Από την εποχή του αντιμνημονίου είναι η βασική κατηγορία που αποδίδει η Νέα Δημοκρατία στον ΣΥΡΙΖΑ. Πάνω στον «λαϊκιστή Τσίπρα» και «τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ» η κεντροδεξιά έχτισε το «αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ευρεία εκλογική της επικράτηση το 2019. Είναι ένα αφήγημα, το οποίο σε μικρότερες δόσεις συντηρεί μέχρι και σήμερα.
 
Το… μπαλάκι του λαϊκισμού βέβαια επιστρέφει πλέον και η Κουμουνδούρου, με τελευταίο παράδειγμα το σχόλιο στα 150ευρα του Κυριάκου Μητσοτάκη στους 18άρηδες. Όσο για το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, παρουσιάζεται ως το «ανάχωμα στον ελιτισμό της Νέας Δημοκρατίας και τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ».
 
Κι όμως, λαϊκισμός στην προεκλογική εκστρατεία του 2023 δεν υφίσταται, τουλάχιστον όχι σε βαθμό που να χαρακτηρίζει κυρίαρχα τον λόγο των κομμάτων. Αυτό προκύπτει από την έρευνα πάνω στον προεκλογικό λόγο των πολιτικών αρχηγών που έτρεξε καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου το iMEdD Lab.
 
Από τη μεριά του ο πολιτικός επιστήμονας και σύμβουλος στρατηγικής, Ηλίας Τσαουσάκης βλέπει τα χαμηλά επίπεδα λαϊκισμού ως απότοκο μιας αμυντικής στάσης που υιοθέτησαν τα κόμματα μετά το πάνδημο πένθος και την οργή που προκάλεσε η τραγωδία των Τεμπών.
 
Η επιστήμη λέει την αλήθεια
 
Μπορεί στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα να διαβάζουμε και να ακούμε τις τελευταίες εβδομάδες όλους τους κλισέ τίτλους «στα ύψη το πολιτικό θερμόμετρο», «σκληρή σύγκρουση στον δρόμο προς την κάλπη» κ.ο.κ, όμως η επιστημονική ανάλυση τους διαψεύδει.
 
Εδώ παρουσιάζονται ενδεικτικά τα γραφήματα που μετρούν την παρουσία στοιχείων πόλωσης και λαϊκισμού, όπως αυτά εμφανίστηκαν στην εκφορά του λόγου του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αλέξη Τσίπρα, σε δύο ενδεικτικές προεκλογικές τους εμφανίσεις, μία στην αρχή και μία στην τελική ευθεία της επίσημης προεκλογικής περιόδου.
 

Ads


 
Βλέπουμε πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στο Αιγάλεω στις 24 Απριλίου, υπήρξε ήπια πολωτικός και με ελάχιστα στοιχεία λαϊκισμού στο λόγο του. Τα αντίστοιχα γραφήματα του Αλέξη Τσίπρα για την ομιλία του στην Κω στην ίδια ημέρα καταδεικνύουν σχετικά μεγαλύτερη οξύτητα από τον αντίπαλό του, αλλά όχι μια ριζικά διαφορετική εικόνα. 
 


 
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ ανέβασε σαφώς τους αντιπολιτευτικούς τόνους την τελευταία εβδομάδα πριν τις κάλπες, μοιράζοντας το περιεχόμενο της ομιλίας του στο Ηράκλειο, όπως φαίνεται στο σχετικό διάγραμμα της πόλωσης του iMEdD Lab, σε αναφορές στο δικό του πρόγραμμα και σε επιθέσεις προς τον αντίπαλο. Τα στοιχεία λαϊκισμού σε εκείνη την ομιλία ήταν κατά τι ανεβασμένα, αλλά και πάλι σε καμία περίπτωση κυρίαρχα.
 

Ads


 
Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την Καστοριά αναλογικά επεδίωξε περισσότερο την πόλωση απ’ ότι στις πρώτες του εμφανίσεις, χωρίς όμως να αποτελεί τη βασική του στόχευση. Στοιχεία λαϊκισμού και σε αυτη την περίπτωση ανιχνεύονται ελάχιστα.
 

Τελικά τί είναι λαϊκισμός;
 
Είναι αλήθεια πως τα τελευταία 15 χρόνια έχει γίνει τόσο ευρεία χρήση του όρου που δίνεται η εντύπωση ότι ο κάθε πολιτικός φορέας «βαφτίζει» λαϊκισμό κάθε τί που θέλει να προσάψει τον αντίπαλό του. Όμως η ανάλυση του πολιτικού λόγου με επιστημονικούς όρους προϋποθέτει σαφή ορισμού της πρακτικής αυτής. Οι ερευνητές του iMEdD Lab επέλεξαν έναν, βασισμένο στη δουλειά του Ερνέστο Λακλάου, που μοιάζει να συναντά περισσότερο τους στρατηγικούς στόχους των κομμάτων της Αριστεράς και λιγότερο αυτών της Δεξιάς. Διαβάζουμε στη σχετική δημοσίευση
 
Λαϊκισμός δεν είναι τα ψέματα, οι υποσχέσεις ή η υποκρισία των πολιτικών. Δεν είναι η δημαγωγία, η προπαγάνδα ή η χειραγώγηση. Δεν είναι οι θεωρίες συνωμοσίας, ο εθνικισμός, η αντιμεταναστευτική στάση, η τεχνοφοβία, η αντιεμβολιαστική στάση ή η ανεύθυνη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών.

Ο λαϊκισμός γίνεται κατανοητός ως ένας λόγος (discourse), ως μια ιδιαίτερη πολιτική λογική που στοχεύει στην οικοδόμηση του συλλογικού υποκειμένου «λαός». Ο όρος προσεγγίζεται ως ουδέτερος και δεν του αποδίδεται ένα αποκλειστικά θετικό ή αρνητικό πρόσημο ή περιεχόμενο.

Με βάση αυτήν την προσέγγιση, έχουν αναπτυχθεί δύο ελάχιστα λειτουργικά κριτήρια για την αναγνώριση ενός λαϊκιστικού λόγου. Τα δυο αυτά κριτήρια είναι ο λαοκεντρισμός και ο αντιελιτισμός.
 
Με άλλα λόγια, στα παραπάνω γραφήματα περί λαϊκισμού, είδαμε πόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησαν να μιλήσουν εκ μέρους του λαού ή να ορίσουν τον λαό ως κάτι ξεχωριστό από τις ελίτ, τα μεγάλα συμφέροντα και άλλους πόλους ισχύος.
 
Η άμυνα… των Τεμπών
 
Οι δόσεις λαϊκισμού που επέλεξαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης λοιπόν μετρήθηκαν και βρέθηκαν χαμηλές. Ο σύμβουλος στρατηγικής, Ηλίας Τσαουσάκης συνδέει αυτή την εικόνα της προεκλογικής εκστρατείας με την τραγωδία των Τεμπών.
 
«Επιβεβαιώνω κι εγώ, με βάση την καθημερινή τριβή με προεκλογικές καμπάνιες κομμάτων και υποψηφίων, πως σε αυτή την προεκλογική περίοδο είχαμε λιγότερη τοξικότητα και λιγότερα στοιχεία λαϊκισμού από αυτά που είχαμε δει σε εκλογικές αναμετρήσεις του παρελθόντος. Νομίζω πως καθοριστική σημασία προς αυτή την κατεύθυνση έπαιξε η τραγωδία των Τεμπών. Ήταν τέτοια η αμφισβήτηση και η κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα μετά τα Τέμπη, που ανάγκασε τα κόμματα σε μια περισσότερο αμυντική στάση, με στόχο κυρίως την αυτοσυντήρηση και δευτερευόντως την κυριαρχία έναντι του αντιπάλου», επισημαίνει.
 
«Ειδικά από την πλευρά της έως τώρα αντιπολίτευσης, αισθάνομαι πως οι τόνοι θα ήταν πολύ υψηλότεροι εάν δεν είχαν συμβεί τα Τέμπη. Η Νέα Δημοκρατία έτσι κι αλλιώς προτιμά την οριοθετημένη αναμέτρηση αντί της σύγκρουσης σε τεταμένο κλίμα», συμπληρώνει ο κ. Τσαουσάκης.
 
Χωρίς μεγάλα αφηγήματα… χωρίς λαϊκισμό
 
Μια άλλη ερμηνεία της σχετικά χαμηλής έντασης με την οποία ξετυλίχτηκε η προεκλογική εκστρατεία είναι η έλλειψη μεγάλων αφηγημάτων, όπως υπήρξαν στο παρελθόν το «η Ελλάδα στους Έλληνες» του Ανδρέα Παπανδρέου, το «υπάρχει καλύτερη Ελλάδα» του Κώστα Καραμανλή, ο «εκσυγχρονισμός» του Κώστα Σημίτη. Ακόμα και το «αντιμνημόνιο» μπορεί να ιδωθεί ως ένα τέτοιο.
 
Στο πνεύμα του ορισμού για τον λαϊκισμό που είδαμε παραπάνω, όλα αυτά τα, εκ των πραγμάτων πετυχημένα, συνθήματα – αφηγήματα, υπήρξαν απαντήσεις στο ερώτημα «τί θέλει ο λαός;».

Και κάπως έτσι προκύπτει αρκετά δύσκολο για έναν ηγέτη να παρουσιάσει ένα μεγάλο αφήγημα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα ισχυρές δόσεις λαϊκισμού. 
 
«Δεν έχουμε ούτε μεγάλα αφηγήματα, ούτε ισχυρές πολιτικές ατζέντες. Στις εκστρατείες βλέπουμε κατά κύριο λόγο ζητήματα διαχείρισης επιμέρους θεμάτων, με αποτέλεσμα η πολιτική και η ιδεολογική σύγκρουση να είναι πολύ χαμηλότερης έντασης από παλιότερα», σημειώνει ο Ηλίας Τσαουσάκης.
 
Η επαναφορά του αιτήματος για «Αλλαγή» που επιχείρησαν σε αυτή την εκστρατεία τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ κρίνεται από πολλούς αναλυτές μάλλον ως απόπειρα εκ νέου ενεργοποίησης παλιών αντιδεξιών αντανακλαστικών, παρά ως ένα αφήγημα που θα μπορούσε να ορίσει το διακύβευμα αυτών των εκλογών.

Αντίθετα, το «Δικαιοσύνη παντού» με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε την εκστρατεία του, θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει ως τέτοιο, όμως σταδιακά έπαψε να βρίσκεται στο επίκεντρο των ομιλιών του Αλέξη Τσίπρα. Όσο για το «Σταθερά, Τολμηρά, Μπροστά» της Νέας Δημοκρατίας, κρίνεται ως εύστοχη λεκτική απόδοση των στρατηγικών στόχων του συστήματος Μητσοτάκη αλλά δεν φαίνεται να λειτουργεί ως όχημα που θα πείσει ψηφοφόρους εκτός των παραδοσιακών δεξαμενών της κεντροδεξιάς παράταξης.
 
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την έρευνα του iMEdD Lab για τον λόγο των πολιτικών αρχηγών σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία, εδώ.