Σε πνιγμό οφείλεται ο θάνατος της 37χρονης Ανθής Λινάρδου, από το Βελβεντό Κοζάνης, όπως προκύπτει από την ιατροδικαστική εξέταση. Ο σύζυγος της και δράστης της δολοφονίας Τάσος Τσιουχάρας σκότωσε την 37χρονη την ώρα που τα παιδιά κοιμόντουσαν, περίπου στις 11:00 το βράδυ του περασμένου Σαββάτου, κατά τη διάρκεια ενός διαπληκτισμού.

Ads

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, κατά την ιατροδικαστική εξέταση εντοπίστηκε και κάταγμα στο κρανίο, πιθανότατα λόγω χτυπήματος από τον σύζυγό της, αλλά και εκχυμώσεις κοντά στα μάτια της 37χρονης, επίσης πιθανότατα λόγω χτυπημάτων.

Η αστυνομία εκτιμά πως η δολοφονία της 37χρονης δεν ήταν προσχεδιασμένη αλλά συνέβη εν βρασμώ ψυχής. Σημειώνεται πως η Ανθή Λινάρδου είχε πει στο σύζυγό της πριν τις γιορτές όταν είχαν μεταβεί στον Πειραιά, ότι ήθελε να χωρίσουν και επέμεινε στον χωρισμό και μετά την επιστροφή τους στην Κοζάνη. Αυτό φαίνεται να ήταν και το κίνητρο του 40χρονου.

Τέλος, οι αστυνομικοί, φέρονται να καταλήγουν πως ο Τάσος Τσιουχάρας δεν είχε συνεργούς. Σε ό,τι αφορά στον πατέρα του και πρώην πεθερό της Ανθής εξηγούν ότι τον κρατούν με την κατηγορία της παράνομης οπλοκατοχής «προκειμένου να ηρεμήσουν τα πνεύματα».

«Εγώ τη στραγγάλισα κι ας φάω ισόβια»

Αμετανόητος δηλώνει ο δράστης της δολοφονίας. «Εγώ τη στραγγάλισα κι ας φάω ισόβια», φέρεται να παραδέχθηκε στους αστυνομικούς μόλις βρήκαν το πτώμα της συζύγου του θαμμένο στο χωράφι του. Αν και αρχικά είχε αρνηθεί την ενοχή του, ο Γενικός Περιφερειακός Αστυνομικός Διευθυντής Δυτικής Μακεδονίας σε συνέντευξη Τύπου δήλωσε πως η αστυνομία τον παρακολουθούσε διακριτικά από την πρώτη στιγμή γιατί είχε πέσει σε αντιφάσεις.

Ads

«Ψάξαμε τα χωράφια του και είδαμε ότι είχε οργώσει ένα χωράφι χωρίς να υπάρχει λόγος να το φρεζάρει αυτή την εποχή. Σκάψαμε παρουσία του και όταν βρήκαμε το πτώμα της συζύγου του, τότε το παραδέχθηκε γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή αρνούνταν το έγκλημα» εξήγησε.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του cnn.gr κατά την απολογία του είπε: «Όταν την είδα να πέφτει νεκρή και να μην ανασαίνει άλλο, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πώς να εξαφανίσω το πτώμα της. Τα παιδιά ήταν στο διπλανό δωμάτιο και από τις φωνές της ευτυχώς δεν είχαν ξυπνήσει, ενώ οι γονείς μου που μένουν στο κάτω διαμέρισμα επίσης δεν είχαν αντιληφθεί το παραμικρό.

Την τύλιξα με μια κουβέρτα του σπιτιού και τη κουβάλησα στο υπόγειο κλειστό γκαράζ όπου ήταν σταθμευμένο το φορτηγάκι μου. Θυμήθηκα ότι μέσα στο αυτοκίνητο είχα ένα φτυάρι. Επίσης, θυμήθηκα ότι στο χωράφι μου τις προηγούμενες ημέρες, προσπαθώντας με ένα γεωργικό μηχάνημα να βγάλω ένα μεγάλο βράχο είχε μείνει μια τρύπα στο έδαφος.

Έβαλα το πτώμα της γυναίκας μου στο αυτοκίνητο και πήγα στο χωράφι χωρίς όμως να περάσω από το κέντρο του χωριού για να μην με δει κάποιος εκείνη την ώρα. Την έθαψα πρόχειρα με το φτυάρι και την άλλη μέρα πέρασα με φρέζα το χωράφι για να μην καταλάβει κανένας τίποτα».