόσο η αβεβαιότητα αυξάνεται και αυτό οφείλεται στην πολιτική που ακολουθείται με τις εξώσεις που θα συμβαίνουν πλέον σε μηνιαία βάση, αλλά και στους στόχους αποτροπής και όχι ενσωμάτωσης, τότε οι παρεμβάσεις για την ψυχική υγεία χάνουν την αποτελεσματικότητά τους. Στον άνθρωπο που λέει πως «χάνει κάθε του ελπίδα» σε μια μακροχρόνια αναμονή που εν τέλη οδηγεί στην αστεγία, η απάντηση βρίσκεται στο τι δομικές αλλαγές μπορούν να γίνουν ώστε να διευκολυνθεί η ένταξη, να διασφαλιστεί η πρόσβαση στην εργασία και τη στέγη, να διευκολυνθεί η λήψη κατάλληλων υπηρεσιών υγείας και ψυχικής υγείας από το ευρύτερο σύστημα, να δημιουργηθούν γέφυρες ανάμεσα στα υπάρχοντα προγράμματα στήριξης και ένταξης, να παραταθεί η στήριξη όπως άλλωστε υπογράφουν εξηντα μία οργανώσεις στην επιστολή τους προς τις αρμόδιες αρχές (29.5.2020) στην Ελλάδα αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
 
Το αίτημα της κοινωνικής και επαγγελματικής ενσωμάτωσης των υπό έξωση προσφύγων δυναμιτίζεται συστηματικά από τα ξενοφοβικά και ρατσιστικά αντανακλαστικά, άμεσα η συγκαλυμμένα, διαφόρων αξιωματούχων οι οποίοι απευθύνονται βέβαια στο δικό τους κομματικό ακροατήριο και δεν ενδιαφέρονται για κοινοτικές παρεμβάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να απαλύνουν την ανασφάλεια, το φόβο και τη ψυχική οδύνη των απελπισμένων αυτών ανθρώπων.
 
Η συνέχεια του δράματος θα παιχτεί στην νέα διαπραγμάτευση με τους θεσμούς της Ε.Ε. και την Υπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. Από αυτό το πεδίο δεν πρέπει να είμαστε απόντες. Μια κοινωνία στην οποία οι μειοψηφίες υποφέρουν είναι μια κοινωνία σε κίνδυνο.

  1. Επ. Υπεύθυνος Προγράμματος Φροντίδας Ψυχικής Υγείας Προσφύγων ΕΠΑΨΥ
  2. Καθ. Κοινωνικής Ψυχιατρικής, Πάντειο Παν., Επόπτης Προγράμματος Φροντίδας Ψυχικής Υγείας Προσφύγων ΕΠΑΨΥ