Η πρώτη δίωξη με βάση τον νέο νόμο για τις διαδηλώσεις, εναντίον του προέδρου της Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), Μιχάλη Γιαννάκου, είναι γεγονός. Ενώ ήδη η αστυνομία σχηματίζει δικογραφία για το μαζικό πανεπκαιδευτικό συλλαλητήριο της Πέμπτης. Στην πρώτη περίπτωση η δίωξη ασκήθηκε επειδή ο κ. Γιαννάκος κατέβηκε από το πεζοδρόμιο στο οδόστρωμα. Στη δεύτερη, η δικογραφία σχηματίζεται μεταξύ άλλων επειδή δεν είχε οριστεί υπεύθυνος διαδήλωσης και δεν είχε γίνει η αναγγελία στην ΕΛΑΣ, ώστε να πάρει ή όχι την έγκριση για την πραγματοποίησή της. 

Ads

Με αφορμή αυτές τις δύο περιπτώσεις εφαρμογής του νέου πλαισίου για το δικαίωμα στη διαδήλωση, απευθυνθήκαμε στον νομικό, Δημήτρη Σαραφιανό, ο οποίος έχει ασχοληθεί, μεταξύ άλλων και με θέματα συνταγματικού δικαίου, για να μας αναλύσει τον εν λόγω νόμο και να φωτίσει τους νομικούς αλλά και πολιτικούς ετεροκαθορισμούς του.

Σωστά εκλαμβάνουμε τη δίωξη εναντίον ενός συνδικαλιστή που διαδήλωσε και τη δικογραφία για ένα συλλαλητήριο, ως σχετιζόμενα άμεσα με τον νέο νόμο για τις διαδηλώσεις; Και αν ναι, ποια είναι τα στοιχεία που το τεκμηριώνουν; 

Φαίνεται ότι η αστυνομία προχωρά, κυρίως σε ό,τι αφορά τον κ. Γιαννάκο, στην άσκηση ποινικής δίωξης για απείθεια, η οποία απείθεια ερίζεται πάνω στις ρυθμίσεις του νόμου 4703 για τις διαδηλώσεις. Πρόκειται σαφέστατα λοιπόν για την πρώτη ποινική εφαρμογή των αντισυνταγματικών διατάξεων που σχετίζονται με την παρουσία οργανωτή στις διαδηλώσεις. Εδώ έχουμε δύο ζητήματα. Το πρώτο είναι ότι εφαρμόζεται μια ρύθμιση που προβλέπεται στον 4703 και θεωρεί ως οργανωτή – ανεξάρτητα αν αυτός έχει δηλώσει στη σχετική ηλεκτρονική πλατφόρμα ότι είναι οργανωτής της διαδήλωσης – τον εκπρόσωπο του σωματείου το οποίο καλεί στη διαδήλωση. Εδώ πρόκειται για μία πολλαπλώς προβληματική ρύθμιση διότι αφορά και πρόσωπα τα οποία δεν γνωρίζουμε καν εάν είναι οργανωτές.

Ads

Πέρα όμως από αυτό, το μεγαλύτερο πρόβλημα τίθεται από το γεγονός, ότι οι ρυθμίσεις που αφορούν οργανωτή, και μάλιστα υποχρεωτικά και μάλιστα, εδώ πέρα, κατά τεκμήριο οργανωτή μιας συγκεκριμένης διαδήλωσης, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 11 του Συντάγματος, το οποίο δεν προβλέπει οργανωτή για τις διαδηλώσεις. Πολλώ δε μάλλον διότι καταλαμβάνει και τις αυθόρμητες διαδηλώσεις στις οποίες δεν υπάρχει καν οποιοσδήποτε οργανωτής. Το Σύνταγμα δεν θέτει ως προαπαιτούμενο για τη νομιμότητα μιας διαδηλώσεως το να υφίσταται οργανωτής της διαδήλωσης.

Άρα το να θεωρείται ότι κάποιος τελεί απείθεια εφόσον θεωρήθηκε ως οργανωτής από την αστυνομία, είναι μια διάταξη η οποία δεν μπορεί να τύχει εφαρμνογής. Περαιτέρω, για  να επιτελείται το αδίκημα της απείθειας, θα πρέπει να υπάρχει κάποια νόμιμη εντολή, την οποία παραβίασε το πρόσωπο το οποίο κατηγορείται για απείθεια. Εδώ στην προκειμένη περίπτωση δεν κατανοούμε ποια είναι αυτή η νόμιμη εντολή. Δηλαδή, ότι δεν συνεργάστηκες εσύ, που είσαι ο κατά την αστυνομία οργανωτής, με την αστυνομία; Ότι δεν πρέπει να γίνει η διαδήλωση; Αυτή είναι παράνομη εντολή. Να διαδηλώσουν στο πεζοδρόμιο και όχι να καταλάβουν τμήμα του οδοστρώματος; Αυτό επίσης είναι παράνομη εντολή. Γιατί απαγορεύει την κίνηση των διαδηλωτών. Η διαδήλωση δεν είναι στατική, να μένει κανείς σε έναν συγκεκριμένο χώρο. Πρόκειται λοιπόν για διατάξεις που δεν έχουν καμία σχέση με την έννοια της νομίμου εντολής.

Η έννοια της συνάθροισης και της διαδήλωσης είναι προσδιορισμένη συνταγματικά. Δεν μπορεί να έρχεται ένας οποιοσδήποτε νόμος και οποιασδήποτε εντολή της αστυνομίας για την αποτρέψει. Οποιοσδήποτε περιορισμός που σχετίζεται με την απαγόρευση της διαδήλωσης, προβλέπεται στο Σύνταγμά μας ρητώς ο τρόπος με τον οποίο γίνεται. Πρέπει να γίνει με διάταξη της αστυνομικής αρχής αιτιολογημένη, έγγραφη, πριν τη διαδήλώση. Όχι εκείνη την ώρα.

Η πρόβλεψη του οργανωτή της διαδήλωσης είναι ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά του νόμου. Διότι, πέρα από κάθε αρχή αναλογικότητας και πέρα από κάθε νομική βάση, ο νόμος αυτός προβλέπει ότι ο οργανωτής έχει αστικές κυρώσεις για οποιοδήποτε επεισόδιο γίνει στη διαδήλωση από τον οποιονδήποτε. Αυτό είναι η βασική διάταξη την οποία βάλανε μέσα προκειμένου να αποτρέπουν τις διαδηλώσεις. Και είναι σαφές ότι αποτελεί παραβίαση ρητώς των συνταγματικών διατάξεων, διότι υπάρχουν και πλήθος αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις οποίες προβλέπεται ότι δεν μπορείς να προβλέπεις κυρώσεις – ποινικές, αστικές κλπ – σε πρόσωπο το οποίο δεν συμμετέχει σε βιαιπραγίες κατά τη διάρκεια μιας συνάθροισης. Διότι αν το κάνεις αυτό περιορίζεις και τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις που υπάρχουν σε κάθε κράτος, αλλά και το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Πώς μπορεί να εφαρμοστεί η έννοια του οργανωτή σε ένα πανεπκαδευτικό συλλαλητήριο, το οποιο, εξ ορισμού, έχει πλήθος φορέων – διοργανωτών;

Είναι αδιανότητο. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Πρόκεται για διαδήλωση η οποία γίνεται αυθορμήτως από τους φοιτητές, για την προάσπιση των συμφερόντων τους από έναν νόμο που είναι προδήλως αντιστυνταγματικός ο ίδιος ο νόμος, προβλέποντας πανεπιστημιακή αστυνομία υπαγώμενη στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Κατά πλήρη παραβίαση του άρθρου 16, παράγραφος 5 του Συντάγματος που προβλέπει την πλήρη αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων. Άρα οι συγκεκριμένοι διαδηλωτές, όχι απλώς, αν υποθέσουμε ότι τους πήγαιναν για απείθεια, δεν θα παραβίαζαν νόμιμη εντολή, αλλά θα ασκούσαν το νόμιμο δικαίωμά τους, όχι μόνο στη διαδήλωση, αλλά και για την προάσπιση των διατάξεων του Συντάγματος, δηλαδή το Άρθρο 120 του Συντάγματος.

Ωστόσο στην περίπτωση του συλλαλητηρίου ενεργοποιείται και η απαγόρευση της συνάθροισης πάνω των 100 ατόμων.

Το ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει κάποια διάταξη που προβλέπει ποινική αντιμετώπιση ρητώς αναφερόμενη σε 100 άτομα ή σε δέκα. Η διάταξη λέει ότι στην περίπτωση κατά την οποία κατά παράβαση των σχετικών νομίμων προβλεφθέντων, έχουμε έναν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Καταρχήν θα πρέπει να υπάρχει νομιμότητα των σχετικών διατάξεων. Εδώ πέρα, η ίδια η έκδοση του Αρχηγού της Αστυνομίας, είναι παντελώς παράνομη. Αφενός μεν διότι ερίζεται επί μίας γνωμοδότησης αρχής, άλλης από αυτή που προβλέπουν καν οι σχετικές εξουσιοδοτικές διατάξεις – δηλαδή της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων – και δεύτερον διότι έρχεται να παραβιάσει πάλι το Άρθρο 11 του Συντάγματος, το οποίο έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει η αστυνομία περιορισμό των διαδηλώσεων, μόνο για παραβίαση της δημόσιας ασφάλειας. Και κατόπιν αιτιολογημένης αποφάσεως. Όχι για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.

Εδώ λοιπόν δεν έχουμε τέτοιου είδους περίπτωση. Επιπλέον, δεν υπάρχει αύξηση κρουσμάτων που να σχετίζεται με διαδηλώσεις στον ανοιχτό χώρο. Ουδεμία.  Τα ζητήματα είναι στους κλειστούς χώρους εργασίας, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα σχολεία που ανοίγουν χωρίς κανένα επιπλέον μέτρο προστασίας. Άρα λοιπόν για ποια περίπτωση προστασίας της δημόσιας υγείας συζητάμε; Είναι αστείο. Πρόκειται για μία πίεση που ασκείται από φορείς και από παράγοντες και από την κυβέρνηση την ίδια προκειμένου, πολύ απλά, να απαγορευτούν οι διαδηλώσεις. Αν η κυβέρνηση ήθελε να μην γίνονται διαδηλώσεις αυτή την περίοδο για να μην έχουμε ευρύτερη διασπορά, να μην κατέβαζε τέτοιους νόμους.

Τι άλλο σημαντικό εμπεριέχει ο νόμος;

Την υποχρεωτική γνωστοποίηση. Η οποία μάλιστα περιέχει και συγκεκριμένες διατάξεις, οι οποίες καθιστούν την διαδήλωση παράνομη σε περίπτωση μη γνωστοποιήσεως. Δηλαδή προβλέπεται η αυθόρμητη δημόσια συνάθροιση που δεν έχει γνωστοποιηθεί, αλλά ο ορισμός αυτής της συνάθροισης είναι τόσο στενός που στην πραγματικότητα επιβάλλει την γνωστοποίηση σε κάθε είδους συνάθροιση. Και θεωρεί ότι η συνάθροιση είναι παράνομη αν δεν έχει γνωστοποιηθεί. Αυτό δεν προβλέπεται από καμία συνταγματική διάταξη. Θα πρέπει μάλιστα ο οργανωτής να συμπληρώσει στην πλατφόρμα όλα τα φορολογικά του στοιχεία. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη διευκόλυνση της συνάθροισης. Γίνεται για την απαγόρευσή της.

Διερύνονται οι λόγοι διάλυσης μιας συγκέντρωσης;

Καταρχήν έχουμε την πρόσθεση του όρου της πραγματοποίησης χωρίς γνωστοποίηση. Το δεύτερο είναι η μη συμμόρφωση προς περιορισμούς που επιβλήθηκαν. Εκτός από την απαγόρευση που γίνεται με βάση την προηγούμενη απόφαση της αστυνομίας, επιτρέπει περιορισμούς σε σχέση με τη δημόσια συνάθροιση, βάζοντας μάλιστα σε αυτούς τους περιορισμούς τις κυκλοφοριακές συνθήκες. Εδώ έχουμε επίσης μία εκτός συνταγματικού πλαισίου αιτιολόγηση περιορισμών.

Όπως είπαμε, το Σύνταγμα επιτρέπει την απαγόρευση της δημόσιας συνάθροισης η οποία δύναται να διακινδυνεύσει τη δημόσια ασφάλεια ή την κοινωνικοοικονομική ζωή μιας συγκεκριμένης περιοχής. Η οποία είναι σε συγκεκριμένο τόπο, παραβίαση της δημόσιας ασφάλειας. Δηλαδή σε μία συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική ζώνη δεν δύνανται να ασκήσουν τα δικαιώματά τους οι πολίτες λόγω της επικείμενης δημόσιας συνάθροισης. Η κυκλοφορία, όμως, δεν έχει σχέση  με τη δημόσια ασφάλεια. Έχει σχέση με τη δημόσια τάξη. Και ο συγκεκριμένος περιορισμός για λόγους δημοσίας τάξεως δεν μπήκε ρητά στο Σύνταγμά μας, διότι το προέβλεπε άλλο “Σύνταγμα”: Της χούντας. Στη χούντα, ένας τέτοιος περιορισμός θα ήταν συνταγματικός. Εδώ δεν είναι καν. Ο νόμος για τις διαδηλώσεις λοιπόν είναι “συνταγματικός” πράγματι, αλλά με τις ρυθμίσεις του ‘68 – ‘73, όχι με τις ρυθμίσεις του 1975.

Η πανδημία χρησιμοποιείται λοιπόν ως όχημα προκειμένου να επιβληθούν αυταρχικοί περιορισμοί σε μια σειρά ζητήματα. Το ότι μία κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την πανδημία προκειμένου να περάσει αυταρχικές διατάξεις, για τις οποίες θα αντιμετώπιζε αντιστάσεις σε μια άλλη περίοδο, δεν είναι απλά ζήτημα καταχρηστικότητας.

Όμως το σχέδιο για τον τρόπο που θα γίνονται οι δημόσιες συναθροίσεις που παρουσίασε πρόσφατα ο κ. Χρυσοχοϊδης, έρχεται σε συνέχεια του νόμου για τις διαδηλώσεις.

Οτιδήποτε βασίζεται πάνω σε αυτόν τον νόμο που βασίζεται σε αντισυνταγματικές διατάξεις είναι εξ ορισμού αντισυνταγματικό. Όμως εδώ υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα: Εξουσιοδότηση για την έκδοση τέτοιου είδους ρυθμίσεων, δεν προβλέπεται. Ο νόμος εξουσιοδοτεί με Προεδρικό Διάταγμα, να βγουν οι λεπτομέρειες για τα μέσα και τις διαδικαστικές προϋποθέσεις διάλυσης των συναθροίσεων. Και μόνο αυτό. Τέτοιο ΠΔ έχει ήδη βγει, το 73/2020. Πέραν αυτού, άλλου τύπου ρυθμίσεις, (σσ. όπως αυτές που παρουσίασε ο υπουργός) δεν υπάρχει εξουσιοδότηση για να εκδοθούν. Επιπλέον, οι όροι της εξουσιοδοτήσεως ρυθμίζονται και αυτοί από το Σύνταγμα. Έχουμε και εκεί πρόβλημα.

Ο νόμος για τις δημόσιες συναθροίσεις είχε δείξει εξαρχής τα προβλήματα τα οποία θα είχε. Και οι προσπάθειες εφαρμογής του δείχνουν ακριβώς ποια είναι τα προβλήματα και πού αποσκοπεί: Στον περιορισμό, μέχρι εξοβελίσεως του δικαιώματος της συνάθροισης. Αυτό δεν είναι μία απλή παραβίαση δικαιωμάτων. Είναι μια μεταλλαγή, στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας και δημοκρατίας, σε σχέση με την εποχή της μεταπολίτευσης, ένας άλλος αυταρχικός τρόπος επιβολής άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων στη χώρα μας. Δηλαδή του δικαιώματος του πολίτη να συμμετέχει στη διαμόρφωση της πολιτειακής βούλησης. Διότι η διαδήλωση, τέτοιο σκοπό έχει: Την άμεση παρουσία των πολιτών στο πολιτικό προσκήνιο και να διαμορφώσουν την πολιτική σκηνή του τόπου. Αυτό λοιπόν αφαιρείται. Όταν λοιπόν συνδυάζεται με ρυθμίσεις τύπου κατάργηση του ασύλου και πανεπιστημιακή αστυνομία, μιλάμε για μία μαύρη περίοδο για τα δικαιώματα, τη δημοκρατία, για τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η πολιτική στην Ελλάδα.