Το νομοσχέδιο της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη που ψηφίστηκε αργά το βράδυ της Πέμπτης στη Βουλή εν μέσω έντονων αντιδράσεων από τα κόμματα της Αριστεράς, φαίνεται πως αλλάζει σημαντικά ό, τι ξέραμε έως τώρα για την πολιτιστική μας κληρονομιά και τα ελληνικά μουσεία. Μιλώντας στο tvxs.gr για τις αλλαγές που πέρασαν από τη Βουλή, η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων Δέσποινα Κουτσούμπα αναλύει τρεις διατάξεις που αφορούν σε δυνατότητα πιθανής εκποίηση μνημείων, την 50ετή εξαγωγή ελληνικών αρχαιοτήτων στο εξωτερικό και πρόβλεψη κλεισίματος μικρών μουσείων της επαρχίας που ενδεχομένως δεν «βγάζουν τα έξοδά τους».

Ads

Το νομοσχέδιο αφορά κατ’ αρχήν στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ) που είναι το ταμείο στο οποίο πηγαίνουν όλα τα έσοδα από τα μουσεία, τους αρχαιολογικούς χώρους, τα πωλητήρια, τα αναψυκτήρια, έσοδα που στη συνέχεια αναδιανέμονται για τις ανάγκες των δημόσιων μνημείων και των μουσείων. Το ΤΑΠΑ πλέον μετονομάζεται σε Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (ΟΔΑΠ). Μέσα στο νόμο που ψηφίστηκε «έχουν περειφρύσει διατάξεις οι οποίες είναι πάρα πολύ αρνητικές για το μέλλον της πολιτιστικής κληρονομιάς, προς την κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης και εκποίησής της», λέει στο tvxs.gr η κα. Κουτσούμπα.

«Η πρώτη διάταξη είναι η ανάθεση της ακίνητης περιουσίας του πρώην ΤΑΠΑ, νυν ΟΔΑΠ σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Εδώ περιλαμβάνονται όχι σκέτα ακίνητα αλλά μνημεία. Όλα τα κτίρια και μνημεία στη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου, τα αντίστοιχα ακίνητα στην προστατευόμενη περιοχή της Πλάκας, όλα τα κτίρια των μουσείων, με τα πωλητήρια και αναψυκτήριά τους. Δεν μπορεί να γίνεται διαχείριση όλης αυτής της περιουσίες με τη λογική του κέρδους και μόνο. Όλα αυτά τα κτίρια έχουν απαλλοτριωθεί για αρχαιολογικούς σκοπούς και συμβάλλουν στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και μιας ενότητας. Για παράδειγμα στη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου ο λόγος που προστατεύουμε αυτά τα μνημεία είναι για να παραμείνει η φυσιογνωμία της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου. Αν εφαρμοστεί στην πράξη η λογική που διαπνέει το νομοσχέδιο, μην εκπλαγείτε αν δείτε πολλά από αυτά τα μνημεία να μετατρέπονται σε εστιατόρια ή ακόμα και να εκποιούνται», τονίζει η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.

«Η δεύτερη διάταξη αφορά στην τροπολογία που κατέθεσε νύχτα η υπουργός Πολιτισμού και αλλάζει όλο το άρθρο 45 του αρχαιολογικού νόμου, δηλαδή τη μουσειακή πολιτική της χώρας εν γένει. Η τροπολογία αυτή κατατέθηκε αιφνιδιαστικά, χωρίς διαβούλευση. Ένα τμήμα της αφορά στην εξαγωγή αρχαιοτήτων στο εξωτερικό για 50 χρόνια, θέμα που είχε συζητηθεί στην επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Είναι τρομακτικό ότι τολμούν στη Βουλή και το υπερασπίζονται λέγοντας ότι οι αρχαιότητες πρέπει να αποτελούν πρεσβευτές της χώρας στο εξωτερικό. Μα αυτό συμβαίνει ήδη, με τις διεθνείς περιοδικές εκθέσεις που κάνουμε. Με βάση το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο αυτές οι εκθέσεις γίνονται με πάρα πολύ αυστηρά κριτήρια, σχεδιασμένες από το υπουργείο Πολιτισμού, με τις ελληνικές αρχαιότητες να μην εκτίθενται δίπλα σε κλεμμένες αρχαιότητες. Αυτές οι εκθέσεις αποτελούν πολιτιστική διπλωματία. Δε γίνεται πολιτιστική πολιτική χαρίζοντας αρχαιότητες. Τα 50 χρόνια σημαίνουν «δανεικά κι αγύριστα». Τουλάχιστον εγώ δε θα ζω για να δω αν θα επιστραφούν. Αυτό που κάνουν είναι αρχοντοχωριατισμός και όχι πολιτιστική διπλωματία», λέει η κα. Κουτσούμπα.

Ads

Η πρόεδρος των Αρχαιολόγων τοποθετήθηκε και πάνω στις διαρροές του υπουργείου Πολιτισμού που βλέπουν το παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη στη Μελβούρνη της Αυστραλίας να ακολουθεί το παράδειγμα του παραρτήματος του Λούβρου στο Άμπου Ντάμπι: «Είναι ντροπή να λέει το υπουργείο «μουσείο Μπενάκη στη Μελβούρνη όπως Λούβρο στο Άμπου Ντάμπι». Γιατί το μεγάλο πλεονέκτημα των ελληνικών δημόσιων μουσείων και αρχαιοτήτων είναι ότι έχεις τη μοναδική ευκαιρία να βλέπεις την Κόρη της Ακρόπολης δίπλα στην Ακρόπολη που ήταν εκτεθειμένη. Έχεις την ευκαιρία να βλέπεις τα ευρήματα της Κνωσσού στον τόπο που γεννήθηκαν. Το Λούβρο δεν είναι τέτοιο μουσείο, είναι μουσείο αποικιακό με κλεμμένες αρχαιότητες κι έτσι άνοιξε παράρτημα στο Άμπου Ντάμπι. Αυτή τη μουσειακή πολιτική θέλουμε να ακολουθήσουμε;»

Για την πρόεδρο των αρχαιολόγων, το μέχρι πρότινος ισχύον πλαίσιο ήταν επαρκές για την εξαγωγή αρχαιοτήτων στο εξωτερικό. «Ο αρχαιολογικός νόμος του 2002 προέβλεπε ήδη εξαγωγή αρχαιοτήτων για επαναλαμβανόμενες πενταετίες. Το Μουσείο Μπενάκη εδώ και πέντε χρόνια εκθέτει στη Μελβούρνη ελληνικές αρχαιότητες με κανονική άδεια από το υπουργείο Πολιτισμού και τώρα τρέχει η δεύτερη πενταετία. Για ποιο λόγο αλλάζει λοιπόν ο αρχαιολογικός νόμος; Γιατί λοιπόν η 5ετία να γίνει 25+25 έτη; Γιατί ανανέωση της άδειας ανά πενταετία σημαίνει ότι ανά πενταετία κρίνεται αν πρέπει να παραμείνουν οι αρχαιότητες στο εξωτερικό ή όχι. Η κα. Μενδώνη αρνήθηκε ότι τίθεται ζήτημα οικονομικού ανταλλάγματος αλλά μέσα στην επιτροπή ακούστηκε ότι «για να συμφωνήσουν οι επενδυτές στη Μελβούρνη θέλουν 25ετή εξαγωγή».

Καλούμενη να σχολιάσει πάνω την τοποθέτηση του Γιώργου Παπανδρέου με την οποία ο πρώην πρωθυπουργός υποστήριξε ότι με την μακροχρόνια εξαγωγή ελληνικών αρχαιοτήτων μπορούν να αξιοποιηθούν αρχαιότητες που μένουν στα υπόγεια του Αρχαιολογικού Μουσείου εδώ και πολλές δεκαετίες, η κα. Κουτσούμπα απάντησε: «Αφού κατά τη γνώμη του Γιώργου Παπανδρέου αυτές οι αρχαιότητες δεν έχουν αξία στα υπόγεια, γιατί δεν προτείνει να τα πουλήσουμε κιόλας; Το ίδιο πράγμα είναι», για να εξηγήσει στη συνέχεια: «Λοιπόν, αυτό δεν είναι συλλογιστική. Αν δεν ξέρουν τί είναι αρχαιολογικό εύρημα και σε τί χρησιμεύει, αν δεν ξέρουν τί είναι αρχαιολογική τεκμηρίωση, τί είναι ανασκαφή και το τί προστατεύουμε με τον αρχαιολογικό νόμο και το άρθρο 24 του Συντάγματος της χώρας, καλύτερα να μη μιλάνε. Ειδικά ο κ. Παπανδρέου, του οποίου η σχέση του με την οικογένεια Γερουλάνου είναι γνωστή. Υπενθυμίζω ότι πρόεδρος του Μουσείου Μπενάκη είναι η κα. Ειρήνη Γερουλάνου, που μίλησε στην επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής για αυτή ακριβώς την τροπολογία».

Η τρίτη διάταξη την οποία η κα. Κουτσούμπα θεωρεί πολύ αρνητική για τη διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς περιέχεται στην ίδια τροπολογία με την προηγούμενη. «Η υπουργός τροποποιεί το άρθρο που αφορά στα μουσεία και εισάγει μία πρωτοφανή διάταξη με την οποία θα μπορεί να διακόπτει τη λειτουργία δημόσιων μουσείων σε περίπτωση που δεν πληρούν κάποιες προϋποθέσεις. Είναι σαν να μας λέει ότι τα μικρά μουσεία της επαρχίας τα οποία εξυπηρετούν πολλούς άλλους σκοπούς πέρα από τα εισιτήρια, τα οποία μένουν συχνά χωρίς προσωπικό εξαιτίας παραλείψεων του ίδιου του υπουργείου, θα αξιολογηθούν ως μη βιώσιμα και θα κλείσουν. Δεν έχει γίνει διάλογος γι’ αυτό και είναι τρομακτικό», υπογραμμίζει η πρόεδρος των αρχαιολόγων.

«Ένα μουσείο μπορεί να έχει λίγους επισκέπτες γιατί η περιοχή στην οποία βρίσκεται να έχει λίγους επισκέπτες. Όμως τα μουσεία είναι σύνδεση των ανθρώπων με την τοπική τους ιστορία, είναι εκπαιδευτική διαδικασία, είναι ψυχαγωγική διαδικασία, είναι κέντρα πολιτισμού», προσθέτει.

«Η μουσειακή πολιτική της χώρας ήταν στην πρωτοπορία»

Μιλώντας για το γενικό πνεύμα του νομοθετήματος, η κα. Κουτσούμπα σημειώνει: «Ο αρχαιολογικός νόμος δεν μπορεί να αλλάζει χωρίς να έχει γίνει καμία αξιολόγηση της έως τώρα εφαρμογής του. Από το 2002 που ισχύει έχουμε πάρα πολλά παραδείγματα τόσο θετικής όσο και αρνητικής εφαρμογής. Θα μπορούσε πραγματικά να γίνει ένας διάλογος για τη μουσειακή πολιτική της χώρας η οποία μέχρι σήμερα βρίσκεται στην πρωτοπορία. Δεν μπορεί να νομοθετεί τέτοια πράγματα με απουσία της αρχαιολογικής υπηρεσίας, δηλαδή των ανθρώπων που έχουν καταφέρει τα δημόσια μουσεία να πάρουν τόσα διεθνή βραβεία».

«Πρόκειται για οδοστρωτήρα, μια κίνηση για να χτυπηθεί οτιδήποτε δημόσιο, να μπουν οι ιδιώτες στον πολιτισμό με κάθε τρόπο. Όπως στην περίπτωση της Ακρόπολης όπου έχουν γίνει τρεις φορές εγκαίνια μόνο και μόνο για να προβληθεί ο χορηγός διά της Ακρόπολης και όχι η Ακρόπολη διά του έργου που γίνεται. Έργο που, όπως είδαμε, δε γίνεται με τις μελέτες που θα αντιστοιχούσαν στο κορυφαίο μνημείο της χώρας», τόνισε η κα. Κουτσούμπα, αναφερόμενη και στην χθεσινή πλημμύρα στον Ιερό Βράχο.