Πτώση της κυβέρνησης, και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε όλα τα κρίσιμα πεδία δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, χωρίς όμως ακόμη η κυβερνητική φθορά να εισπράττεται από την αντιπολίτευση.

Ads

Το συμπέρασμα αυτό αποτυπώνεται στη νέα, πέμπτη κατά σειρά ανάλυση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, με τίτλο Εκλογικές Τάσεις, που επιμελούνται η Δανάη Κολτσίδα και ο Κώστας Πουλάκης.

Τα βασικά ευρήματα και συμπεράσματα της ανάλυσης όπως καταγράφονται από τους συντάκτες της ανάλυσης, είναι τα εξής:

Λίγο πριν την έναρξη της πανδημίας, στις Εκλογικές Τάσεις #3, είχε επισημανθεί το τέλος της «περιόδου χάριτος» για την κυβέρνηση και τον Κ. Μητσοτάκη προσωπικά, αφού είχε γίνει ορατή μια κάμψη σε όλους τους σταθερούς πολιτικούς δείκτες (ικανοποίηση από την κυβέρνηση, δημοτικότητα Κ. Μητσοτάκη, καταλληλότητα για πρωθυπουργός, πρόθεση ψήφου, συσπειρώσεις). Ωστόσο, η περίοδος της πανδημίας και η τάση συσπείρωσης «γύρω από τη σημαία», την εκάστοτε δηλαδή κυβέρνηση ή πολιτικό αρχηγό, την οποία παρατηρήσαμε και σε διεθνή κλίμακα, ευνόησε προσωρινά τη Νέα Δημοκρατία και ανέκοψε την πτωτική αυτή τάση.

Ads

Το τέλος εντούτοις του lockdown σήμανε την υποχώρηση του αρχικού ενθουσιασμού και την συνάντηση της ελληνικής κοινωνίας με τη σκληρή πραγματικότητα. Οι εστίες της πανδημίας δεν έχουν σβήσει, η οικονομία δύσκολα θα πάρει μπροστά, ενώ τα ελληνοτουρκικά με την επανεκκίνηση των διερευνητικών εντολών μπορεί να παίξουν καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις, καθώς η κυβερνητική πολιτική ακόμα ταλαντεύεται ανάμεσε σε «εθνικιστικούς λεονταρισμούς» και «άγνωστες συμφωνίες». Η ελληνική κυβέρνηση – όπως είναι και η τάση διεθνώς – κρίνεται πλέον από τα συγκεκριμένα πεπραγμένα της.

Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση και ο Κ. Μητσοτάκης προσωπικά εμφανίζουν κάμψη σε όλους τους δείκτες :

  • -11,9 μονάδες στην ικανοποίηση των πολιτών από την κυβέρνηση,
  • -8,1 μονάδες στη δημοτικότητα του Κ. Μητσοτάκη,
  • -2,9 μονάδες στην καταλληλότητά του για πρωθυπουργός,
  • -2,8 μονάδες στην πρόθεση ψήφου προς τη Νέα Δημοκρατία και
  • -2,7 μονάδες στη συσπείρωση της Νέας Δημοκρατίας

Ταυτόχρονα, τη φθορά αυτή δεν φαίνεται προς το παρόν να εισπράττει ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και ο Αλ. Τσίπρας προσωπικά – αν και σημειώνεται μια αύξηση των απευθείας μετακινήσεων ψηφοφόρων από τη ΝΔ προς τον ΣΥΡΙΖΑ – ούτε και κανένα από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, αφού οι απογοητευμένοι από την κυβέρνηση μετακινούνται κυρίως προς τη «γκρίζα ζώνη» της αδιευκρίνιστης ψήφου. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι το κόμμα και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρουσιάζουν μια διαχρονική σταθερότητα, ενώ επίσης έχουν μεγαλύτερα περιθώρια κινητοποίησης και προσέλκυσης εκλογικού ακροατηρίου από τη «γκρίζα ζώνη».

Η πολιτική γιγάντωση του κυβερνώντος κόμματος της περιόδου του τριμήνου Μαρτίου-Μαΐου, που παρατηρήσαμε στην προηγούμενη έκδοση των Εκλογικών Τάσεων, χάρη στη διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας, κινδυνεύει να εξανεμιστεί και να συντριβεί μπροστά στο δεύτερο κύμα, αφού η κυβέρνηση θα κληθεί να λογοδοτήσει για το πώς αξιοποίησε (ή σπατάλησε) το χρόνο που της εξασφάλισε η θερινή περίοδος και, κυρίως, η ελληνική κοινωνία με το lockdown. Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο πολλαπλών και επάλληλων κρίσεων που μπορεί να μειώνει τις προσδοκίες των πολιτών, αλλά σε κάποια στιγμή η κοινωνία θα τοποθετηθεί εμμέσως στο ερώτημα αν οι αιτίες των κρίσεων αυτών (αμιγώς) αντικειμενικές ή αυτές είναι αποτέλεσμα των συγκεκριμένων κυβερνητικών επιλογών. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα αλλάξει άρδην και τη στάση της απέναντι στην κυβέρνηση (κυρίως) και την αντιπολίτευση (δευτερευόντως).

Όσο προβληματισμένη και αν είναι η κοινωνία, πάντα μια σπίθα είναι ικανή να την κινητοποιήσει, γι’ αυτό και οι έρευνες πάντα αδυνατούν να συλλάβουν πλήρως και από την αρχή την υπόκωφη βουή της κοινωνίας, πριν αυτή γίνει ήχος.

Σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση, αυτή ήδη έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η βουή της κοινωνίας δεν φτάνει ενδεχομένως μέχρι το δημόσιο λόγο των καναλιών, ωστόσο η επικοινωνιακή διαχείριση της πραγματικότητας – ειδικά σε μια συνθήκη πολλαπλών κρίσεων (υγειονομικής, οικονομικής, εθνικής) – είναι δεδομένο ότι έχει όρια. Η ευρύτατη συσπείρωση που πέτυχε ενόψει των εκλογών του 2019 η Νέα Δημοκρατία αποτελώντας τον εκφραστή του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μπλοκ που είχε διαμορφώσει μέσα στην κοινωνία, αποτελούμενη από τόσο ετερόκλητες κοινωνικές και πολιτικές τάσεις (από ακραία συντηρητικούς «Μακεδονομάχους» μέχρι φιλελεύθερους κεντρώους, αλλά και από τον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων μέχρι τους μισθωτούς και τους αυτοαπασχολούμενους που θεώρησαν ότι εντάσσονται στη «μεσαία τάξη» την οποία υποσχέθηκε να στηρίξει), είναι πια εύθραυστη, μπροστά στις δύσκολες επιλογές που καλείτε να κάνει πλέον η Νέα Δημοκρατία ως κυβέρνηση σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα.

Για την δε αντιπολίτευση, το μεγάλο ερώτημα είναι αν μπορεί να ακούσει τη βουή της κοινωνίας και να δείξει με επιχειρήματα ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Ο απολογισμός του κυβερνητικού έργου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία σε μερικές περιπτώσεις θολώνει τον αντιπολιτευτικό πολιτικό του λόγο, όχι πλέον τόσο γιατί οι πολίτες κρίνουν περισσότερο τα πεπραγμένα του και λιγότερο τα λεγόμενά του, όσο γιατί το ίδιο το κόμμα βρίσκεται συχνά σε αμηχανία, μην μπορώντας να αξιολογήσει κριτικά – και ενδεχομένως να απορρίψει – κυβερνητικές επιλογές του, που σε τελική ανάλυση έγιναν υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες και μέσα στο πλαίσιο ενός επιβληθέντος μνημονίου.