Σύμφωνα με τον Economist η ελληνική οικονομία θα είναι από εκείνες που θα δεχθούν τα ισχυρότερα πλήγματα από το lockdown της πανδημίας λόγω της υψηλής εξάρτησής της από τον τουρισμό – της υψηλότερης εξάρτησης στην Ευρώπη, μαζί με την Κύπρο.

Ads

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ξενοδόχων – τις οποίες κατέθεσε και στον πρωθυπουργό στην τηλεδιάσκεψη αυτής της εβδομάδας ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος – η φετινή τουριστική σεζόν πρέπει να θεωρείται κατά 60% έως 80% χαμένη με απώλειες εσόδων που μπορεί να ξεπεράσουν και τα 14 δις ευρώ.

Σύμφωνα επίσης με την έκθεση του ΙΟΒΕ που θα δοθεί αυτή την εβδομάδα στην δημοσιότητα η ένταση της ύφεσης φέτος μπορεί να χτυπήσει διψήφιο ποσοστό. Ηδη, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας δήλωσε δημόσια πως για κάθε μήνα lockdown χάνεται ένα 2,5% του ΑΕΠ. Και τούτου δοθέντος, οι πληροφορίες φέρουν την έκθεση του ΙΟΒΕ να έχει δύο σενάρια – το πρώτο, και ήπιο, δίνει την ύφεση κοντά στο 5% και το δεύτερο, που είναι και το κεντρικό σενάριο, την τοποθετεί κοντά στο 10%. Οι δε αναλυτές που μιλούν στον Economist δεν αποκλείουν ακόμη πιο δυσμενή σενάρια κάνοντας λόγο για οικονομική συρρίκνωση από 7% έως 18%.

Μπροστά σ’ αυτή την εικόνα η κυβέρνηση επιμένει, ακόμη, στην τακτική του «βλέποντας και κάνοντας». Δεν έχει στοχευμένη στρατηγική για την άμβλυνση της ύφεσης, πλασάρει ως όπλο ανακούφισης των άμεσα πληγέντων τα επιδόματα – που μέχρι πρότινος αποκήρυσσε – των 800 ευρώ, και δεν διαθέτει έτοιμο ούτε plan A, plan B για την επανεκκίνηση της οικονομίας μετά την άρση του lockdown. Ακόμη περισσότερο, επιλέγει ρόλο άσφαιρου παρατηρητή στις εξελίξεις στην Ευρώπη και στο τελευταίο Eurogroup, όπου και πάρθηκαν οι πρώτες (όχι ιδιαίτερα φιλόδοξες) αποφάσεις για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης της πανδημίας, η ελληνική πλευρά περιορίστηκε ν’ ακολουθήσει χλιαρά και χωρίς δυναμική παρέμβαση τις θέσεις της Γαλλίας.

Ads

Στο ίδιο μοτίβο, στο οικονομικό επιτελείο δεν υπάρχει ξεκάθαρη θέση ούτε για το εάν πρέπει, ή δεν πρέπει, να γίνει χρήση των πρώτων έστω εργαλείων που κινητοποιεί η Ευρώπη για την αντιμετώπιση της κρίσης – εργαλείων, που από τα ίδια τα κυβερνητικά στελέχη κρίνονται άτολμα και χαμηλού βεληνεκούς αλλά δημοσίως προβάλλονται ως «ισχυρή απάντηση» στην κρίση προκειμένου να μην δυσαρεστηθούν οι εταίροι.

Πίσω από αυτή την θολή στάση, οι πληροφορίες φέρουν τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα να εισηγείται στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να αποφευχθεί η προσφυγή στην πιστοληπτική γραμμή του ESM, ή τουλάχιστον να μην κατατεθεί σχετικό αίτημα πριν εξαντληθούν όλες οι άλλες δυνατότητες.

Με βάση την απόφαση του Eurogroup, και έως ότου ξεκαθαρίσει τι θα περιλαμβάνει και το σχεδιαζόμενο ειδικό «Ταμείο Ανάκαμψης» της Ευρώπης, όλες οι χώρες μπορούν να αντλήσουν πιστώσεις έως το 2% του ΑΕΠ τους από τον ESΜ για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει από τον ESM από 3,6 έως 4 δις ευρώ, ενώ άλλο 1,5 με 2 δις εκτιμάται ότι μπορεί να πάρει από το πρόγραμμα SURE της Κομισιόν για την στήριξη της απασχόλησης.

Ειδικά όμως σε ό,τι αφορά τα χαμηλότοκα δάνεια του ESM στην κυβέρνηση η κρατούσα άποψη – επί του παρόντος τουλάχιστον – είναι πως καλό θα ήταν να αποφευχθούν. Διότι μπορεί να μην περιλαμβάνουν όρους και προϋποθέσεις εάν διατεθούν για την αντιμετώπιση αυτής καθαυτής της πανδημίας, οι «γκρίζες ζώνες» όμως της συμφωνίας του Eurogroup αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να προκύψουν αργότερα απαιτήσεις μνημονιακών δεσμεύσεων εάν θεωρηθεί ότι μέρος των χρηματοδοτήσεων διατίθεται απ’ ευθείας για την τόνωση της οικονομίας. Ως εκ τούτου, η εισήγηση προς το Μαξίμου είναι να αξιοποιηθεί πρώτα το «μαξιλάρι» ασφαλείας – την ύπαρξη του οποίου μέχρι τώρα… αμφισβητούσε η ΝΔ – και, εν συνεχεία, να κριθεί εάν χρειάζεται και ευρωπαίκή πιστοληπτική γραμμή.

Στον αντίποδα, υπάρχουν άλλα στελέχη και κυβερνητικοί σύμβουλοι που θεωρούν ότι, δεδομένης της έκτασης της κρίσης, αργά ή γρήγορα η προσφυγή στον ESM θα είναι μονόδρομος. Και υποστηρίζουν ότι αυτό είναι καλύτερο να γίνει τώρα, καθώς η light πιστοληπτική γραμμή θα ανοίξει, πλην των άλλων, και τον δρόμο για εκτεταμένες αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ – αγορές, που μπορούν πια να διευρυνθούν και πέρα από το ποσοστό συμμετοχής της χώρας στο κεφάλαιο της ΕΚΤ μέσω του προγράμματος ΟΜΤ. Από αυτές τις αγορές, θεωρητικά τουλάχιστον, η Ελλάδα θα μπορούσε να αντλήσει ρευστότητα έως και 14 δις ευρώ.

Το ζήτημα βεβαίως εδώ είναι πως το πρόγραμμα ΟΜΤ αφορά ομόλογα μονοετούς και τριετούς διάρκειας που, ουσιαστικά, δεν διαθέτει το ελληνικό δημόσιο. Αρα ή η κυβέρνηση θα πρέπει να βγει στις αγορές με νέες εκδόσεις άμεσα σε μια εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία, ή να στραφεί στην ασφάλεια του ESM ρισκάροντας ένα νέο Μνημόνιο.