Με έξι αλλαγές καταθέτει η κυβέρνηση προς ψήφιση στη Βουλή το νομοσχέδιο για τη «διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών».

Ads

Οι αλλαγές προέκυψαν μετά τη δημόσια διαβούλευση του νομοσχεδίου και τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν όσοι συμμετείχαν σε αυτή, χωρίς ωστόσο να αλλάζουν τον πυρήνα του νομοσχεδίου . Οι αλλαγές αφορούν τον ορισμό των «λόγων εθνικής ασφάλειας» που μπορούν να δικαιολογήσουν άρση του απορρήτου, την αλλαγή του τρόπου καταστροφής των αρχείων παρακολούθησης και την περαιτέρω ενίσχυση της ΑΔΑΕ. Καμία αλλαγή δεν υπάρχει αναφορικά με την τριετία για την ενημέρωση του παρακολουθούμενου.

Το νομοσχέδιο το οποίο όπως επισημαίνεται στα σχόλια της διαβούλευσης, η συγγραφή του έγινε χωρίς τη συνεργασία με την αρμόδια από το Σύνταγμα ΑΔΑΕ, αλλά και χωρίς να υπάρχει συνεργασία με τους φορείς που γνωρίζουν καλά το αντικείμενο. Έχει ενδιαφέρον αν οι αλλαγές στις οποίες προχώρησε το υπουργείο σχετικέ με τον ορισμό της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», στο άρθρο, 3 ικανοποιούν τα μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Παντελής Μποροδήμος, Μιχάλης Τσέφας, Ιωάννης Ασπρογέρακας και Έφη Κώστα, οι οποίοι στη δημόσια διαβούλευση τόνισαν ότι το νομοσχέδιο «φιλοδοξεί να προσφέρει λύση, σε ένα πρόβλημα που δεν έχει καν περιγράψει», θέτοντας ζήτημα συνταγματικότητας του ορισμού γράφοντας ότι «η ρύθμιση ελέγχεται από άποψη συνταγματικότητας, καθώς ανατρέπει τον εξαιρετικό της χαρακτήρα έναντι του κανόνα που θεσπίζεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος».

Ενημέρωση παροκολουθούμενων

Πολλές και σοβαρές είναι οι ενστάσεις που διατυπώθηκαν για την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου (4) στην οποία η κυβέρνηση προωθεί τη δυνατότητα γνωστοποίησης της παρακολούθησης στο άτομο μόνο μετά από δικό του αίτημα, μετά την πάροδο τριών ετών από το τέλος της παρακολούθησης και μόνο κατόπιν απόφασης τριμελούς οργάνου.

Ads

«Η αδυναμία γνωστοποίησης του θιγόμενου προσώπου προ της παρόδου τριετίας οδηγεί σε λειτουργική εξουδετέρωση των συνταγματικών του δικαιωμάτων», γράφει η Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς και προσθέτει ότι «είναι φανερό ότι ο όποιος δικαστικός/διοικητικός έλεγχος παρακολούθησης προσώπων για λόγους ασφαλείας […] θα είναι εκ των πραγμάτων αναποτελεσματικός».

Καμία αλλαγή δεν υπάρχει και στο άρθρο 12 του νομοσχεδίου στο οποίο προβλέπεται πως κάθε έξι μήνες ο διοικητής της ΕΥΠ θα εκδίδει κατάλογο με τα κατασκοπευτικά λογισμικά που θα θεωρούνται παράνομα. Επ’ αυτού στη διαβούλευση έχουν διατυπωθεί ενστάσεις σχετικά με το γεγονός ότι  «η περιγραφή των ιδιοτήτων του λογισμικού ή συσκευής αρκεί για την πληρότητα της αντικειμενικής υπόστασης, χωρίς την ανάγκη ύπαρξης καταλόγου», καθώς «με τον τρόπο αυτό θα καθίστανται ατιμώρητες οι πράξεις που αφορούν λογισμικά ή συσκευές εκτός καταλόγου». Όπως μάλιστα επισημάνθηκε στη διαβούλευση, η επιλογή της έκδοσης του καταλόγου από τον Διοικητή της ΕΥΠ δίνει στην Υπηρεσία «νομοθετική δυνατότητα» και άρα είναι εξόχως προβληματική.

Οι αλλαγές

Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Δικαιοσύνης, το νομοσχέδιο για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία των προσωπικών δεδομένων που κατατίθεται σήμερα στη Βουλή ενσωματώνει σειρά προτάσεων που διατυπώθηκαν τόσο κατά τη διαβούλευση όσο και κατά τη δημόσια συζήτηση, καθώς και περαιτέρω βελτιώσεις.

Ειδικότερα:

1. Ο ορισμός των «λόγων εθνικής ασφάλειας» που μπορούν να δικαιολογήσουν άρση του απορρήτου περιορίζεται ουσιωδώς. Ως «λόγοι εθνικής ασφάλειας» ορίζονται πλέον οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών, ενώ η σχετική ενδεικτική απαρίθμηση περιλαμβάνει αποκλειστικά λόγους σχετικούς με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια και την κυβερνοασφάλεια.

2. Τίθενται αυξημένες απαιτήσεις τεκμηρίωσης του αιτήματος για άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το αίτημα αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους που στοιχειοθετούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, την αναγκαιότητα της άρσης του απορρήτου για την αντιμετώπιση του κινδύνου, το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια. Τυχόν παράταση της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας πέραν των δέκα μηνών είναι δυνατή μόνο εφόσον επιβεβαιώνεται ότι εξακολουθούν να υφίστανται συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας.

3. Παρέχονται αυξημένα εχέγγυα ανεξαρτησίας του τριμελούς οργάνου που αποφασίζει τη γνωστοποίηση της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Σε αυτό συμμετέχουν πλέον δύο εισαγγελικοί λειτουργοί και ο Πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Δεν προβλέπεται, αντιθέτως, πλέον, η συμμετοχή του Διοικητή της Ε.Υ.Π. και του Διευθυντή της Αντιτρομοκρατικής. Προβλέπεται επίσης η τήρηση απόρρητων συνοπτικών πρακτικών ενώ καταγράφεται και η γνώμη της μειοψηφίας. 

4.  Η διαδικασία καταστροφής του υλικού παρακολούθησης τυποποιείται περαιτέρω. Αποσαφηνίζεται ότι οι φάκελοι με το υλικό τεκμηρίωσης μπορούν να καταστρέφονται μετά από την πάροδο δέκα ετών ενώ το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων διαγράφεται μετά από την πάροδο έξι μηνών. Σε κάθε περίπτωση καταστροφής ή διαγραφής συντάσσεται σχετική έκθεση.

5. Εξορθολογίζεται περαιτέρω ο κατάλογος των εγκλημάτων που δικαιολογούν άρση του απορρήτου. Η άρση του απορρήτου επιτρέπεται πλέον μόνο σε εγκλήματα ιδιαίτερης απαξίας, για τη διακρίβωση των οποίων ο περιορισμός του δικαιώματος στο απόρρητο της επικοινωνίας είναι αναγκαίος. Ο σχετικός κατάλογος συστηματοποιείται επίσης στο ίδιο νομοθέτημα, προς ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου.

6. Συστήνεται Ενοποιημένο Κέντρο Αναφοράς Κυβερνοασφάλειας στη Γενική Διεύθυνση Κυβερνοασφάλειας της Γενικής Γραμματείας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Το Κέντρο έχει ως σκοπό την ανάπτυξη, υποστήριξη και ενδυνάμωση των ικανοτήτων σε εθνικό επίπεδο για την έγκαιρη ανίχνευση και αντιμετώπιση κυβερνοαπειλών σε όλη την επικράτεια, ιδίως μέσω της ενίσχυσης των δυνατοτήτων έγκαιρης προειδοποίησης, ανίχνευσης και αντιμετώπισης κυβερνοεπιθέσεων.